Μεγάλη Σαρακοστή και Πάσχα. Λαογραφικά στοιχεία εκ Τραπεζούντος Πόντου

Οικογένεια Βελησσαρίδη, Τραπεζούντα 1900Καθαροδευτέρα.
Η πρώτη ημέρα της μεγάλης νηστείας στον τόπο μας, ήταν πράγματι ημέρα καθαριότητας. Πρώτα-πρώτα όλα τα μαγειρικά σκεύη έπρεπε να καθαριστούν. "Θα εβράσκουσαν τα σ̆κεύα̤ ‘ς έναν τρανόν χαλκόν απέσ’ με σαχταροζούμ’ (κατενήν) και οι κοδέσπενες θ’ απομανικούσαν και θα έτριφταν να εβγάλ’νε όλα̤ τα λίγδας". Μεγάλη Σαρακοστή και Πάσχα. Λαογραφικά Τραπεζούντος Πόντου.

Αυτό γινόταν και για σκεύη που δεν χρησιμοποιούνταν ποτέ. Πρέπ’ έλεγεν η σχωρεμένη η θεία μου, "να στράφτ’νε τα τέσσερα μερόδες και με τη νηστεία και με τα μετάνα̤ς να καθαρίζομε την ψύν’ εμουν και τ’ απέσ’ εμουν". Την Καθαρή Δευτέρα άρχιζε το Θοδώρισμαν. Επι τρείς ημέρες οι περισσότερες γριές και πολλές νέες δεν έτρωγαν ούτε έπινα νερό. Νηστεία,Μεγάλη,Σαρακοστή,Κουκαράς,Λαογραφία,Ελλήνων,Πόντου,κουρτάς,μαντσιρί͜εις,Καθαρά,Δευτέρα,Λαμψίδης,Πίστη,Ελεημοσύνη,Πανοπλία,Σταυρού,Προσευχή,Κρίσεως,παρουσία,πρωτοπλάστων,Αδάμ,Εύα,κουκαράς Η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής ήταν αυστηρότατη. Νήστευαν και οι λεχώνες και οι άρρωστοι και τα παιδιά. Κι όταν κανενός η μύτη μάτωνε, ή τα χείλη ή το δόντι, δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να καταπιεί το αίμα, γιατί όπως πίστευαν: “χαλάν’ η νεστεία” (χαλάει η νηστεία = καταλύεται). Οι γριές τρομαγμένες λες κι επρόκειτο να γίνει κανένα κακό, φώναζαν: “Μη κουρτάς, α’ μαντσιρί͜εις” = μη καταπιείς, θα χαλάσεις τη νηστεία. Μάλιστα, για να φοβερίσουν τα παιδιά να νηστέψουν, κατασκεύαζαν και χρησιμοποιούσαν ένα σκιάχτρο που το έλεγαν Κουκαρά. Το σκιάχτρο αυτό ήταν ένα μεγάλο κρεμμύδι μαυρισμένο με κάπνα πάνω στο οποίο σχεδίαζαν με κιμωλία μάτια και στόμα. Γύρω στην κοιλιά του κρεμμυδιού έμπηγαν επτά μεγάλα φτερά κότας. Τα επτά αυτά φτερά συμβόλιζαν τις επτά εβδομάδες της Σαρακοστής. Όλο αυτό το κατασκεύασμα το κρεμούσαν από το κοτσάνι του στην οροφή του σπιτιού τα μεσάνυχτα της Κυριακής της Τυρινής, της παραμονή δηλαδή της Καθαράς Δευτέρας. Τα παιδιά το πρωϊ έκπληκτα έβλεπαν πάνω από το κεφάλι τους το παράξενο αυτό πουλί που θα τους τιμωρούσε αν έτρωγαν λιπαρά φαγητά. Σημειώνουμε ότι η Μεγάλη Σαρακοστή επέβαλε ξηροφαγία αν και νηστεία σημαίνει πλήρη αποχή από οποιαδήποτε τροφή. Κάθε Κυριακή η μητέρα έβγαζε ένα φτερό από τον Κουκαρά χωρίς να τη δούν τα παιδιά ώσπου τη Μεγάλη Εβδομάδα έμενε γυμνός και μια νύχτα η μητέρα φρόντιζε να τον εξαφανίσει αφού ήδη είχε εκπληρώσει τον προορισμό του. Τότε, τα παιδιά όλο χαρά φώναζαν: ” Έφυεν ο Κουκαράς, έφυεν ο Κουκαράς !!!” Οι μητέρες όμως προκειμένου να έχουν τα παιδιά τους σε διαρκή φόβο για κάθε παρεκτροπή, έλεγαν: “Έφυεν αλλά θα έρται του χρόν’ “.  Αξίζει να σημειώσουμε εδώ τη διττή χρήση του Κουκαρά στο σπιτικό των Ελλήνων του Πόντου κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή. Ο Κουκαράς χρησίμευε όχι μόνο σαν σκιάχτρο για τα παιδιά αλλά και σαν ημερολόγιο που υπενθύμιζε την πάροδο των εβδομάδων και τον ερχομό του Πάσχα. Ήταν μια ανακούφιση για τους μεγάλους όσο έβλεπαν ότι λιγόστευαν τα φτερά του, οπότε θα τελείωνε η νηστεία. (Κείμενο Γεωργίου Ν. Λαμψίδη / Αρχείον Πόντου Τόμος 17ος / Αθήνα 1952)

