Η Λαμπρή (Πάσχα) στον Πόντο. Φίλων Κτενίδης Θεσσαλονίκη 1954
Απ’ όλες τις θρησκευτικές εορτές μόνο το Πάσχα δεν παρουσίαζε σχεδόν καμία παραλλαγή στον τρόπο του εορτασμού του σε όλες τις πόλεις του Πόντου. Ότι γράφουμε για το Πάσχα στην Τραπεζούντα, νομίζουμε ότι θα μπορούσε να γραφεί για όλες τις πόλεις του Πόντου.
Μεγάλο Σάββατο.
Πρωϊ – πρωϊ ο νοικοκύρης πήρε τις τελευταίες παραγγελίες απ’ την οικοδέσποινα και τράβηξε στην αγορά με το άδειο ζεμπίλι στο χέρι για να συμπληρώσει της ελλείψεις που διεπιστώθηκαν. Βέβαια τα ουσιώδη όλα ψωνίστηκαν από την αρχή της εβδομάδας και νωρίτερα, όπως τα αυγά και οι κότες, μα έλλειπαν τα ζαρζαβατικά για τη σαλάτα, το κασέρι, ο παστουρμάς, το κρασί, τα φρούτα και μερικά άλλα. Στην Τραπεζούντα δεν συνήθιζαν να τρώνε παστουρμά. Το Πάσχα όμως έπρεπε ο παστουρμάς να βρίσκεται σε κάθε σπίτι. Ο παστουρμάς ή αλλιώς σουτζούκι ή λουκάνικο που ήταν καμωμένο από προβατίσιο ή κατσικίσιο κρέας φορτωμένο με άφθονα παχαρικά, το κασέρι, και το σφιχτό, το καλοβρασμένο αυγό ήταν ο καθιερωμένος μεζές που σερβίριζαν με το κρασί στους πασχαλινούς επισκέπτες. Για τους πολύ επίσημους, μαζί με αυτά, προσέφεραν και τεμαχισμένη βραστή κότα. Μόλις έκλεινε η πόρτα πίσω απ’ τον οικοκύρη, οι γυναίκες στο σπίτι αφού έπλαθαν τα τζουρέκια που το ζυμάρι ετοιμάστηκε από τη νύχτα (πολλά σπίτια ετοίμαζαν τα τσουρέκια από τη Μεγάλη Πέμπτη) και τα έστελναν στο φούρνο της γειτονιάς, καταπιάνονταν με την καθαριότητα του σπιτιού. Έπρεπε όλα να λάμπουν ακόμα και τα ξύλινα πατώματα τα οποία πλένονταν (επλύσκουσαν) και τρίβονταν με ειδική βούρτσα σαν να επρόκειτο για έπιπλα. Τελευταία η αυλή και το κατώφλι της εξώπορτας. Στην κουζίνα υπήρχε απεργία. Αρκούσε κάποιο νηστίσιμο απομεινάριο από τις προηγούμενες ημέρες, λίγες ελιές, λίγο ρετζέλι με φουντούκια και λίγος χαλβάς. Το βράδυ σαν μαζευόντουσαν όλοι στο σπίτι, μικροί και μεγάλοι αν εντός της ημέρας δεν είχαν λουστεί στο χαμάμι, θα ελούζοντο στη σκάφη που τους περίμενε στην ασ̆χανά (κουζίνα) όπου έβραζε το χαλκόν (καζάνι). Πρώτα οι μικροί και τελευταίοι οι μεγάλοι. Ακολουθούσε το άλλαγμαν δηλαδή η αλλαγή των εσωρούχων, των σεντονιών κτλ και χωρίς καμία άλλη διαδικασία έπεφταν στο κρεβάτι. Έπρεπε να πέσουν από νωρίς για ύπνο καθώς νωρίς, στις τρείς τα μεσάνυχτα θα τους ξυπνούσαν τα χτυπήματα του ζαγκότζου στη πόρτα. Ο ζαγκότζ’ ή ζαγκότζον ήταν το όνομα που έδιναν στο νυχτοφύλακα (παζβάντς) κάποτε και στον κανδηλάπτη (καντηλανάφτη) μόνο εκείνη τη νύχτα, σαν εξαιρετικός τίτλος για το εξαιρετικό αυτό λειτούργημά του. Ο παζβάντης (παζβάντ’ς) ενώ κάθε βράδυ καθ΄όλο το έτος με τα ρυθμικά χτυπήματα της βαριάς του μαγκούρας σήμαινε τις ώρες, εκείνη τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου χτυπούσε με την ίδια μαγκούρα με ιδιαίτερο ρυθμό μία – μία τις πόρτες των χριστιανών κατά τις τρείς περίπου μετά τα μεσάνυχτα για να τους ξυπνήσει να ετοιμαστούν και να πάνε στην εκκλησία. Αυτή η συνήθεια έμεινε από την εποχή που οι τούρκοι δεν επέτρεπαν στους χριστιανούς να χτυπούν τις καμπάνες των εκκλησιών τους, ούτε και τα σήμαντρα επίσης. Και αν μελετήσει κανείς το ζήτημα αυτό θα βρεί πως τα ρυθμικά αλλά βροντερά χτυπήματα των δικών μας ημερών θα ήταν τις ημέρες της σκλαβιάς, ελαφρά και συνθηματικά. Μόλις λοιπόν βροντούσε η πόρτα απ’ τα χτυπήματα του ζαγγότζου, ξυπνούσαν και ετοιμάζονταν για την εκκλησία όπου πήγαιναν όλοι εκτός από τα πρόσωπα που ήταν υποχρεωμένα είτε από ασθένεια είτε για την περιποίηση των μικρών (μωρών) ή των ασθενών να παραμένουν στο σπίτι.
