Λαλασεύω, Κάκαλα, Κουσκούρ, Πλάν'. Ερμηνεία & Ετυμολογία των λημμάτων
Λαλασεύω
Ερμηνεία: χαϊδεύω, παραχαϊδεύω, χαϊδεύω σε βαθμό να ξετρελαίνω
Ετυμολογία: α) εκ του αρχαίου λαλαγώ = λαλαγή = άναρθρος φωνή, β) εκ του λάλα = παλαβή θηλυκό του παλαλός = παλαβός και η συνήθης κατάληξη -εύω, όπως απραϊα - απραεύω & καλόγερος - καλογερεύω
Κάκαλα
Ερμηνεία: όρχεις
Ετυμολογία: α) κάτω – καλά (κατ’ ευφημισμόν), β) σύνθετη λέξη απ’ την πρόθεση κακ – και - καλά, γ) καύκαλον, καύκαλα, κά-καλα Λαλασεύω, Κάκαλα, Κουσκούρ, Πλάν'. Ερμηνεία & Ετυμολογία των λημμάτων
Κουσκούρ
Ερμηνεία: ξηρός όγκος κοπριάς ζώων χρησιμοποιούμενος ως καύσιμη ύλη
Ετυμολογία: α) τουρκική λέξη -γκος (όγκος) και κουρού (ξηρός) β) άλλη ερμηνεία την αναφέρει ως αρμένικη λέξη
Πλάν’
Ερμηνεία: πέραν, πάρα πέρα μακρυά εκ του ρήματος πλανώμαι. Φράσις: δέβα πλάν’ = πήγαινε να πλανηθείς – να χαθείς, όπως το άμε χάθ’ = πήγαινε να χαθείς. Στη διάλεκτο του Πόντου το ρήμα πλανώμαι εξέλιπε και το πλάν’ παρέμεινε ως τοπικό επίρρημα. Κατά τον ίδιο τρόπο παρέμειναν: Άμε δέβα = πήγαινε – διάβαινε (πάνε να φύγεις) απο όπου έμεινε η δέβα (το πέρασμα) και απο το Έλα έμπα, έμεινε η έμπα (είσοδος), καθώς και η έλα (έλευσις), από το Τέρεν έβγα (κοίτα να βγείς) έμεινε η έβγα (έξοδος). «Τον Μάρτ’ σην έμπαν’ ατ’ κ̆ι τερούν’ ατόν, σην έβγαν ατ΄τερούν ατον»
Ετυμολογία: εκ του πλανώμαι, συνοδεύεται από το ρήμα διαβαίνω και σημαίνει τόπο.
Πηγή : Ποντιακή Εστία, Θεσσαλονίκη 1950, τεύχος 3ον
Ποντιακή Διαλεκτολογία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com