Ο καρνάβαλος εν Πόντω - Οι Μωμο(γ)έρ’ ή τα Μωμο(γ)έρια - Γεωργίου Θ. Κανδηλάπτη (Κάνι) Ποντιακή Εστία τεύχος 36

Ο καρνάβαλος εν Πόντω - Οι Μωμο(γ)έρ’ ή τα Μωμο(γ)έρια -  Γεωργίου Θ. Κανδηλάπτη (Κάνι) Λείψανο εθίμου, αρχαίου αναγόμενο στους προ χριστιανικούς χρόνους αποτελούσαν στον Πόντο οι κατά την εγχώριο διάλεκτο λεγόμενοι Μωμοέρ’ ή Μωμοέρια, Κόσια και Πορδαλάντ.

Τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων και κυρίως του νέου έτους μετά το δείπνο αφενός τα παιδιά διαφόρων συνοικιών των πόλεων των κωμοπόλεων ή και των χωριών περιερχόμενα με φανούς, επισκέπτονταν συγγενικά και άλλα γνωστά σπίτια και οικογένειες και έψαλλαν το: Αρχή, Κάλαντα κι αρχή του χρόνου. Ο καρνάβαλος εν Πόντω - Οι Μωμο(γ)έρ’ ή τα Μωμο(γ)έρια, Γεωργίου Θ. Κανδηλάπτη (Κάνι) . Νεαροί και άντρες μεταμφιέζονται με προσωπίδες προσέρχονταν κατά ομάδες στα σπίτια των συγγενών, των γειτόνων και των στενών φίλων και των συνδεδεμένων προς αυτούς και εκεί προξενούσαν πολύ μεγάλη θυμηδία και κέφι στους παριστάμενους, ένα ασταμάτητο και ακράτητο γέλωτα με διάφορες παραστάσεις, με φράσεις ή και με διαλόγους αστείους ή και σκωπτικούς, ως και δια του χορού που συνοδευόταν από το άσμα του Κιόρογλου (του Διγενή Ακρίτα, δηλαδή των τουρκόφωνων) συνοδεία της λύρας ή του τυμπάνου και του Ζουρνά. Ελλείψει δε των μουσικών αυτών οργάνων, με τους κρότους ξύλινων κοχλιαρίων, τα οποία εφαπτόμενα αλλήλων εκ του κυρτού μέρους εκρατούντο όρθια δια της αριστεράς χειρός από της λαβής των και απέδιδον κρότον ρυθμικόν κάθε φορά που η λαβή του κάθε κουταλιού κατέβαινε και ανέβαινε δια μέσου αυτών, σύμφωνα προς το χρόνο του άσματος. Οι κωμικοί αυτοί επισκέπτες πολλές φορές μετά την εκτέλεση του έργου τους έφευγαν αγνώριστοι, εκτός αν ο αρχηγός της πομπής ευθύς εξ αρχής ή στο τέλος της κωμικής παραστάσεως, αποκάλυπτε εις τον οικοδεσπότη, την ταυτότητα των μελών του ομίλου. Ο καθένας από αυτούς τους προσωπιδοφόρους που έφεραν τις μάσκες φορούσε και ιδιαίτερη δική του αμφίεση, ανάλογη προς το πρόσωπο ή το ζώο, το οποίο υποκρινόταν ούτως ώστε ο μεν εξ αυτών φέρων δοράν αιγός μετεμφιέζετο εις