Ιστορία της Ιεράς Μονής Παναγίας Γουμερά του Πόντου, Β' Μέρος
Παντελή Ηλ,. Μελανοφρύδη Β' Μέρος. ΙΔΡΥΣΙΣ. Παντελή Μελανοφρύδη.
Ο Παντελής Μελανοφρύδης εξιστορεί για την Γουμερά και επιμένει στις προφορικές παραδόσεις τις οποίες άκουσε ο ίδιος από μορφωμένους γέροντες του χωρίου Αδύσσης. Πίσω απ τον υπερκείμενο λόφο "Ο Τσηλέβας" ή Ηλέβγα, δηλαδή η Ανατολή (του Ήλ' το έβγα), στη νότια απότομη και βραχώδη πλευρά του βουνού "Τ' Αδιανού το ποδάρ'" που χωρίζει τις περιοχές της Άδυσσας και Τσίτης, σώζονται ερείπια Βυζαντινού Ναού με τη βόρεια πλευρά σχεδόν σκεπασμένη με τοιχογραφίες, ερημωθείσης Μονής από κατολίσθηση του εδάφους.
Κάθε χρόνο τελούσαν παράκληση στην εορτή της Ζωοδόχου πηγής. Η παράδοση λέει ότι οι μοναχοί της ερημωθείσης μονής κατά τον 4ο ή 5ο αιώνα πήγαν στην τοποθεσία απέναντι απ την Τσίτη που λεγόταν "Τ' Ηγουμερά" εκ του ονόματος του ιδιοκτήτου της Ηγουμερά και ίδρυσαν εκεί νέα Μονή. Σημειώνει ο κ Μελανοφρύδης ότι και μέχρι την εποχή του, η πάνω απ τη Μονή δασώδης περιοχή και έκταση λεγόταν απ τους Τσιτενούς αλλά και από τους καλογήρους "Ηγουμερά". Έτσι λοιπόν προέκυψε η ονομασία "Τ' Ηγουμερά το μοναστήρ'" ή απλώς "Γουμερά". Η νότια πλευρά του βουνού "Τ' Αδιανού το ποδάρ'" είναι απότομη και βραχώδης αλλά παράλληλα και καλλιεργήσιμη, αποτελούσε εκτεταμένο αμπελώνα. Κατά τον Ιωάννη Αβραμάντη η εκδοχή – ετυμολογία του ονόματος "Τ' Αδιανού το ποδάρ'" είναι ότι ίσως πρόκειται για το όνομα "Ανδριανού". Απέναντι απ τη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής – " Όλισμαν" υπήρχε άλλοτε συνοικισμός κοντά στο χωριό του οποίο το όνομα "Δώματα" είχε διατηρηθεί. Μέχρι εποχής του κ Μελανοφρύδη διασώζονταν και τα ερείπια του οικισμού. Τα τελευταία χρόνια όλη αυτή η έκταση είχε καλύφθηκε από κήπους λαχανικών και πατάτας. Υπάρχει διήγησης των καλόγηρων της Μονής Γουμερά λέγουσα ότι, στα τέλη του ΙΖ΄ αιώνος ή αρχές του ΙΗ΄ η μονή υπέστη ληστρική επίθεση και επιδρομή, οπότε οι μοναχοί ζήτησαν καταφύγιο στο απρόσιτο οχυρό του μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτη - "Τη Περιστερά το μοναστήρ'" όπου πρόθυμα τους περιέθαλψαν. Είναι άγνωστο, πόσα χρόνια φιλοξενήθηκαν εκεί οι μοναχοί της Γουμεράς. Όταν ηρέμησαν τα πράγματα, αποφάσισαν να επιστρέψουν στη Μονή της υπακοής τους, οπότε η μονή του Περιστερεώτη τους εφοδίασε με ρούχα, άμφια, και εκκλησιαστικά βιβλία, ιδίως μουσικά όπου πάνω υπήρχε επιγραφή : "Κτήμα της Μονής του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα". Στο υπόγειο του Ναϊσκου που ετιμάτο στη μνήμη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, υπήρχε