Η πραγματική ιστορία των ανταρτών της Σαντάς του Πόντου 1921-1922
Ύστερα από τον εκτοπισμό των κατοίκων της Σαντάς και την λεηλασία των σπιτιών, πρόβαλε το οξύτατο ζήτημα της εξασφάλισης των μέσων διατροφής για τους αντάρτες. Μια λύση, έστω και προσωρινή, του προβλήματος αυτού δεν υπήρχε τουλάχιστον κατά τον Σεπτέμβριο του 1921 χρόνο κατά τον οποίο ο τουρκικός στρατός βρισκόταν ακόμα στην Σαντά. Η πραγματική ιστορία των ανταρτών της Σαντάς του Πόντου 1921-1922.
Στο διάστημα αυτό με πολύ δυσκολία και κόπο γινόταν η προμήθεια τροφίμων, συνήθως απλού ψωμιού από τα ελληνικά χωριά, Γαλλίανα, Καφούρα, Τσουπάνοϊ κ.λ. Αυτό επέβαλε την κατάτμηση της δύναμής τους σε ομάδες αλλά και τις συνεχείς και κοπιώδεις μετακινήσεις τους. Κάποτε, μια απ’ τις ομάδες αυτές, πιεζόμενη υπερβολικά απ’ την ανάγκη, μπήκε μέρα μεσημέρι στο τουρκικό χωριό Ισχάν, ενέργεια που θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες συνέπειες. Ωστόσο όλα πήγαν καλά. Οι αντάρτες αποφασισμένοι να μη δυσχεράνουν τη θέση τους, αλλά και τη θέση των εξορίστων Σανταίων γυναικόπαιδων που δεν είχαν σταλεί ακόμα πέραν της Αργυρούπολης, απέφυγαν κάθε βιαιοπραγία και περιορίστηκαν μόνο στο να ζητήσουν ψωμί. Οι τούρκοι χωρικοί, τρομοκρατημένοι αμέσως προθυμοποιήθηκαν να δώσουν με το παραπάνω ό,τι τους βρισκόταν, ψωμί, πατάτες, μυζήθρα κ.λ. Τι σημασία είχε όμως αυτή η μικρή βοήθεια ; Τα στόματα ήταν πολλά και οι πηγές εφοδιασμού μηδαμινές έως ανύπαρκτες. Δεν μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα αν αυτή ή και άλλες παρόμοιες εμφανίσεις των ανταρτών συνετέλεσαν στην απόφαση των τουρκικών αρχών να προβούν σε ένα δεύτερο στάδιο κυρώσεων εις βάρος των γυναικόπαιδων που βρίσκονταν στην Αργυρούπολη και στα χωριά της Κρώμνης και είχαν οπωσδήποτε βολευτεί, χάρις στην θαυμαστή αλληλεγγύη που επεδείχθη απέναντι τους από παντού. Πάντως, έχει διατυπωθεί και η υπόθεση αυτή, όταν μια ωραία πρωία εντελώς απρόοπτα, τα εξόριστα γυναικόπαιδα έπαιρναν και πάλι τον δρόμο προς το εσωτερικό, προς την ενδοχώρα, με αυστηρή φρούρηση για να καταλήξουν στο Χούνους η πρώτη αποστολή και στο Ερζερούμ η δεύτερη αποστολή. Στα χωριά της Σαντάς ξαναπάτησαν το πόδι τους οι αντάρτες για πρώτη φορά μετά την αποχώρηση του τουρκικού στρατού ο οποίος δεν είχε καμία διάθεση να ξεχειμωνιάσει σε έναν τόπο που θα ήταν ολοκληρωτικά απομονωμένος από τον υπόλοιπο κόσμο, ήτοι από την πρώτη ημέρα που θα έπεφταν τα χιόνια. Αλλά και πάλι δεν επιτεύχθηκε η ενοποίηση όλων των ανταρτών σε μία συμπαγή δύναμη διότι το πρόβλημα της διατροφής τους εξακολουθούσε να παραμένει άλυτο και ευκολότερα μπορούσε να αντιμετωπιστεί από ολιγομελείς ομάδες, παρά από ένα πολυάριθμο σύνολο. Σε αυτό συνετέλεσε και η έλλειψη του αντίπαλου δέους. Επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού δεν προβλέπονταν καθώς ήδη από τα τέλη Οκτωβρίου οι ορεινοί δρόμοι επικοινωνίας της Σαντάς με τον υπόλοιπο κόσμο είχαν αποκλειστεί, η δε οδός κατά μήκος του ποταμού Γιάμπολου, η μόνη ελεύθερη (κάπως) κατά την περίοδο του χειμώνα, δεν παρείχε πλέον καμία ασφάλεια στον στρατό.
