Ο Άγιος Γεώργιος Κουρτζιάς (ενορία Τραπεζούντος Πόντου), Γρηγορίου Σαββινοπούλου 1953
Στη νότια πλευρά της πόλεως Τραπεζούντας κάτω από τα κάστρα μέσα σαν σε χαράδρα στις όχθες ενός ξεροπόταμου του Ταπαχανέ, είναι χτισμένη η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Κουρτζιά.
Όλοι θυμούνται την εκκλησία αυτή με τον μεγάλο αυλόγυρο και το αγίασμα κάτω από τις σκάλες, ένα αρκετά μεγάλο πηγάδι σαν σε λαξευτή πέτρα με τα χρυσόψαρα που το νερό του ούτε περίσσευε ποτέ ούτε λιγόστευε παρά πάντα βρισκόταν στην ίδια οριζόντια επιφάνεια. Ο Άγιος Γεώργιος Κουρτζιάς (ενορία Τραπεζούντος Πόντου), Γρηγορίου Σαββινοπούλου 1953Πάνω από το αγίασμα υπήρχε η εξής επιγραφή: «Μάννα Σιλωάμ και στοά Σολομώντος». Κατά την πανήγυρι της εκκλησίας συγκεντρώνονταν εκεί πλήθος προσκυνητών όχι μονάχα από την πόλη και τα περίχωρα της Τραπεζούντας, όχι μόνο χριστιανοί αλλά και τούρκοι φέρνοντας διάφορα αφιερώματα. Ας σημειωθεί ότι η εκκλησία αυτή βρίσκεται κατάμονη μέσα σε τουρκικό μαχαλά όπου δε ζούσε ούτε ένας χριστιανός, απολύτως κανένας, ούτε Έλληνας, ούτε Αρμένιος. Πολλά λέχθηκαν και γράφτηκαν για τους θρύλους και τα ανέκδοτα των εκκλησιών του Πόντου και ειδικά της Τραπεζούντας. Έτσι κι εγώ θα σας περιγράψω μία ιστορία, ένα θαύμα, ή ένα παραμύθι, όπως θέλετε πείτε το, για τον ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου του επιλεγομένου Κουρτζιά, όπως την άκουσα από έναν γέροντα πατριώτη μας (θεός σχωρέσ’τον) του οποίου η μόνη ευχαρίστηση ήταν να συγκεντρώνει γύρω του μονάχα μικρά παιδιά, αλλά τις περισσότερες φορές μεγάλους μαθητάς Γυμνασίου και να τους διηγείται διάφορα περιστατικά από τη ζωή των χριστιανών παλαιών και νέων, εις πολλά των οποίων και ο ίδιος έπαιξε κάποιο ρόλο. Ενθυμούμαι με ποια ευστροφία όταν τον περικυκλώναμε μαθηταί του Γυμνασίου, κατόρθωνε να φέρει τη συζήτηση πάνω στη ζωή της Τραπεζούντας, τα παθήματα, τα ήθη και έθιμα των κατοίκων της. Μια μέρα, ύστερα από μια καταρρακτώδη και καταστρεπτική βροχή, ο ξηροπόταμος του Ταμπαχανέ μετεβλήθη σε χείμαρρο και τα νερά του παρέσυραν τα πάντα και τους πάντες γύρω απο την εκκλησία, χωρίς να θιγεί ούτε ένα λιθαράκι από τον μαντρότοιχο του αυλόγυρου που ήταν σύριζα με το ποτάμι, μαζευτήκαμε πάλι γύρω απ’ τον γέροντα συγχωριανό μας που λαμβάνοντας αφορμή από τα αποτελέσματα της καταστρεπτικής εκείνης θεομηνίας, μας διηγήθηκε τα ακόλουθα:Η Εκκλησία αυτή παιδιά μου δεν ήταν έτσι μεγάλη όπως τη βλέπετε σήμερα ούτε και είχε τόσον αυλόγυρο, αλλά ήταν μια μικρή εκκλησούλα με μερικές εικόνες μέσα και ζωγραφιές αγίων γύρω στους τοίχους. Οι περίοικοι τούρκοι δεν εχώνευαν την ύπαρξη της εκκλησούλας αυτής ανάμεσα τους