το οστεοφυλάκιο ενώ έξω από το άγιο Βήμα ήταν τοποθετημένο κομψό κενοτάφιο πελεκημένο σε πέτρα, του Μητροπολίτου Σιλβέστρου του Β΄. Στη Μονή θησαυριζόταν το σπουδαιότερο κειμήλιο, ένα χειρόγραφο Ευαγγέλιο σε μεμβράνη του ΙΕ΄ αιώνος, το οποίο χάθηκε την περίοδο του πολέμου. Η Μονή είχε συληθεί από αρχαιοκάπηλους λίγο πριν. Η τύχη των καλλιτεχνικών εικόνων, της βιβλιοθήκης, όλης της σειράς των λόγων του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (εκδόσεις ΜΙΛΝ) και των λοιπών κειμηλίων, αγνοείται. Δείτε το βίντεο για τους Πανηγυρισμούς εις την Παναγίαν Γουμερά Πόντου & Δείτε το βίντεο για την Ιερά Μονή Παναγίας Γουμερά Πόντου, Α΄ Μέρος & Δείτε το βίντεο για την Ιερά Μονή Παναγίας Γουμερά Πόντου, B΄ Μέρος & Δείτε το βίντεο για την Ιερά Μονή Παναγίας Γουμεράς Πόντου, Γ' Μέρος. Κατά τον Ιωάννη Αβραμάντη το τοπωνυμικό Γουμερά δεν είναι γένους θυλυκού (η Γουμερά - της Γουμεράς), αλλά αρσενικού, γενικής πτώσεως. Επίσης, εξηγεί ότι για την ονομασία της Τσίτης και ως Κλητής, υπάρχει μια απλή παρεξήγηση. Ο Γεώργιος Κάνις την είχε ξετρυπώσει από μία ιδιόχειρη ακολουθία της Μονής Παναγίας Γουμερά, που συγγραφέας της ήτο ο Μητροπολίτης Χαλδίας Διονύσιος Κουζάνος (1756-1783). Ο Διονύσιος έγραφε μέσα στην ακολουθία για την Κλητή η οποία ήταν η πατρίδα των προγόνων του (Κλητής της περιοχής Όφεως), από την οποία μετακινήθηκαν ούτοι και εγκαταστάθηκαν στην Τσίτη. Η ίδια περίπτωση συνέβει και με τους κατοίκους του χωριού Φιτιανάντων (Οφιτιανάντων) το οποίο πολύ κακώς μετατράπηκε σε Φυτίανα ενώ το σωστό τουλάχιστον θα ήταν το Φιτίανα. Είναι γνωστό ότι τα χωριά Κλητή και Λαζού είχαν ερημωθεί μετά τον εξισλαμισμό της περιοχής Όφεως. Ο Παντελής Μελανοφρύδης δεν παραδέχεται την παράδοση ότι η Τσίτη εποικίστηκε από την Τσίτα των Σουρμένων με μόνο επιχείρημα το έτυμο του τοπωνυμίου Τσίτης που σημαίνει φλούδα κλαδιού λεπτοκαρυάς. Κατά τον Ιωάννη Αβραμάντη, αυτό δεν αποτελούσε κώλυμα ώστε να δοθεί το όνομα της γενέτειρας στη νέα πατρίδα. Κατά τον Γεώργιο Κάνιν, από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους 1204 μέχρι του 1924 πέντε μετακινήσεις απ τα παράλια προς τα μεσόγεια έλαβαν χώρα από τις οποίες η μεγαλύτερη είναι του 1665, όταν στην Τραπεζούντα οι τούρκοι κατέλαβαν τον ναό του Αγίου Φιλίππου και το 1685, όταν τούρκεψε η περιφέρεια του Όφη και ο επίσκοπος της Αλέξανδρος εξώμοσε και μετατρέποντας το όνομα του σε Σκεντέρ, διορίστηκε διοικητής Τραπεζούντος. Εκείνη την εποχή πολλά χωριά της Χαλδίας εποικίστηκαν από κατοίκους-φυγάδες των παραλίων χωριών. Αναφέρω μερικά ονόματα επιφανών οικογενειών.
