Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου. Παντελή Η. Μελανοφρύδη με λήμμα το Κηφάλ (κεφάλι) - Μέρος Πρώτο
Κρούω κηφάλ’ = (χτυπώ κεφάλι) κάνω μίαν έρευνα, ρίχνω ματιά να δω τι γίνεται. «Επήγεν εντώκεν έναν κηφάλ’ ‘ς σήν αγοράν κι έσ’».
Το κηφάλ’τ ατ’ έξ’ έν’ = λέγεται για άνθρωπο που δεν είναι προσηλωμένος στη δουλειά του / για παντρεμένο άντρα ή γυναίκα που επιζητεί έρωτες εκτός της συζυγικής εστίας.
Κλίθω κηφάλ’ = κλίνω την κεφαλή, υποτάσσομαι, υπακούω.
Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου. Παντελή Η. Μελανοφρύδη με λήμμα το Κηφάλ.
Σκώνω κηφάλ’ = επαναστατώ
Ξερόν κηφάλ’ (στα τουρκικά κουρού καφά) = εθεωρείτο δείγμα εξυπνάδας και πείσματος, κατ’ αντίθεση προς τον κρεατοκέφαλον, που θεωρείτο βλάκας (παχ̆υτσίμιδος).
Είμαι τη κεφαλί μ’ = είμαι ανεξάρτητος. Λεγόταν για τα παιδιά που ήταν υπό την κηδεμονία των γονιών τους: «Ατός τη κηφαλί ατ’ ΄κ̆’ έν’». «Τη κηφαλί σ’ μ’ εφτάς δουλείαν, ορώτα και τη μειζετέρ’τς».
Κηφάλα̤. Λεγόταν κατά την καταμέτρηση των ζώων. Έλεγαν: «Πόσα κηφάλα̤ είναι ; Έχω πέντε κηφάλα̤ ζά και δέκα κηφάλα̤ πράμαν (αιγοπρόβατα)». Για τα μέλη της οικογένειας έλεγαν νοματοί. «Έξ’ νοματοί είμες ή έξ’ χουλάρα̤ είμες» δηλαδή έξι στόματα – έξι πρόσωπα.
Κηφάλαιον = είχε τη σημασία του αρχηγού, όποιου κατείχε την εξουσία. «Τ’ οσπιτί το κηφάλαιον άντρας έν’».
Τρανά κηφάλα̤ = αξιωματούχοι, άρχοντες, προεστοί. Ενίοτε μάλλον με ειρωνεία μεταχειρίζονταν την αρμενική λέξη χοντσοβόρ.
Καλαθοκέφαλος = αχτένιστος.
Ακέφαλος = λεγόταν για παιδιά άτακτα και ανυπότακτα. «Πολλά ακέφαλον παιδίν έν’».
Τρικέφαλον (οφίδ’) = λεγόταν για παιδιά κακότροπα και πολύ άτακτα.
Συγκέφαλος = για όποιον έχει ίδια γούστα, ίδιο μυαλό.
Τρίβω το κηφάλ’ ιμ’ = σπάνω το κεφάλι μου, αγωνίζομαι, αποκτώ πείρα. «Τρίψον το κηφάλ’ν ατ’ ας μαθάν»
Σο κηφάλ΄ν ατ’ ατό έτον γραμμένον = υπάρχει η πρόληψη ότι οι ραφές των οστών του κρανίου είναι γράμματα που λένε τη μοίρα του ανθρώπου. Κανείς δε μπορεί να αποφύγει τη μοίρα του (ετζέλ κισμέτ). «Σ’ εμόν το κηφάλ’ πα ατό έτον γραμμένον» δηλαδή: αυτή ήταν η τύχη μου.
Κρούω το κηφάλ’ ιμ’ = μετανοώ.
Το κηφάλ’ν ατ’ επήρεν αέραν = κήρυξε ανεξαρτησία, δεν ακούει κανέναν ή «εσέβεν αέρας ‘ς σο κηφάλ’ν ατ».