Η Ανάστασις
Ετελείτο στο προαύλιο της εκκλησίας που λειτουργούσε εκείνη την ημέρα. Συνήθης ήταν η έκφραση: «έβγαλαμε την Ανάσταση», αλλά συχνότερα κλήρος και λαός εν πομπή και παρατάξει πήγαιναν στον αυλόγυρο κάποιου παρεκκλησίου της ίδια ενορίας όπου αναγινώσκετο το Ιερό Ευαγγέλιο και ακουγόταν το πρώτο Χριστός Ανέστη. Πάντως στο χώρο όπου θα γινόταν η Ανάσταση, από το απόγευμα του Σαββάτου λάμβανε χώρα η εγκατάσταση του “βαρέως πυροβολικού” δηλαδή των πυροτεχνημάτων. Ήταν δε αυτά προπαντός τα τζιαρτζιφελέκια δηλαδή τροχοί των οποίων η στεφάνη και τις ακτίνες αποτελούσαν χοντρά φουσ̆έκια ειδικά, με βαριά γόμωση που με την ανάφλεξη του πρώτου, ετίθετο σε κίνηση ο τροχός για να ακολουθήσει η ανάφλεξη όλων κατά σειρά μέσα σε μία θάλασσα φλογών και σπινθήρων και σε ομοβροντία εκκωφαντικών εκπυρσοκροτήσεων. Ήσαν δε διαφόρων ειδών τα τζερτζιφελέκια αυτά. Άλλα περιστρεφόμενα παράλληλα με το έδαφος και άλλα καθέτως προς αυτό. Υπήρχε ακόμα και ο “τηλέγραφος” δηλαδή ρουκέτες πάνω σε δύο τεντωμένα σύρματα κατ’ αντίθετη φορά. Το “καράβι” που ήταν γεμάτο με φουσ̆έκια και που άναβαν το ένα κατόπιν του άλλου. Πλήρης ναυμαχία επι ξηράς !!! Πλήν των ανωτέρω ήταν τα “ταπία” ή “κάστρα” δηλαδή ένας τετράγωνος πίνακας διάτρητος στη μία του πλευρά και απέναντι του ένας ακόμη παρόμοιος. Κάθε οπή είχε κι ένα φυσέκι. Μεταξύ των δύο αυτών ταμπλό γινόταν μονομαχία με τη διαδοχική πυροδότηση και εκτόξευση των φυσεκιών. Μόλις ακουγόταν, μετά την ανάγνωση του Ιερού Ευαγγελίου το Χριστός Ανέστη, όλο το σύμπαν αναστατωνόταν από τις εκπυρσοκροτήσεις των πυροτεχνημάτων και τους πυροβολισμούς, ενώ συγχρόνως αυλάκωναν τον ουρανό τα χαβάν φουσ̆έκια ή καναβλία δηλαδή οι ρουκέτες με μεγάλο βεληνεκές, και άλλα καντηλία που κατά την έκρηξη τους σκόρπιζαν σαν διάττοντες βολίδες με διάφορους φωτεινούς χρωματισμούς και άλλα απλά καναβλία από το στέλεχος του καναβιού που ήταν προσδεμένο στο χάρτινο φυσίγγι που εκπυρσοκροτούσαν στα ύψη ενώ στο έδαφος τα αραήσ̆ - φουσ̆έκια που ήταν μικρά χάρτινα φυσίγγια γεμάτα καταλλήλως με μπαρούτι, έκαμαν τις πιο απίθανες εφόδους στο κενό και ανάμεσα στους εορταστές με δυσάρεστα πολλάκις αποτελέσματα σε βάρους τους. Ήταν τόσο μεγάλη η φασαρία που γινόταν ώστε επικράτησε να λέγεται η φράση: “εγέντον το Ανάστα ο Θεός” όπως όταν θα επρόκειτο να περιγράψουν οποιαδήποτε σοβαρή και θορυβώδη αταξία ή αναστάτωση. Από τον αυλόγυρο του παρεκκλησίου επέστρεφαν όλοι στην εκκλησία. Οι εκατοντάδες των αναμμένων μετέβαλλαν τους στενούς ως επί των πλείστον δρόμους σε πύρινους ποταμούς και τα εκατέρωθεν σπίτια έδειχναν σαν παραμυθένια παλάτια που τα φώτιζε κάποιο υπερκόσμιο φώς. Η απόλυσις γινόταν με τα ξημερώματα. Κάθε οικογένεια έπαιρνε το καλαθάκι της με τα αγιασμένα αυγά που είχαν τοποθετηθεί κάτω από την Αγία Τράπεζα από τη Μεγάλη Πέμπτη. Στο σπίτι στο τραπέζι άρχιζε με το τσούγκρισμα των αυγών (μόνο τα αγιασμένα αυγά δεν τσουγκρούσαν). Ένα από αυτά το τοποθετούσαν