Χωρίον Φιτιανάντων:
Σαραχίτες ή Σαρασίτες
Σκριβαίοι
Βαρτιγιαννάντ
Χατζηακεψιμά
Χωρίον Τσίτης:
Κουζάνοι
Καρουλάντ
Σατάντ
Σαλονικάντ
Στην Αργυρούπολη :
Κουθουράντ
Γρηγοράντ
Χωρίον Ίμερα:
Χαλδογιαννάντ
Χωρίον Καραμουσταφά:
Καλλιμάχοι
Κιμισκήδες
Στο Κοάσιον:
Μουρουζήδες
Σούτοι
Καλλιάνης (Γαλλίανα) κλπ
Οι κάτοικοι του χωρίου Φιτιανάντων ήταν διαβόητοι φιλομαθείς , από τους οποίους, Αρχιερείς και Πατριάρχαι Αντιοχείας γίνονταν και διέπρεπαν στα γράμματα, στην παιδεία και στην αρετή, συντελούντες πολλά στην στήριξη των Χριστιανών του Πόντου. Από των Φιτιανάντων κατάγονταν:
• Ο Ιγνάτιος Χαλδίας, διαπρεπής Αρχιερεύς 1717, ο οποίος διετέλεσε και Διευθυντής της Ακαδημίας του Βουκουρεστίου και είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ίδρυση σχολείων. Απ αυτόν ανεγέρθη εκ βάθρων ο Μητροπολιτικός Ναός Κανίου και καταρτίστηκε Κώδιξ. Στα εγκαίνια του ναού τον Σεπτέμβριο του 1727, συλλειτούργησαν μαζί του ο άγιος Σελευκείας Γρηγόριος (ο πάλαι ποτέ Χαλδίας), ο Τραπεζούντος Ανανίας και ο Θεοδοσιουπόλεως Αζαρίας εκ Χαλδίας.
• Ο Λάζαρος Σκρίβας σπούδασε μαζί με τον αδερφό του (Ιγνάτιο Χαλδίας) στην ακαδημία (Φροντιστήριο Τραπεζούντας) η οποία διοικείτο απ τον περιώνυμο Σεβαστό Κυμινήτη τον Τραπεζούντιο όπου και δίδαξε για τα έτη 1710-1721. Ασπάστηκε το μοναχικό σχήμα και προχειρίστηκε απ τον αδελφό του γραμματεύς και οικονομικός επόπτης της Μητροπόλεως Χαλδίας, συντελέσας τα μέγιστα στη μόρφωση του πληθυσμού της περιφέρειας. Κοιμήθηκε κατά τα μέσα του ΙΗ΄ αιώνα και υπήρξε αναμφισβήτητα διακεκριμένος λόγιος του ΙΗ΄ αιώνος στον Πόντο. Για τον Σεβαστό Κυμινήτη διαβάστε: Κυμινήτης Σεβαστός
• Καλλίνικος ο Φιτιάνος, που μαθήτευσε στην Πάτμο όπου και έλαβε το ιερατικό σχήμα. Αρχικώς ασκήτευσε στο Αγιον Όρος και αργότερα στην Παναγία ΣουΜελά στην οποία άφησε πολλά βιβλία και χειρόγραφά του.
• Θεόφιλος Παπαϊωάννου, οικονόμος και Πρωτοσύγγελος του Χαλδίας Διονυσίου
• Ιωάννης Οικονόμος, ανεψιός του Λαζάρου Σκλίβα, ο οποίος συνέγραψε το 1765 τον βίο του ήρωα στρατηγού Θεοδώρου του Γαβρά.
