Το κούλισμα. Έθιμα των Ελλήνων στα Σούρμενα του Πόντου. (Οι Σουρμενίτες και τα Χαψία).
Το πιο φτηνό και άφθονο προϊόν της Μαύρης Θάλασσας ήσαν τα χαψία που αποτελούσαν μαζί με τα φασόλια και το καλαμπόκι την εθνική ας πούμε τροφή των λαϊκών τάξεων του παραθαλάσσιου Πόντου.
Γι' αυτό και η εποχή των χαψίων για τους φτωχούς Έλληνες του Πόντου ήταν σωστό πανηγύρι όπως για πολλού είναι το πάτημα των σταφυλιών. Στην περιφέρεια των Σουρμένων οι εύποροι Σουρμενίτες μετέφεραν τα χαψία με τα άλογα απ΄ τον γιαλό στα χωριά. Οι φτωχοί όμως τα κουβαλούσαν μόνοι τους στην πλάτη και φυσικά η εργασία αυτή επιβάρυνε τις γυναίκες καθώς οι άντρες στα Σούρμενα θεωρούσαν προσβολή την ενασχόληση τους με τις δουλειές του χωραφιού και του σπιτιού, ασχολούνταν ως τεχνίτες ή εμπορευόμενοι ενώ στην μεγάλη τους πλειοψηφία, ξενιτεύονταν. Αποτελούσε γραφικό θέαμα να βλέπει κανείς φορτωμένες τις γυναίκες καθώς ανέβαιναν απ’ τον γιαλό, παρέες-παρέες από διάφορα χωριά και μαχαλάδες. Καθ’ οδόν οι παρέες αυτές έκαναν πολλές στάσεις για ξεκούραση. Για τις ανωχωρίτισσες η κυριότερη, σαν να λέμε η υποχρεωτική στάση, γινόταν στο Πεντέκ, στην πέτρινη γέφυρα που βρισκόταν στα μέσα του δρόμου απ’ το χάνι στο γιαλό. Εκεί τσιμπούσαν και κάτι, και μόλις το σούρουπο θα έφταναν στα σπίτια τους οι περισσότερες κι αμέσως ετοιμαζόντουσαν για το “κούλισμα”. Άκουγες τότε δυνατές φωνές. Καλούσαν τις γειτόνισσες να τις βοηθήσουν στο κούλισμα, είτε στο καθάρισμα των κορμιών των χαψίων απ’ τα κεφάλια τους, κι εκείνες πάλι απαντούσαν αναλόγως μεγαλόφωνα, γιατί στο μεταξύ τύχαινε να προλάβαιναν να τις καλέσουν άλλες γειτόνισσες. Ωστόσο θα τύχαινε σε κάθε κούλισμα να μαζευτούν πέντε ως δέκα γειτόνισσες. Άναβαν λοιπόν την λάμπα, άναβαν και την παρακαμή που εξαιρετικά εκείνο το βράδυ ρίχνανε χοντρά κουρία. Στήνανε στη μέση του σπιτιού ένα χαμηλό στρογγυλό τραπέζι και χύνανε πάνω του τα χαψία. Γύρω απ’ αυτό το τραπέζι κάθονταν με σταυρωμένα τα πόδια οι γυναίκες και τα κορίτσια, έχοντας μπροστά τους ιδιαίτερα σκεύη για τα καθαρισμένα ψάρια και για τα κεφάλια τους που τα έκοβαν για τα κουλίδια. Έτσι λοιπόν άρχιζε το κούλισμα με διάφορες κουβέντες για τα χαψία αν είναι μεγάλα, παχυά, ποιος τους ειδοποίησε, ποιος κατέβηκε στο γιαλό, με ποιους κατέβηκε, πως αγόρασαν τα ψάρια, από ποιόν και πόσο, και τέλος, πώς ανέβηκαν απ’ τον γιαλό, αν ξεκουράστηκαν και ποιους άλλους συνάντησαν. Κατόπιν άρχιζαν διάφορα εύθυμα ανέκδοτα και παραμύθια που προκαλούσαν τα γέλια όλων. Κατά τη μέση του κουλίσματος τραγουδούσαν το ακόλουθο τραγούδι για τα χαψία και τη μάνα τους. Άρχιζαν οι νεότερες με τον πρώτο στίχο και ακολουθούσαν οι γεροντότερες με τον δεύτερο που επαναλαμβανόταν ύστερα από κάθε στίχο που τραγουδούσαν οι νεότερες:
«Μάνα, επίασανε ‘με - Μη φοβάσαι καλό έν’
Μάνα έβαλανε ‘με ΄ς σο καϊκ, - Μη φοβάσαι καλό έν’
Μάνα έβγαλανε ‘με οξουκά, - Μη φοβάσαι καλό έν’
Μάνα επούλησανε ΄με - Μη φοβάσαι καλό έν’
Μάνα έβαλανε ‘με ΄ς σο καλάθ’ - Μη φοβάσαι καλό έν’
Μάνα έφερανε ‘με ΄ς σο σπίτ’ - Μη φοβάσαι καλό έν’
Μάνα εκούλησανε ‘με - Μη φοβάσαι καλό έν’
Μάνα εσέγκανε ‘με ΄ς σο τηγάν’ - Μη φοβάσαι καλό έν’
Μάνα τρώγωνε ΄με και στέκουνε - Μη φοβάσαι καλό έν’
Μάνα έφαγανε ‘με - Μη φοβάσαι καλό έν’» Το κούλισμα. Έθιμα των Ελλήνων στα Σούρμενα του Πόντου. (Οι Σουρμενίτες και τα Χαψία).
