Καφούλ’ – Γούλα - Τσιμίδ’ – Ορτάρι͜α. Ερμηνεία & Ετυμολογία των λημμάτων
Καφούλ’ – Γούλα - Τσιμίδ’ – Ορτάρι͜α
Καφούλ’
Ερμηνεία : θάμνος
Ετυμολογία : κατάφυλλος, κατάφυλλον, καταφύλλιον, κατ’ φούλλιν – καφούλ’ (καρυόφυλλον – καραφούλ’). Στ’ αράβικα Καφούλ = κλειστός
Γούλα
Ερμηνεία : λαιμός
Ετυμολογία : εκ του λατινικού gula
Τσιμίδ
Ερμηνεία : μυελός - μεδούλι
Ετυμολογία : α) εκ του ζουμίδ’ = βρεγμένος πολύ, β) εκ του μήδος (μηδέος) = σκέψις – βούλευμα – συν-μήδος = συμμήδ’ = τζυμμήδ’. Μάλιστα είναι συνήθης η μετατροπή του σύν σε τζύ, για παράδειγμα : τσυμπίζω = συμπίζω = συμπιέζω κτλ
Ορτάρι͜α
Ερμηνεία : μάλλινες κάλτσες
Ετυμολογία : εκ του αορτήρας – αορτήρια – αορτάρια – ορτάρια, εκ του μέρους το όλον λεγόταν αορτήρ = κοινώς η καλτσοδέτα
Πηγή : Ποντιακή Εστία, τεύχος 2ο, Θεσσαλονίκη Φεβρουάριος 1950 / Ποντιακή Λαογραφία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com