• Λάζαρος Περιστερεώτης, λόγιος της Μονής του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτη.
• Βασίλειος Ακεψιμάς, ο οποίος εκπαιδεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη και στη Βλαχία και δίδαξε στο Φροντιστήριο Αργυρουπόλεως 1845
Από την Τσίτη προέρχονταν αρκετοί αρχιμεταλλουργοί μεταξύ των οποίων γνωστότεροι ήσαν, ο περίφημος Δημ. Σίρπυλας και οι Γεώργιος και Θωμάς Τσιπόγλου , οι οποίοι έδρασαν στα μεταλλεία Καπάν της Μεσοποταμίας, οι οποίοι ενίσχυσαν οικονομικώς την Ιερά Μονή Παναγίας Γουμερά , την πλούτισαν και χρηματοδότησαν την ανέγερση κτισμάτων έως και του Καθολικού της μονής (του κεντρικού ιερού ναού του μοναστηριού). Από την Τσίτη προερχόταν ο αξιομνημόνευτος κοτζάμπασης Συμεών Λαζαρίδης ο οποίος δίκαζε τις διαφορές μεταξύ Ελλήνων αλλά και Τούρκων. Φημιζόταν η Τσίτη ως πατρίδα Αρχιερέων – Μητροπολιτών και λογίων, αλλά και πολλών αγιογράφων και ξυλογλυπτών.
Από την Τσίτη ήταν:
• Ο Ανανίας Κουζάνος ο επικαλούμενος νομοφύλαξ, ο οποίος δίδαξε στη Μολδαβία περί τα τέλη του ΙΗ΄ αιώνα
• Ο Διονύσιος Κουζάνος ο οποίος προχειρίστηκε Αρχιερέας της Χαλδίας και εξέδωσε την ακολουθία των πατέρων Βαρνάβα και Σωφρονίου.
• Ο Ανανίας Γουμεριώτης, ο οποίος δίδαξε μαζί με τον λόγιο Κοσμά (εκ Φιτιανάντων) στο Φροντιστήριο Αργυρουπόλεως 1754-1758
• Ο Θεοφάνης Ζωγραφάντης, ο οποίος θήτευσε στην Μονή Γουμεράς και δίδαξε στο Φροντιστήριο Αργυρουπόλεως 1776-1780 και αργότερα στην Τραπεζούντα, ενώ προχειρίστηκε Αρχιερέας Χαλδίας το 1783.
Επίσης, οι Μητροπολίτες επαρχίας Χαλδίας : Διονύσιος, Σωφρόνιος, και τέλος ο Σίλβεστρος ο Β΄ του οποίου ο τάφος ήταν στην Παναγία Γουμερά όπου εφησύχαζε μετά τα τραγικά γεγονότα του Ρωσσοτουρκικού πολέμου 1828-1829.
Από την Τσίτη ήταν επίσης:
• Ο Νεοκαισαρείας Διονύσιος,
• Ο Αμίδης του Πατριαρχείου Αντιοχείας –Αγαθάγγελος,
• Αλλά και οι λόγιοι του Φροντιστηρίου Αργυρουπόλεως : Ιορδάνης Ζωγραφάντης, Νεόφυτος Ιερομόναχος, Ναθαναήλ Ζυγάς, Βασίλειος Ναθαναήλ και πλείστοι άλλοι.
Απο την Άδυσσα κατάγονταν οι:
• Παντελής Μελανοφρύδης, αείμνηστος λαογράφος
• Ιερεμίας Γεωργιάδης, μοναχός στη Γουμερά και Αρχιεπίσκοπος Νικοπόλεως 1864-1868
• Θεόφιλος Γραμματικόπουλος, Μητροπολίτης Χαλδίας
Η Χαβίανα ήταν μεγάλο κεφαλοχώρι. Γενέτειρα του Σωκράτους Κλαδά - Πουταχίδη, συγγραφέως του βιβλίου "Η Εν Χαλδία Του Πόντου Ιερά Μονή Παναγία Γουμερά "
Οι κάτοικοι της Χαβίανας διακρίνονταν για τη φιλομουσία τους αλλά και για το σκωπτικό τους πνεύμα.