Κάνει βέβαια εντύπωση η σκληρή απάντηση που δίνει η μάνα στα παιδιά της, στις αγωνιώδεις επικλήσεις τους. Ίσως όμως αυτό το τραγούδι, πλάσμα της λαϊκής φαντασίας, θέλησε να δικαιολογήσει την σκληράδα των ανθρώπων απέναντι σε αυτά τα κακόμοιρα ψαράκια, βάζοντας την απάντηση ( Μη φοβάσαι καλό έν’ ) στο στόμα της μάνας τους, ώστε να έχουν ήσυχη την συνείδηση και αναπαυμένη την καρδιά τους όσον αφορά στον φυσικό προορισμό των χαψίων. Σε όλο το διάστημα του κουλίσματος ένα απ τα μικρότερα παιδιά του σπιτιού που δεν έπαιρνε μέρος σε αυτή την διαδικασία, κουβαλούσε νερό σε όσες διψούσαν. Επειδή όμως τα χέρια τους ήταν χαψωμένα, το παιδί ακουμπούσε μονάχο του το ποτήρι στα χείλη εκείνης που ζήταγε το νερό. Η πιο γεροντότερη του σπιτιού σηκωνόταν απ το κούλισμα νωρίτερα απ τις άλλες, διάλεγε τα πιο μεγάλα χαψία, τα έπλενε, τα αλεύρωνε, τα αλάτιζε και τα αράδιαζε κυκλικά μέσα στο τηγάνι κι αμέσως τα έβαζε στην φωτιά της παρακαμής να τηγανιστούν. Σε λίγο τελείωνε το κούλισμα κι αφού πλενόντουσαν όλες καθόντουσαν γύρω σε άλλο τραπέζι και τρώγανε. Αν το κούλισμα τελείωνε νωρίς, όλες πηγαίνανε στα σπίτια τους αν όμως περνούσαν τα μεσάνυχτα όπως συνέβαινε τις περισσότερες φορές τότε στρώνανε και πάνω στο ταχταπός και κάτω στο ξεήρ και κοιμόντουσαν.Το πρωϊ τα χαψία τα πλένανε και τα αλατίζανε μερικά με λίγο αλάτι για την κοντινή χρήση και τα λέγανε μελίπαστα, τα πιο πολλά δε με πολύ αλάτι για τη χρήση όλης της χρονιάς και τα λέγανε βαρύπαστα. Αφού δε τα αλατίζανε τα συσκευάζανε σε γκαζοτενεκέδες είτε σε βαρελάκια, τα σκεπάζανε καλά για να μη χαλάσουν και τα τοποθετούσανε στις αποθήκες τους.
Λεξιλόγιο:
*Παρακαμή λεγόταν η φωτιά που άναβε μέσα στο κύριο διαμέρισμα του σπιτιού πάνω απ την οποία ήταν κρεμασμένο το κρεμούλ, χοντρή αλυσίδα στην οποία κρεμούσαν τα χαλκά καζάνια για το μαγείρεμα. Δεν ήταν το τζάκι γιατί τα περισσότερα σπίτια είχαν την γιάνταση, πλαϊνό δωμάτιο που προεξείχε αρκετά απ το σχηματισμό του όλου σπιτιού και εκεί ήταν το απαραίτητο τζάκι όπως είναι κι εδώ.
*Ξεήρ ήταν σαν να λέμε διάδρομος αρκετά μεγάλος σχεδόν τετραγωνικός που χώριζε το μισό σπίτι σε δύο διαμερίσματα δεξιό και αριστερό.
*Ταχταπός λεγόταν το μισό μέρος του ξεήρ που φτιαχνόταν αρκετά ψηλότερα πολλές φορές ξεπερνούσε το μισό μέτρο, σαν χαγιάτι όπου στρώνανε για τους ξένους. Το από κάτω μέρος του ταχταπός ήταν αδειανό όπως δείχνει και η έννοια της λέξης που είναι τουρκική “άδειο σανίδι” και το χρησιμοποιούσαν για αποθήκη.
*Κουρία λέγανε τις χοντρές ρίζες δέντρων καμιά φορά και με αρκετό μέρος του κορμού, που τα βάζανε έτσι ολόκληρα στη φωτιά.
Πηγή: Ποντιακά Φύλλα Τεύχος 1ο - Το κούλισμα, Έθιμα Πόντου, υπό Σουρμένη Ντίνου
Απόσπασμα απ΄ την ραδιοφωνική εκπομπή του Φάρου Ποντίων (Στάθη Ευσταθιάδη) στην κρατική ραδιοφωνία για την περιοχή των Σουρμένων του Πόντου. Η ανάρτηση πραγματοποιείται προκειμένου να ενθαρρύνει τους νέους να μελετήσουν τα επιμέρους τοπικά γλωσσικά ιδιώματα της Ποντιακής Διαλέκτου. Διαβάστε περισσότερα για την περιφέρεια των Σουρμένων:
1. Σούρμενα Πόντου. Ιστορία - Γεωγραφία - Αποικισμός - Γλώσσα & Πολιτισμός
2. Άνοιξον ρίζα μ' άνοιξον - Δημώδες άσμα Σουρμαίνων Πόντου
3 Κάτω στην άσπρη θάλασσα, Δημώδες άσμα Κελώνσας Σουρμαίνων Πόντου
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com