στο εικονοστάσι. Ήταν απαραίτητη η κοτόσουπα, η βραστή κότα και το τσουρέκι. Γενικά στην Τραπεζούντα το πασχαλινό το αρνί το αντικαθιστούσε η βραστή κότα. Τις τρείς ημέρες του Πάσχα δεν γίνονταν ποτέ εκδρομές. Απεναντίας ήταν οι κατ’ εξοχήν ημέρες των επισκέψεων και του οικογενειακού γλεντιού. Το μεσημέρι γινόταν η Διπλανάστασις. Όλοι πήγαιναν στην εκκλησία της ενορίας του ντυμένοι με τα γιορτινά, άνδρες γυναίκες και παιδιά γιατί δεν υπήρχε ο κίνδυνος των απρόοπτων των πυροτεχνημάτων και του πολεμικού μένους της νύχτας της Αναστάσεως. Μετά μεσημβρίαν άρχιζαν οι επισκέψεις. Ενώ το κατ’ εξοχήν πιοτό του καθημερινού τραταμέντου και γλεντιού ήταν το ρακίν (ούζο), τις ημέρες του Πάσχα σέρβιραν μόνο κρασί με τους σχετικούς πασχαλινούς μεζέδες που αναφέραμε παραπάνω. Εκτός των συγγενικών επισκέψεων πολλοί δέχονταν και έδιναν ομαδικές επισκέψεις (παρέες) πράγμα που συνέβαλε πολύ στο να ανάψει το γλέντι σε κάθε σπίτι, πλούσιο ή φτωχό. Δεν συνήθιζαν να κάνουν δώρα το Πάσχα. Μόνο για τους αρραβωνιασμένους γινόταν εξαίρεση. Σε οικογένειες που είτε λόγω φτώχειας είτε πένθους δεν είχαν κάνει τα πατροπαράδοτα τσουρέκια και δεν έβαφαν αυγά, έστελναν οι γείτονες και οι συγγενείς και από τα δύο. Επίσης όσοι είχαν γνωστός τούρκους, έστελναν στις οικογένειες τους ως δώρο, τσουρέκια και κόκκινα αυγά. Σε αντάλλαγμα οι τούρκοι στο μπαϊράμι τους έστελναν μπακλαβάδες και άλλα γλυκίσματα. Μπαϊράμι ονόμαζαν οι τούρκοι το δικός τους Πάσχα. Τη Μεγάλη Εβδομάδα η Φιλόπτωχος Αδελφότης, η Μητρόπολις και οι Εκκλησιαστικές Επιτροπές εργάζονταν με εξαιρετική ένταση. Φρόντιζαν και κατόρθωναν να βοηθήσουν με τον πλέον εχέμυθο τρόπο την κρυμμένη δυστυχία. Χρήματα, ενδύματα, τρόφιμα, έφταναν εγκαίρως εκεί που έπρεπε και η χαρά του Πάσχα ήταν κοινό κτήμα όλων. Και τις τρείς ημέρες του Πάσχα τα καταστήματα ήταν κλειστά και το Πασχαλινό γλέντι συνεχιζόταν. Έτσι όπως το εμπόριο και η βιοτεχνία βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων, ολόκληρη η πόλη λόγω της αργία του Πάσχα έπαιρνε εορταστική όψη με νεκρωμένη την αγορά. Η τρίτη ημέρα εορταζόταν με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια στην ενορία των Εξωτείχων όπου εκκλησιάζονταν οι επίσημοι και πλήθος χριστιανών από όλες τις άλλες ενορίες. Ο χαιρετισμός και αντιχαιρετισμός της ημέρας του Πάσχα μέρα και νύχτα ήταν: Χριστός Ανέστη – Αληθώς Ανέστη ως και την Κυριακή του Θωμά. Στην Τραπεζούντα ο λαός δεν ονόμαζε τη μεγάλη γιορτή της Ανάστασης με τη λέξη Πάσχα αλλά με τη λέξη Λαμπρή. Λαμπρέσ̆α̤ ονόμαζαν τα ρούχα, τα φαγητά και τις συνήθειες εκείνων των ημερών, όπως από το γαμπρός έλεγαν το επίθετο γαμπρέσ̆α̤. Έρθεν αρνόπο μ’ η Λαμπρή και το Χριστός Ανέστη, ετοιμάστ’ και θα παίρω ‘σε Χορτοθερή ‘ς σην ζέστη.
"Η Λαμπρή (Πάσχα) στον Πόντο". Πηγή: Ποντιακή Εστία τεύχος 52, Θεσσαλονίκη Απρίλιος 1954 Εκδότης: Φίλωνας Κτενίδης.
Ποντιακή Ιστορία και Λαογραφία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com