Ο διάσημος γερμανός ζωγράφος και χαρτογράφος Ερ. Κίπερτ 1818-1899 περιηγητής της Μικράς Ασίας και συντάκτης πολλών βασικών χαρτών Ελλάδος και Ανατολής, αναφέρει σε μία μελέτη του για το περιοδικό Zeitschrift der gesellschaft fuv Erdkunde zu Berlin (1890), για τη διάδοση της Ελληνικής γλώσσας στην περιοχή του Πόντου, ότι η Χαβίανα είχε 100 Ελληνικές οικογένειες και έναν από τους μεγαλύτερους Ελληνικούς οικισμούς.
Επιφανείς Χαβιανίτες:
• Σίλβεστρος ο Α΄, ο και πρώτος Αρχιεπίσκοπος Χαλδίας, ο οποίος διακρίθηκε για την παιδεία αλλά και τη δραστηριότητα του. Όταν κοιμήθηκε, τον διαδέχτηκε ο Ευθύμιος εκ Φιτιάνων. Η Χαβίανα κατά παράδοση ανεδείκνυε περίφημους ιεροψάλτες, έτυχε μάλιστα να είναι από τα πρώτα χωριά της Χαλδίας όπου με φιρμάνι ανεγέρθηκαν εκκλησιές κατά την εποχή των αρχιμεταλλουργών. Μάλιστα στην ενορία Βαρτάντων σωζόταν Βυζαντινός ναός των Αγίων Θεοδώρων με Ψηφιδωτά τα οποία διατηρούνταν άριστα.
• Περίφημος Ιεροψάλτης υπήρξε αλλά και τελευταίος ο οποίος έζησε μέχρι τις αρχές του παρόντος αιώνος, ο Ιωσήφ Καραμανίδης, τον οποίον καλούσαν να ψάλει σε πανηγυρικούς εορτασμούς στις μητροπόλεις Αργυρουπόλεως – Τραπεζούντος, αλλά και αυτής της Μεγάλης Του Χριστού Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη.
Βαρενού. Από τα μέσα του ΙΘ΄ αιώνα, το χωριό Βαρενού γίνεται η γενέτειρα πολλών αρχιερέων της Χαλδίας. Από την Βαρενού κατάγονται οι :
• Γερβάσιος Σουμελίδης, ο οποίος επι μακρόν ποίμανε την επαρχία 1863-1904
• Λαυρέντιος Παπαδόπουλος, 1904-1922 ο μετέπειτα Δράμας
• Γερβάσιος Σαρασίτης, αρχικώς Ροδοπόλεως 1903-1906, μετέπειτα Κορυτσάς και Αλεξανδρουπόλεως. Εκοιμήθη τον Μάϊο του 1934.
• Επίσης Γερβάσιος Σουμελίδης, αρχικώς Κολωνίας και μετέπειτα Νικαίας και Γρεβενών. Εκοιμήθη το 1943.
Κορόνιξα. Ήταν σπουδαίο μεταλλευτικό κέντρο του Μεσοχαλδίου, εστία πλήθους Ελλήνων μεταλλουργών και μητρόπολις μεταλλευτικών αποικιών σε άλλους νομούς, έως τον Ταύρο, το Ικόνιο και αλλού.
Για τους Αρχιμεταλλουργούς αλλά και για την έξοδο τους απ τον Ποντιακό χώρο θα αναφερθώ με ιδιαίτερο αφιέρωμα βίντεο στο youtube.
Η Ιερά Μονή της Παναγίας Γουμερά ασκούσε πνευματική καθοδήγηση και ποιμαντορία στα παραπάνω χωριά, ενώ η οικονομική κατάσταση των κατοίκων των χωρίων αυτών επηρέαζε και την πορεία της Μονής.