τράγον και εμιμείτο τη φωνή και το βάδισμα του ζώου ο δε ενδεδυμένος δοράν άρκτου εβάδιζε ως αυτή και άφηνε να εξέλθωσιν άναρθραι φωναί εκ του στόματός του, ήτοι εμουρδούλιζεν, άλλος παρουσιαζόταν υπό μορφή καμήλας, άλλος φέρων γυναικείαν ενδυμασίαν και την γαστέρα εξογκωμένη (υπεκρίνετο γυναίκα έγκυο) και άλλοι παρίσταναν άλλα γελοία πρόσωπα φέροντα τους κώδωνες εις τα διάφορα του σώματός μέρη και ιδίως ο προεξάρχων της όλης ομάδος ο οποίος με κέρατα στο κεφάλι και ουρά αλεπούδων ή λαγών εξηρτημένα ως ξεσκονιστήρια χρησιμοποιούμενα πουρτούλα̤ μετά των κωδώνων και πολλών της ενδυμασίας αυτού μερών υποκρινόταν συνήθως το πρόσωπο του μυθικού προσώπου ή ήρωος του Κιόρογλου. Ο τελευταίος αυτός παριστανόταν σαν έφιππος, καθόσον δύο κοντάρια δεξιόθεν και αριστερόθεν της οσφύος του οριζοντίως διερχόμενα και όπισθεν μεν υπό του ποδήρη χιτώνα του, ο οποίος ονομαζότανε τζουμπέ, καλυπτόμενα έμπροσθεν δε εννοούμενα εις τα άκρα και περικαλυπτόμενα δια τεμαχίου υφάσματος, ώστε να αποτελεσθή κεφαλή όμοια προς την του Ίππου, τον παρίστανε έφιππον άνθρωπο φέροντα αυτά. Τήν δέ ευθυμία των κωμικώς δρώντων προσώπων επέτεινε ή πόσις οινοπνευματωδών ποτών, ρακίου ή οίνου. Οι μωμόεροι, άλλοτε ούτε εζήτουν φιλοδώρημα χρηματικόν, ούτε δέχονται το τοιούτον, επλήρουν όμως τα μανδήλια αυτών οπωρικών προσφερόμενον εις αυτούς ή σακιδίων όπερ προς το σκοπό τούτο έφερε με αυτού ο είς εξ αυτών, αλλά από τριακονταετίας και πλέον οι νεότεροι προέβαινον εις τας τοιαύτας παραστάσεις χάριν χρηματολογίας και τούτο πρός διασκεδάσεις μετά θυσίας εις τον Διόνυσον. Αι χρηματικαί δε προσφοραί εγίνοντο κυρίως εκ μέρους των τούρκων, οι οποίοι ευχαριστούντο να βλέπουν τις παραστάσεις αυτές. Πολλάκις τα Μωμοέρα̤ ελάμβανον και χαρακτηρισμόν ποιητικού αγώνος ου μόνον παρ’ ημίν αλλά και παρά τοις τούρκοις του Πόντου. Παρουσιάζετο εντός ευρείας αιθούσης ή επί αλωνίου ο Κιόρογλους μετά της ομάδος αυτού αντιμέτωπος ως αρχηγού άλλης ομάδος και εκεί συνάπτεται αγών ποιητικός κατά τον οποίο θεωρείται ηττημένος όποιος των δύο αρχηγών αποδειχθεί ότι παραπαίει στην απαγγελία και ωδή των στίχων