Δυστυχώς η κατάτμηση της αριθμητικής δύναμης των ανταρτών είχε μοιραίες συνέπειες. Χωρία καμία επαφή μεταξύ τους, οι ομάδες εκινούντο κατά το δοκούν χωρίς καν να γνωστοποιούν τις κινήσεις τους η μία στην άλλη. Πράγματι και χωρίς τις συστηματικές συγκρούσεις με τον τουρκικό στρατό, η φθορά των ανταρτικών σωμάτων της Σαντάς ήταν συνεχής καθώς αντιμετώπιζαν πολύ συχνά απ’ τη μία τα κινητά αποσπάσματα της χωροφυλακής κι απ την άλλη τις φρουρές των διάφορων χωριών, τα οποία προσέγγιζαν για να ζητήσουν τρόφιμα. Υπάρχουν περιπτώσεις είσδυσης αποσπασμάτων στα χωριά της Σαντάς κατά την διάρκεια της καρδιάς του χειμώνα, ενώ ο δρόμος για τον οποίο μιλήσαμε παραπάνω φυλασσόταν αδιάκοπα απ΄τους αντάρτες μας. Ελάχιστοι άντρες τοποθετημένοι σε κατάλληλα σημεία θα ήταν σε θέση να εμποδίσουν την διέλευση των συγκροτημένων στρατιωτικών μονάδων. Ο τόπος παρείχε απεριόριστες δυνατότητες τις οποίες οι αντάρτες δεν εκμεταλλεύτηκαν. Έτσι, ένα πρωί του Δεκεμβρίου η ομάδα είχε στήσει το λημέρι της σε ένα σπίτι της ενορίας των Τερζάντων όπου υπέστη αιφνιδιαστική επίθεση και σχεδόν εξοντώθηκε. Σκοτώθηκαν έξι αντάρτες, οι : Φίλιππος και Ιωάννης Εφραιμίδης, Ανέστης Σπαθάρος, Γεώργιος Γαράπινας, Νικόλαος και Φωκίων Ποροζάν. Κανείς δεν φανταζόταν ότι ήταν ποτέ δυνατό να συμβεί τέτοιο τόλμημα εκ μέρους του στρατού. Κι όμως έγινε. Το αιματηρό αυτό μάθημα απέβη δίδαγμα αλλά δυστυχώς κατόπιν εορτής. Με αυτές τις συνθήκες κακά και ψυχρά περνούσε ο χειμώνας και μέρα με την ημέρα πλησίαζε η εποχή της αποφασιστικής εξηγήσεως των ανταρτών με τον στρατό που ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει εκ νέου εναντίον της Σαντάς. Και τότε, εντελώς απρόβλεπτα οι αντάρτες βρέθηκαν μπροστά σε δίλλημα. Κατά τα τέλη Φεβρουαρίου του 1922 ήρθαν σε επαφή με αυτούς, οι απεσταλμένοι του Μητροπολίτου Ροδοπόλεως Κυρίλλου κομίζοντας επιστολή του με ημερομηνία 15 Φεβρουαρίου 1922 με το ακόλουθο κείμενο, κατά ακριβή αντιγραφή:
Προς τους εν Σάντα και την περιφερεία αυτής ευρισκόμενους Σανταίους, φυγοστράτους τε και φυγοδίκους.