Κατά τον Ιωάννη Αβραμάντη, πολύ κακή υπηρεσία προσφέρουν στη Λαογραφία του Πόντου, όσοι αλλοιώνουν την προφορά λέξεων και κυρίως τοπωνυμιών και ονομάτων για να τα παρουσιάσουν ....Ελληνικότερα !!!. Συνεχίζει λέγοντας : Ένα χωριό στην Εσωχαλδία λεγόταν Ριάκ. Εξελληνίστηκε σε Ρυάκιον. Η λέξη ρυάκιον όμως στην Ποντιακή διάλεκτο είναι παντελώς άγνωστη. Αντίθετα το ποταμάκι λεγόταν ορμί'ν (το). Το όνομα Κελώρια της Μονής της Χερίανας, που είχε μετατραπεί σε Κεντρική Σχολή απ τον Κυρό Χατζηιερεμία , Επίσκοπο Μυρέων Κολωνίας με ίδια έξοδα, δεν είναι καθόλου απίθανο να προέρχεται από αξιωματούχο μισθοφόρο του Βυζαντινού στρατού. Η έρευνα έγινε σε 29 Ιστορικές Εγκυκλοπαίδειες – Γαλλικές Αγγλικές κτλ.
Εάν η απόδοση των Ποντιακών στην καθομιλουμένη είναι κατακριτέα, πολύ περισσότερο κατακριτέα αλλά συνάμα και ασυγχώρητη είναι η απόδοση των τουρκικών στην Ελληνική. Λόγου χάρη, το άλλοτε αμιγές τουρκικό χωριό του Νομού Κοζάνης, Καραγάτς βαπτίστηκε σε Μαυροδέντρι. Αυτό αποτελεί αποτυχημένη μετάφραση, μιας και οι τούρκοι όταν λέγουν Καρά Αγάτς εννοούν την Φτελιά. Έτσι ο Έλληνας Πόντιος πρόφυγας "Ταγτιλέν" που στην Ελληνική σημαίνει τον Μεταλλωρύχο, έγινε Βουνοτρυπίδης !!!. Ο Ιωάννης Αβραμάντης αναρωτιέται : άραγε ποια ανάγκη επέβαλε στις επιτροπές, που επροεδρεύοντο από Μητροπολίτες μάλιστα πρόσφυγες, να εφαρμόσουν αυτή την αδιανόητη κατά γράμμα και λέξη μεταγλώττιση των τουρκικών ονομάτων ; Άραγε υπήρχε έλλειψη κατάλληλων Ελληνικών ονομάτων ;
".....θα είναι μεγάλη η ευθύνη υμών, όσοι επεζήσαμε τόσες ευτυχείς ημέρες και έπειτα τόσες δυστυχείς, απέναντι των προγόνων μας και των επερχομένων γενεών, εάν αφήσωμεν να καλυφθούν υπό της λήθης τα ζωντανά μνημεία, ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ και ΘΡΥΛΟΥΣ, μαρτύρια αψευδή ενδόξου εθνικού βίου και κοινωνικής προόδου, άξια θαυμασμού..." (Περικοπή από ομιλία του ιατρού Θ.Κ. Θεοφυλάκτου επι τη εγκαταστάσει των Προσφύγων στην Ελλάδα).
Πηγές - Βοηθήματα :
• Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντιακής Διαλέκτου
† Ανθίμου Α. Παπαδόπουλου – Επιτροπής Ποντιακών Μελετών – Αρχείον Πόντου.
• Επίτιμον λεξικόν της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας – Π.Χ. Δορμπαράκη – εκδόσεις ΕΣΤΙΑ 1971
• Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού
• Η Εν Xαλδία Tου Πόντου Iερά Mονή Παναγία Γουμερά - Σωκράτους Η. Κλαδά - Πουταχίδη - Αθήναι 1972
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com