του τραγουδιού. Όπερ εν μεταφράσει έχει ούτως: «Εγώ είμαι ένας Κιόρογλους ξακουστός, περιφέρομαι εις τα όρη εκ του πνέοντος δε ανέμου καταλαμβάνων τον δόλον δια της σιδηράς σφύρας θραύω την κεφαλή σου», και έπονται οι επόμενοι δύο στίχοι, αποτεινόμενοι από τον Κιόρογλου προς τον όπισθεν αυτού ισταμένον βοηθόν ή θετόν υιόν του, Ιπίσ̆ (γελωτοποιού): «Ω Ιπίσ̆ μου, ολαργύρειον μου τέκνον, κάτω από το λαιμό σου έσπασε το δόντι μου!». Σημειωτέον ότι οι αποτελούντες την ομάδα ήτις ήθελεν αποδειχθεί ηττηθείσα υποχρεούνταν όπως βαίνοντες με τα τέσσερα φέρωσι επί της ράχεως τους ανήκοντας εις την νικήσασαν ομάδα και διήρχοντο ούτω τάς οδούς και τάς αγυιάς και αν εισέτι ο χειμών ήτο βαρύς και το ψύχος βαρύ. Τα δε συνήθη κατά το διαγώνισμα τούτα μουσικά όργανα είναι: η λύρα, ο αυλός το τύμπανον και ιδίως ο κεμανές (είδος μανδόλας). Ιδού δε εν περιλήψει η ιστορική υποθέσις της κωμικής παραστάσεως τον μωμο(γ)έρων κατά παράδοση ληφθείσα. Σε όλη την υπόθεση πρωτεύον πρόσωπο παρουσιάζεται ο Ουζείν Αλής όστις συναντήσας ποτέ εν τω δάσει την εκλεκτή της καρδιάς του, την θυγατέρα ενός των υπό αυτόν τουρκομάνων ηγεμονίσκων, απάγει αυτήν. Διασκορπίσας τηδε κακείσε τας συνόδους της παρθένου και ζητεί φιλονεικίαν εν τίνι κώμη παρά τω προύχοντι του τόπου. Εκεί, ενώ διετέλει εις σεμνάς και αθώας μετά της απαχθείς διάχυσεις και διασκεδάσεις, αίφνης ακούει κρουωμένην την θύραν. Τότε η μεν κόρη ζητούσα άσυλον καταφεύγει εις την εστία, ιεράν θεωρούμενη και επιχέει τέφραν επί την κεφαλήν και το πρόσωπόν της, ο δε λατρευτής της Αλής καίπερ οινοβαρύς πειράται να εκσπάση την μάχαιραν του και ετοιμάζεται εις μάχην. Παραβιάζων την θύρα εισέρχεται κωδωνοφόρος και με μελαμψό πρόσωπο ο πατήρ της απαχθείσης συνοδευόμενος από 3 ή 4 οπλοφόρους ρίπτει άγρια βλέμματα προς τα διάφορα της οικίας μέρη σκορπίζει διά του ξίφους τήδε κακείσε το πυρ της εστίας και φρυάτων και υβρίζων ζητεί τον απαγωγέα όν και ευρών πλήττει και ρίπτει καταγής. Ήδη όμως η άπελπις θυγάτηρ αναθαρρεί και εκδηλούσα το προς τον εραστήν αίσθημα της αφενός μεν εγκωμιάζει τον τίμιον και ανεπίληπτον χαρακτήρα