και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να την εξαφανίσουν. Πολλές φορές έβαλαν φωτιά να την κάψουν, μα του κάκου, η εκκλησούλα έμενε πάντα ανέπαφη. Δίπλα ακριβώς από αυτήν, κατοικούσε ένας τούρκος φοβερός χριστιανομάχος ο Σουλεϊμάν αγάς ο ταπαχανετζής (βυρσοδέψης) που είχε ένα πρωτόγονο εργοστάσιο κατεργασίας δερμάτων και διαρκώς βρωμούσε η περιοχή εκείνη. Στου τούρκου αυτού αλλά και στης γυναίκας του το μάτι, το εκκλησάκι αυτό στεκόταν σαν καρφί και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να το εξαφανίσουν από κει για να επεκτείνουν τις εργασίες τους. Μια μέρα η γυναίκα του αφού σκούπισε το σπίτι της, μάζεψε όλα τα σκουπίδια και τα πέταξε μέσα στο εκκλησάκι από το μικρό παραθυράκι του ιερού. Μαζί με τα σκουπίδια πέταξε κι ένα ποντίκι που μόλις πιάστηκε στην παγίδα που είχε στήσει στο μαγειρείο της. Ξαφνικά όμως ακούει γοερές φωνές και κλάματα από το μονάκριβο μωρό – παιδί της που κοιμόταν στην κούνια του. Τρέχει η χανούμισσα να δει τι συμβαίνει, μα δε βλέπει τίποτα και παρ’ όλες τις περιποιήσεις τόσο της ίδιας όσο και του συζύγου της ο οποίος κατέφθασε αμέσως, δε μπορούσαν να σταματήσουν το κλάμα και τον τρόμο του παιδιού. Η κατάσταση αυτή εξακολούθησε μέχρι τις πρώτες πρωϊνές ώρες. Έπαιρναν το παιδί στην αγκαλιά και σταματούσε το κλάμα, το άφηναν στην κούνια ξεκινούσε πάλι το κλάμα πιο έντονα. Τότε αποφάσισαν να ξεστρώσουν ολότελα την κούνια για να δουν μήπως υπάρχει κάτι στην κούνια και προς μεγάλη τους έκπληξη είδαν ανάμεσα στα στρώματα της κούνιας μερικά σκουπίδια και ένα ποντίκι, το ίδιο εκείνο ποντίκι που είχε ρίξει η χανούμισσα από το παραθυράκι το ιερού του ναού και τρέμουσα έπεσε στα γόνατα και διηγήθηκε στον άντρα της το γεγονός. Αμέσως τότε ο Σουλεϊμάν αγάς κάλεσε τον εφημέριο της ενορίας του Αγίου Βασιλείου και έκανε παρακλήσεις στο σπίτι του, την δεν επόμενη ημέρα δώρισε στο ναό όλη τη γύρω περιοχή που ανήκε στον ίδιο και που αποτελεί σήμερα τον μεγάλο αυλόγυρο της εκκλησίας και όχι μονάχα αυτό αλλά ο Σουλεϊμάν αγάς έγινε μόνιμος προστάτης του ναού και μετέφερε και το βυρσοδεψείο του νοτιότερα μακριά από την εκκλησία. Από τότε που είχε κοινολογηθεί το περιστατικό αυτό μεταξύ των τούρκων συχνά έρχονταν μέσα από τα κάστρα χανούμισσες για να διαβαστούν από τον παπά «όν παραλούκ οκουμάκ» = δέκα παράδων διάβασμα, οι περισσότερες όμως «μπές κουρουσ̆λούκ» = πέντε γροσίων ανάγνωσμα, δηλαδή μικρή παράκληση και μεγάλη. Αυτό είναι από τα πολλά περιστατικά που είχαν επιβάλλει τον Άγιο Γεώργιο στους τούρκους που τον αποκαλούσαν Χουτρελέτς και Τελή Χουτρελέτς δηλαδή Τρελό Αγιώργη και τον φοβόντουσαν και τον τιμούσαν ως παντοδύναμο και τιμωρό άγιο.