Οικογένεια Κακουλίδη, Τραπεζούντα 1900Την Τετάρτη το πρωί απαραιτήτως θα πήγαιναν στα προηγιασμένα (Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων) για να πάρουν το ύψωμαν(*) και όταν επέστρεφαν στο σπίτι, τους περίμενε πλούσιο γεύμα από νηστήσιμα φαγητά και τα απαραίτητα τσιριχτά (λουκουμάδες). Στους Θοδωρίζοντες επιτρεπόταν να φάνε λάδι εκείνη την Τετάρτη. Την πρώτη ημέρα της Σαρακοστής έκανε την εμφάνιση του ο κουκαράς. Σ ένα μεγάλο κρεμμύδι τυλιγμένο με μαύρο ύφασμα κάρφωναν περιφερειακά έξι μαύρα φτερά και στο μέσον από κάτω ένα άσπρο. Κρεμούσαν στη συνέχεια τον κουκαρά στην κουζίνα σε εμφανές μέρος της τραπεζαρίας. Κάθε Κυριακή πρωϊ έπρεπε να αφαιρεθεί ένα απ τα μαύρα φτερά και την Κυριακή του Πάσχα το άσπρο. Έτσι ο κουκαράς χρησίμευε ως ημερολόγιο αλλά και ως φόβητρο για τα μικρά παιδιά για να μη μαντζιρίζ΄νε (να μη καταλύσουν τη νηστεία), με την απειλή : θα τρώει ‘σε ο κουκαράς. Το ρήμα μαντζιρίζω παράγεται απ το γιαούρτι που λέγεται και μαντζίρα.
Οι Χαιρετισμοί.
Την πρώτη Παρασκευή των χαιρετισμών (Χαιρονυμφίων) της Παναγίας όλοι θα πήγαιναν στην ενοριακή τους εκκλησία. Τις άλλες Παρασκευές ο κόσμος πήγαινε ως επι το πλείστον στην ιστορική μονή της Παναγίας Θεοσκεπάστου. Λεγόταν έτσι καθώς ο ναός αυτός ήταν λαξευμένος εντός βράχου και όχι από χέρι ανθρώπου αλλά απ του ίδιου Του Θεού σκεπάστηκε απ τον βράχο. Κτήτωρ του ναού υπήρξε η μητέρα του Αυτοκράτορος Τραπεζούντος Αλεξίου του Γ’ 1349-1390 Ειρήνη η εκ Τραπεζούντος. Εκεί εκκλησιάζονταν πλήθη κόσμου ιδίως νέοι και νέες και θεωρούνταν το νυφοπάζαρο της εποχής εκείνης. Όλο το προαύλιο με τα πολλά σκαλιά, το μεγαλοπρεπές καμπαναριό που ανήγειρε ο Χατζή Λάμπου Βαφειάδης, τα διάφορα διαμερίσματα, το συνοδικόν, τα κελιά των καλογραιών κατάμεστα κόσμου κάθε τάξης με τις ποικιλόμορφες ενδυμασίες των γυναικών, απ τις πλέον μοντέρνες μέχρι τις ζουπούνες με τα χρυσά τεπελούκια και τα φλουριά τους, τα κορδόνια με τον σταυρό και τα ποασ̆κιστία με τις πολύχρωμες ομβρέλες, όλα έδινα μεγαλοπρεπή γραφικότητα ιδίως κατά την εορτή της μονής την Παρασκευή της Διακαινησίμου, της Ζωοδόχου Πηγής. Δυστυχώς στις ημέρες τίποτα δεν έχει απομείνει από κείνη την λαμπρή μονή με τις ανεκτίμητες τοιχογραφίες. Όλα έπεσαν στα χέρια των τούρκων και αφανίστηκαν.