αυτού, αφετέρου δε χαρακτηρίζουσα απερίσκεπτον το κίνημα του πατρός της, τονίζει ότι ολεθρίας θα έχει τούτο συνέπειας και αναλύεται εις δάκρυα. Συγκινηθείς ο πατήρ, μεταμελείται και προσκαλεί ιατρόν όστις παρουσιάζεται και μετά την κωμική εξέταση του τραυματίου ενθέτει εις το στόμα αυτού χόρτον μαγικόν, αντικαθιστών έπειτα τούτο δια τεμαχίου σακχάρεως ή τεμαχίου οπωρικού τον θεραπεύει. Τότε ο πατήρ ενώνει τας χείρας της θυγατρός του και του Αλή, ευλογεί τον αρραβώνα και γάμον αυτών, άρχεται δε αμέσως χορός όλων των επί της σκηνής παρισταμένων προσώπων και άδεται, χωρίς να έχει καμία σχέση με την κωμωδία το γνωστό: «Αρχή Κάλαντα κι αρχή του χρόνου».
Ο υπηρέτης του Αλή, Ιπίσ̆ χορεύων έξωθεν του χορού και όπισθεν των χορευτών δια τον κωμικών κινήσεων της ορχήσεως του και δια χαριτολογιών προκαλεί το γέλωτα και τη θυμηδία πάντων. Τέλος, απέρχονται όλοι, αφού λάβωσι και τα συνήθη δώρα ή χρηματικόν τι ποσόν ή περικνημίδας, ή περιπόδια ή οπωρικά, και αφού πίωσιν ικανά ποτήρια οίνου ή ρακής εύχονται εις τον οικοδεσπότη και την οικοδέσποινα "Καλήν συζυγίαν" και εις όλην την οικογένεια έτη πολλά. Μεταβαίνουν και εις άλλας οικίας και ιερό καθήκον θεωρούντες να επισκεφθώση και τας οικίας των πτωχών και των αγάδων και μπέηδων τα κονάκια, διότι μετά χαράς και ενδιαφέροντος παρακολουθούσι και ούτοι την παράσταση θεωρούντες αυτήν τουρκικής προελεύσεως. Συνηθίζεται το έθιμο τούτο εις πολλά μέρη του Πόντου και τας επαρχίας Θεοδοσιουπόλεως και Κολωνίας ως μεταφερθέν εξ’ αποίκων της Αργυρουπόλεως. Ζώα εμφανίζονται επί της σκηνής ο Ίππος ον ιππεύει ο Αλής και είς τράγος ων υποκρίνεται παίς και όστις ακολουθεί τον θιάσων φέρων υπό το λαιμόν ασκόν πλήρη κόκκινου ύδατος, διότι κατά τη δήθεν σφαγή αυτού πρέπει να φανεί ότι ρέει αίμα. Το είδος του χορού, όπερ χορεύουσι μέχρι τις θεραπείες του Αλή είναι το λεγόμενο Ομάλ΄, ήτοι χορός ομαλός κατόπιν το Τίκ ήτοι όρθιος χορός και τότε γίνεται πανδαιμόνιο εκ των ήχων των κωδώνων του Αλή και του Ιπίσ̆ και εκ των φωνών και των ιαχών του πλήθους, εκφράζοντας την ευαρέσκεια τους. Τα δε αποτελούντα τον θίασο πρόσωπα είναι τα εξής:

Ο καρνάβαλος εν Πόντω - Οι Μωμο(γ)έρ’ ή τα Μωμο(γ)έρια -  Γεωργίου Θ. Κανδηλάπτη (Κάνι) 1. Ο Αλής, ο οποίος είναι ο αρχηγός του ομίλου, αυτός ενδεδυμένος ποδήρη επενδύτη τον τουρκιστί λεγόμενονΤζουμπέν φέρη εις μεν την χείραν μακράν καπνοσύριγγα (τσιμπούκι) περί δε την οσφύν ξίφος και επί της κεφαλής πλατύ τουρκικόν κάλυμμα το λεγόμενων καβούκι ή γάβουχ και 2-3 κώδωνας. Παρίσταται δε ιππεύουν ίππον.
2. Δεύτερο πρόσωπο, η νύφη ενδεδυμένη τη συνήθη εν Χαλδία και αλλαχού του Πόντου μεταξωτή ενδυμασία άνευ του επενδυτού του γνωστού με το όνομα τσόχα, φέρει καλύπτραν πεποικιλμένη δια χρωματιστών κροταλίων και χανδρών και την κώμη πλεγμένη σε πλεξίδες και στολισμένη με αργυρά κροτάλια άπερ κοινώς καλούνται τελιζάρια ή σ̆εμσέδες.
3. Τρίτο πρόσωπο ο Άραψ (αράπης) είναι ο πατέρας της απαχθείσας. Ανήρ μελαψός φορών είδος φουστανέλας ως τους βυζαντινούς έφιππους αξιωματικούς και έχων περί την οσφύν πολεμική ζώνη, κοινώς "σιλαχλούχ" καλουμένη μετά ελαιοδοχείου επ' αυτής εξαρτώμενου έμπροσθεν και όπισθεν όπερ "γιαγιά" καλούμενον περιέχει έλαιον προς καθαρισμό και στίλβωση των όπλων και μετά μετρητίδος της πυρίτιδος, της αναγκαίας δια το πιστόλιον το καλούμενον "τάπαντζας". Έτερα όπλα πλην της τάπαντζας έχει ξιφίδια και ξίφος μέγα εκ του λαιμού κρεμάμενον, φορεί δε επενδύτη κοντό άνευ χειρίδων ως τα τσεπκένια των τουρκομάνων αγάδων, και εις τους πόδας υποδήματα υψηλά τα λεγόμενα τσαγγία.
4. Τέταρτο πρόσωπο, ο ιατρός, ο οποίος φορών συνήθη ανατολική ενδυμασία και επί της κεφαλής έχουν ελαφρό κάλυμμα ή καβούκι, φέρει περί την οσφύν πλατεία εκ δέρματος ζώνην μετά μελανοδοχείου ορειχάλκινου και διαφόρων φιαλιδίων άτινα είναι πλήρη ύδατος διαφόρου χρώματος και υποτίθεται ότι περιέχουν διάφορα φάρμακα. Εν δε τω κόλπω αυτού φέρει ούτος βιβλίο ιατρού το λεγόμενον ιατροσόφιον.
5. Πέμπτο πρόσωπο, ο Ιπίσ̆ (γελωτοποιός) ή διάβολος ο οποίος εις τα υπέρ τα Κοτύωρα χωρία γελόταν Αλεπόν, ο οποίος παρίσταται φορών ένδυμα τα μαύρα και στενά έχων δε επι της κεφαλής προσαρμοσμένα δύο κέρατα και όπισθεν ουρά εις το άκρον της οποίας κρέμεται κωδωνίσκος.
6. Έκτο πρόσωπο, ο Χεϊπετζής, ήτοι ο δισακκοφόρος, ή ταμίας του θιάσου. Αυτός φέρει τη συνήθη ενδυμασία και δέχεται τα προσφερόμενα δώρα.
7. Έβδομο πρόσωπο Γυνή έγκυος, η οποία θεωρείται τροφός της νύφης και την οποία δεικνύων ο Αλής προς την ερωμένη του λέγει εις αυτήν: «Κόρη-κόρη θέλω από εσέ νέον αντάξιον εμού και πολυπλόκαμον ως ο γεννηθησόμενος εκ ταύτης».
8. Όγδοο πρόσωπο ο Παίς, δεκατετραετής, όστις ενδεδυμένος δοράν αιγός ακολουθεί τον όμιλο ως τράγος φέρων εις το λαιμόν
ασκό πλήρη κόκκινου ύδατος.
9. Ένατο πρόσωπο, ο μουσικός ή λυριτσής όστις με καβούκι επί τής κεφαλής φέρει επί των ώμων του πολυποίκιλτον τη θήκη της λύρας ή του Κεμανέ εφ’ ης κατά την παράσταση ανάπτονται 3 κηριά.

Περαιτέρω ακολουθούσι δύο άλλοι οίτινες χρησιμεύουν ως υπηρέται φέρουσι φανούς και βοηθούσιν εις την τακτική αμφίεση των μελών του θιάσου. Ούτος επί αιώνας ίσως διήρχοντο εν ευθυμία οι εν Πόντω με τον ιδιόρρυθμον αυτόν καρνάβαλον από της παραμονής των Χριστουγέννων μέχρι της Καθαράς Δευτέρας (πρώτης ημέρας της Μεγάλης Σαρακοστής). Λαογραφικά Σύμμεικτα Πόντου. Ήθη, έθιμα, Γλωσσικά Ιδιώματα, Παροιμίες, Θρύλοι & Παραδόσεις.

Ο καρνάβαλος εν Πόντω - Οι Μωμο(γ)έρ’ ή τα Μωμο(γ)έρια - Γεωργίου Θ. Κανδηλάπτη (Κάνι) Ποντιακή Εστία τεύχος 36

Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com 

Pin It

Print

Add comment


Security code
Refresh

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