Αναμνήσεις μια Κρωμναίας για την Μεταμόρφωση του Σωτήρος στου Σεϊχάντων της Κρώμνης
Ήταν παραμονή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος του μοιραίου εκείνου έτους 1914 που για τελευταία φορά παραθερίσαμε στο σπίτι μας στην Κρώμνη. Βρισκόμουν σε μεγάλη κίνηση κι έτρεχα εδώ κι εκεί για να βρω από διάφορες γνωστές, την πολυτελή φορεσιά (ζουπούνα), που ήθελα να φορέσω την άλλη μέρα στις 6 Αυγούστου για να πάω στην Μεταμόρφωση στου Σεϊχάντων.
Βρήκα ό,τι μου χρειαζόταν. Μια καινούρια ζουπούνα σεβαϊ, ένα γαλάζιο ατλαζένιο σαλβάρι, ένα πουκάμισο κεναρλήν, ένα ωραίο περσικό λαχώρι και μια ωραία μεταξωτή φοτά, ενώ για το κεφάλι ένα πλούσιο τεπελούκ. Αναμνήσεις μια Κρωμναίας για την Μεταμόρφωση του Σωτήρος στου Σεϊχάντων της Κρώμνης. Την άλλη μέρα πρωί-πρωϊ φόρεσα την ωραία φορεσιά, στολίστηκα με πολλά κοσμήματα, δηλαδή, μια μακρυά καδένα με ωρολόγι (ώραν μακρύν), διπλό κορδόνι χρυσό στον λαιμό με διαμαντένιο σταυρό, βραχιόλια πλατειά (πλατέα βραχάλια̤), μια πολύτιμη καρφίτσα εμπρός στο πουκάμισο και γέμισα τα δάχτυλα μου με ωραία δαχτυλίδια. Μόλις τελείωσα την τουαλέτα μου, η πρώτη μου επίσκεψη ήταν στην αδερφή της γιαγιάς μου, στην μάνα την Ερείν, όπως την λέγαμε. Μόλις με είδε στολισμένη, ενθουσιασμένη με φίλησε και μου είπε : “Αρ’ ατώρα ρίζα μ’ ομοίασες άνθρωπος, γιόκ εκείνα ντο φορείτε και γίνεστεν άμον μωμοέρια̤ ! Εσύ τ’ άλλτς μη τερείς !. Εσέν’ ατά ιγέβνε ‘σε. Εγένουσον άμον χορδόνα, σωστέσα Κρωμέτσα, άλλο μ’ εβγάλτ’ς ατα. Ας εφτάγω ‘σε έναν δύο αοίκα φορεσίας και πάντα ατά να φορείς !” Εγώ γέλασα με την καρδιά μου. Κατά βάθος ήμουν ενθουσιασμένη γιατί με την εξωτική εκείνη φορεσιά φαινόμουν μεγάλη κοπέλα “τρανέσα” πράγμα που μ’ έκανε περήφανη. Κατόπιν οικογενειακώς πήγαμε στην Μεταμόρφωση στην μικρή και πολυτελή εκκλησούλα που στεκόταν σαν κομψοτέχνημα επάνω σ’ έναν λοφίσκο. Εκεί μαζεύτηκε πολύς κόσμος απ’ όλες τις ενορίες της Κρώμνης και ήταν χάρμα να βλέπεις όλες τις νέες με την ωραία τους φορεσιά σε διάφορα χρώματα και τους νέους οι οποίοι κατέφταναν εκείνη την ημέρα από την Τραπεζούντα σε μεγάλες παρέες με τις ζίπκες και τα άρματα και επι κεφαλής τον κεμεντζέ. Έμπαιναν στην εκκλησία με κατάνυξη και φιλοτιμούνταν ποιος θα ρίξει περισσότερα στον δίσκο που περιήγαγαν οι επίτροποι. Μετά την λειτουργία, ο κόσμος ξεχυνόταν στα “δώματα” και στα χωράφια και σερβιρίστηκε απ την νόστιμη σούπα το πλιγουρένεν τσ̌ορβάν που η ενορία παρασκεύαζε σε μεγάλα καζάνια για όλους τους πανηγυριστές. Σε όλα πρωτοστατούσαν οι νοικοκυρές και τα κορίτσ̌α̤ με επικεφαλής την θεία μου την Τσ̌όφαν τ’ Αφα̤ντή που ήταν ο τύπος της καλής νοικοκυράς και Κρωμναίας αρχόντισσας, αγαπητής σε όλους για την καλοσύνη και το παντοτινό της χαμόγελο. Με το σούρουπο, τελείωσε το ωραίο πανηγύρι και ο κόσμος όλος ενθουσιασμένος επέστρεφε στα σπίτια του. Εγώ που περπατούσα καμαρωτή με την ωραία μου φορεσιά, κοίταζα να επιστρέψω στο σπίτι για να ξεντυθώ διότι με κούρασε να κουβαλώ όλο εκείνο το βάρος (ζουπούνα, σ̌αλβάρι, ζωνάρι και όλα τα παρελκόμενα) σαν άμαθη που ήμουν. Την επόμενη ημέρα, η μάνα η Ερείν με είδε με την συνηθισμένη φορεσιά μου και λυπημένη μου είπε : “Κρίμαν ρίζα μ’ σ’ οψεζνά τ’ εμορφά̤δας ισ’ και ς’ σα λόγια̤ ντο είπα σε. Άμε τέρες ‘ς ση καθήτραν, άμον ντο έσουν οψέ είσαι κι’ οσήμερον ; Οψέ ομοίαζες Κρωμέτσα γιοσμάσα, ατώρα πα ομοιάϊς Τραπεζουντέϊσα μαμαντζέκα”. Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος ή του Χριστοσωτήρα, ή της Αϊ-Σωτήρας στον Πόντο.
Πηγή: Ελένη Παπαβασιλείου το γένος Γ. Χατζηπαναγιωτίδου εκ Σιαμανάντων Κρώμνης.
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com