Φέρομεν εις γνώσιν σας ότι η Σεβαστή ημών Κυβέρνησις εξέδωκε νόμον υπ’ αριθ. 183 και ημερομηνία 21 Ιανουαρίου τρέχοντος έτους δια του οποίου δηλούται ότι οι μετερχόμενοι την ληστείαν, προσερχόμενοι δε και παραδιδόμενοι οικειοθελώς εις τα κατά τόπους πολιτικάς αρχάς, δεν φυλακίζονται, αλλά απλώς υπάγονται εις στρατιωτικήν θητείαν. Επειδή δε, προς κατάπαυσιν των ληστρικών συμμοριών απεφάσισεν η κυβέρνησις αυστηρώς να καταδιώξει τας εκασταχού τοιαύτας συμμορίας δια τακτικού στρατού και επειδή αυτό τούτο το αληθές συμφέρον σας απαιτεί να παύση ο μέχρι σήμερον ληστρικός και εναντίον του νόμου βίος σας, δια ταύτα, πατρικώς σας συμβουλεύομεν να κατέλθετε αμέσως και χωρίς άλλο εις Τζεβιζλίκι και να παραδοθείτε εις τα εκεί πολιτικάς αρχάς , όντες βέβαιοι ότι αύται θα σας δώσωσι την αμνηστείαν σας και ασφαλώς και ακινδύνως θα σας αποστείλωσιν εκεί όπου ευρίσκονται και οι υπόλοιποι συμπατριώται σας. Την απόφασιν αυτή διεκοίνωσεν εις ημάς ο Φυρκά κομαντανή της Τραπεζούντος, όστις μας εδήλωσε συγχρόνως ότι απηνώς θα καταδιώξει πάντας ανεξαιρέτως και την τελευταίαν καταστροφήν σας θα επιφέρει εν περιπτώσει, καθ’ ήν δεν ηθέλετε προσέλθει εγκαίρως. Επιθυμούμε να επωφεληθείτε από την ευκαιρίαν αυτήν και να σώσητε την κινδυνεύουσαν ζωήν σας, θεωρούντες δε καλόν να στείλετε προς ημάς εις Λιβεράν δύο ή τρία άτομα ίνα λάβετε περισσοτέρας λεπρομέρειας του νόμου και διαβεβαιώσεις περί των αγαθών διαθέσεων της κυβερνήσεως και ευχόμενοι τω Παναγάθω Θεώ, να διαφωτίσει τον τε νούν και την καρδιας σας, διατελούμεν. Εν Τραπεζούντι, τη 15η Φεβρουαρίου 1922, Διάπυρος προς Θεόν ευχέτης † ο Ροδοπόλεως Κύριλλος
Στην παραπάνω επιστολή στάλθηκε αρνητική απάντηση εκ μέρους των ανταρτών. Η απάντηση ήταν γεμάτη παράπονο για την κακομεταχείριση των γυναικόπαιδων και η ουσία της συνοψιζόταν στην άποψη ότι δεν μπορούσε να γίνει λόγος για προσέλκυση ανταρτών αν δεν επαναφέρονταν τα γυναικόπαιδα στην πατρίδα τους. Οι αρχές δεν θεώρησαν την απάντηση ως οριστική και ζητήθηκε νέα επικοινωνία με τους αντάρτες με την μεσολάβηση πάντοτε του Μητροπολίτου Ροδοπόλεως. Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς : Γιατί λέμε ότι ζήτησαν οι αρχές επαφή με τους αντάρτες, πράγμα που δύσκολα θα μπορούσε να το κάνει μια κυβέρνηση σεβόμενη τον εαυτό της, ενώ το φυσικότερο θα ήταν να οφειλόταν όλη αυτή η μεσολαβητική προσπάθεια σε πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Ροδοπόλεως ; Η απορία είναι δικαιολογημένη. Πάντως ο γράφων ( Ευριπίδης Χειμωνίδης) διατυπώνει την προσωπική του γνώμη. Αυτή την άποψη του, την στηρίζει σε συμπεράσματα από επανειλημμένες συνομιλίες με τον οπλαρχηγό Ευκλείδη Κουρτίδη, από τον οποίο έχει πάρει το ακριβές αντίγραφο της πρώτης επιστολής του Μητροπολίτη καθώς και της δεύτερης.
Πηγή: Χειμωνίδης Ευριπίδης / Ποντιακή Εστία - Τεύχος 46ον
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com