Οι Νυμφίοι
Την Μεγάλη Εβδομάδα πραγματικά δινόταν συναγερμός στους Χριστιανούς για την παρακολούθηση των Νυμφίων και των ακολουθιών των Αγίων Παθών. Την Μεγάλη Πέμπτη κάθε οικογένεια έπρεπε να προσκομίσει μέσα σε ένα καλαθάκι κόκκινα αυγά τόσα όσα και τα μέλη της οικογένειας με ένα αυγό επιπλέον για το εικονοστάσι του σπιτιού. Τα καλαθάκια αυτά τα τοποθετούσαν κάτω απ την Αγία Τράπεζα. Στην Ανάσταση, ο ιερέας ευλογούσε όλα τα καλαθάκια. Στο σπίτι ο κάθε ένας θα έτρωγε το αυγό του και θα έλεγε : “για τη Χριστού τη χάρ’ και τη διαβόλ’ την σπάσ’,”. Το (αγιασμένο) αυτό αυγό δεν επιτρεπόταν να το τσουγκρίσουν και τα τσόφλια έπρεπε να μαζευτούν και να καούν για να μη πατηθούν κατά λάθος από κανέναν. Την Μεγάλη Παρασκευή γινόταν η περιφορά του επιταφίου. Συνήθιζαν κατά την περιφορά να συναντούνται οι επιτάφιοι των ενοριών του Αγίου Γεωργίου Τσαρτακλή, Αγίου Βασιλείου και της Υπαπαντής κοντά στο σημείο Σεμερτσ̆ηλέρ Μπασ̆ή.

Η Ανάστασις Του Κυρίου Ιησού Λαμπροφόρος Ανάστασις Του Κυρίου
Μετά τα μεσάνυχτα, δύο ως και τρείς ώρες πριν την αυγή, ο ζαγκότζον (ο κράχτης της νύχτας) θα χτυπούσε με την βαριά μαγκούρα του όλες τις πόρτες των χριστιανών να τους ξυπνήσει για την Μεγάλη Ανάσταση. Πραγματικός συναγερμός επικρατούσε. Όλος ο κόσμος αγουροξυπνημένος έτρεχε στην εκκλησία να ακούσει τις μελωδίες της Ανάστασης. Μετά τα πρώτα τροπάρια όλο το εκκλησίασμα έβγαινε στον περίβολο του ναού (στον Μητροπολιτικό ναό η πομπή με τον αείμνηστο Μητροπολίτη Χρύσανθο, παρουσίαζε ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια) και όταν ακουγόταν το Χριστός Ανέστη όλη η πόλη αναστατωνόταν απ τους πυροβολισμούς των κουμπουριών απ τις διάφορες ρουκέτες, τα πυροτεχνήματα και την μεγάλη καμπάνα του Αγίου Γρηγορίου. Μετά το πέρας της τελετής της Αναστάσεως όλο το εκκλησίασμα επέστρεφε στο ναό για να συμμετάσχει στην λαμπρή θεία λειτουργία της Αναστάσεως και καθόταν μέχρι την απόλυση. Η απόλυση κατά κανόνα γινόταν κατά τα ξημερώματα.
Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαίς !!!

(*) πρόκειται για μια παλιότερη συνήθεια των ιερέων την οποία παρέλαβαν οι νεότεροι απ' τους προκατόχους τους ιερείς δηλαδή να μοιράζουν «υψώματα». Για την ακρίβεια το ύψωμα είναι ό,τι υψώνεται από τους άρτους στην Αγία Πρόθεση (προσκομιδή) και προσκομίζεται ως τίμιο δώρο. Κάθε ευλαβής χριστιανός που παρασκευάζει στο σπίτι του με ζήλο και ζέουσα ευσέβεια το πρόσφορο, ζητά απ' τον ιερέα να του δώσει ύψωμα απ το δικό του πρόσφορο. Ο ιερέας βγάζει κατά την τέλεση της ακολουθίας της Αγίας Προθέσεως κάποιες μερίδες αυτών των ιδιαίτερων αντιδώρων (δηλαδή τα υψώματα) από ένα ή περισσότερα πρόσφορα / λειτουργιές. Αυτό το αγαθό εργόχειρο δημιουργεί άμιλλα πνευματικού χαρακτήρα στους πιστούς και τους οδηγεί με ωραίο τρόπο στην πνευματική ζωή. Η λαϊκή μούσα διασώζει ένα δίστιχο απο την περιφέρεια της Νικόπολης του Πόντου όπου σχετικά με το ύψωμα αναφέρει: "Εγώ ντο θα φιλώ εσέν' κι εσύ ντο θα φιλείς 'με, εγώ ας δίγω σ(ε) ύψωμαν κι εσύ μή κοινωνίεις ΄μεν". (Ολόκληρο το δημώδες άσμα μπορείτε να το αναγνώσετε στην ακόλουθη ανάρτησή μου: Πατώ και κι βουλίζω - Δημώδες άσμα Νικόπολης Πόντου.   

Πηγή: Τριαντάφυλλος Γ. Βαφειάδης, Ποντιακή Εστία τεύχος 51.

Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com 

Pin It

Print

Add comment


Security code
Refresh

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