Μετά την ολοκλήρωση του παρόντος άρθρου-σημειώματος του ο Σαβιννοπούλου κρίνω σκόπιμο να αναφέρω τα όσα αναγράφει ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος στο πόνημα του «Η Εκκλησία Τραπεζούντος» σελ. 457-458 αναφέρει περί του Αγίου Γεωργίου Κουρτζά: “Παρά την ανατολικήν όχθην του ρύακος του αγίου Γεωργίου εις το ρεύμα των Τριών Καρυών έναντι των τειχών υπήρχεν ο ναός του αγίου Γεωργίου, εξ’ ου έλαβε το όνομα ο ρύαξ. Ο άγιος Γεώργιος έφερε το όνομα Κορτιάς ή Κορτ(σ)άς ή Κουρτζάς λεγόμενος ούτω ίσως ως φρουρός της έναντι του ναού κόρτης (φρουρίου). Επι των ημερών ημών ο ναός δεν εσώζετο οικοδομηθέντος εις την θέσιν αυτού νέου ναού του αγίου Γεωργίου Κουρτζά. Πλησίον του ναού του αγίου Γεωργίου Κουρτζά βορειοανατολικώς αυτού επι των κλιτών του λόφου του Αγίου Ευγενίου και έναντι των τειχών Τραπεζούντος υπήρχε το ανωτέρω μνημονευθέν «εν Ακάνθαις καταντικρύ του τείχους εώον σπήλαιον» του αγίου Ευγενίου, εν ώ και τα ημερινάς ευχάς και πρώτας άγων επί στόματος ο άγιος Ευγένιος συνελήφθη υπό των δημίων και απήχθη είτα εις το μαρτύριον. Το σπήλαιον τούτο δια λιθίνης κλίμακος επεκοινώνει μετά της υπεράνω αυτού κειμένης πατρικής οικίας του μάρτυρος, πλησίον της οποίας οι καθ’ αίμα συγγενείς αυτού είχον ανεγείρει αυτώ ναόν, εις την θέσιν δε του ναού τούτου είχεν ανεγερθεί βραδύτερον ο μεγαλοπρεπής ναός και η μονή του αγίου Ευγενίου. Δια της λιθίνης κλίμακος κατήρχετο ο μάρτυς εκ της πατρικής οικίας εις το εν Ακάνθαις σπήλαιον. «Σηκόν δε τούτον όν ές νεών, ώς είχον τότε οι καθ’ αίμα τούτω προσήκοντες άνδρες τωόντι ευσεβείς και θεοφιλείς. Ένθα και πύλη τις ήν και λιθίνη κλίμαξ, δι’ ής ο μάρτυς εν των ειρημένω σπηλαίω τω εν Ακάνθαις (ουτωσί γάρ εκέκλητο τότε) την πορείν οσημέραι διϊών εποιείτο». Το σπήλαιον τούτο ήτο κατά τους χρόνους της αυτοκρατορίας Τραπεζούντος γνωστόν εις όλους, ως μαρτυρεί ο Κωνσταντίνος Λουκίτης εν τω εις τον Άγιον Ευγένιον εγκωμίω αυτού. «Ήδη γάρ αυτού (του αγίου Ευγενίου) προς το εν Ακάνθαις πολλοίς, οίμαι δε και πάσιν ομού τοις παρούσι, γνωριζόμενον σπήλαιον τας ημερινάς ευχάς και πρώτας άγοντος επί στόματος».
Πηγές:
1. Ο Άγιος Γεώργιος Κουρτζιάς (ενορία Τραπεζούντος Πόντου) Ποντιακή Εστία τεύχος 47-48 Γρηγορίου Σαββινοπούλου 1953
2. Εκκλησία Τραπεζούντος - Μητροπολίτου Χρυσάνθου
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com