Εντώκαν κηφάλ’ και ζούνε = ομονόησαν και ζούνε (ομονοώ = έχω ομόνοια).
Κατακέφαλος = που έχει το κεφάλι του σκυφτό, ο ύπουλος.
Κηφαλοπέτς = το δέρμα του κεφαλιού του ζώου.
Μικροκέφαλος = μικρόνους, μικρό κεφάλι.
Τρανοκέφαλος ή Γαβρανοκέφαλος = χοντροκέφαλος.
Να δέν’ το κηφάλ’ν ατ’ ‘κ̆’ εγροικά = δεν ξέρει να δέσει το κεφάλι του = ανίκανος. Λεγόταν για τον άντρα που δεν ήξερε να δέσει το τσίτι γύρω από το φέσι του, αλλά και για τη γυναίκα που δεν ξέρει να δέσει τα λετσ̆έκι͜α - τσίτι͜α (τσεμπέρια) της.
Ψεμμένον κηφάλ έχ̆ = ψημένο κεφάλι δηλαδή πολύπειρο = πολύ έμπειρο.
Άψετος = ωμός, άπειρος, ανίδεος για τη δουλειά.
Πόσα κηφάλα̤ επέρασαν = πόσες γενεές πέρασαν, έζησαμ’ κι εδέβασαμ’ κηφάλα̤. Σην ημέραν εμούν τρία φοράς τέβρ’ εγέντον το χωρίον = επί των ημερών μας περάσανε τρείς γενεές.
Χ̆ίλι͜α κηφάλα̤ = ευχή την οποία έλεγαν την 1η και την 7η Μαϊου όταν οδηγούσαν τα ζώα με μια δέσμη από τρείς χλωρούς κλώνους λεπτοκαρυάς, μασούσας και κα̤ρα̤μσαούδας.
Κοτσοκέφαλος = που έχει ελαττωματικό κεφάλι.
Σο κηφάλ’ ιμ’ κάτ’ λαλεί = κάτι κακό προμηνύεται για μένα, έχω κακή προαίσθηση. Την ίδια σημασία έχει και η έκφραση: «κάτ’ λαλεί ‘με» = έχω μια προαίσθηση για κάτι που πρόκειται να συμβεί.
Σο κηφάλ’ ιμ τσ̆ιμάνα̤ έκαψεν ή καλαμάνα̤ έκαψεν = με βασάνισε πολύ.
Κηφαλοκόφτες = αυτός που κόβει κεφάλια (όχι ο χασάπης) αλλά ο δυνατός έρωτας. Το δημοτικό μας τραγούδι αναφέρει χαρακτηριστικά: «Είχα άντραν κι έτον κλέφτες, κι αδελφόν κηφαλοκόφτες».
Κορ’φή = κορυφή της κεφαλής. Έλεγαν χαρακτηριστικά: έσ̆κισεν την κορυφήν ατ’ δηλαδή άνοιξε το κεφάλι του (από τραυματισμό).
Πεγαδομμάτ’ = το μαλακό μέρος του κρανίου των νηπίων. Έλεγαν χαρακτηριστικά: «Μη κρού’ς το χ̆έρ’ ισ’ σο πεγαδομμάτ’ τη παιδί. Εβγάλ’τς την φώς ν’ αθές».
Καρφοκέφαλος = έτσι λεγόταν ο αχαϊρευτος και ανευλόγητος στη Ματσούκα.
Ακοή = ο κρόταφος. «Έσυρεν έναν λιθάρ’ κι εντώκεν ατόν ‘ς σην ακοήν»
Σκυλοκηφαλία έν’ εκεί απές = ανακατωσιά, χάβρα, δεν ακούει ο ένας τον άλλο.
Εσυγύρεψεν το κηφάλ’ ατ’ = αποσύρθηκε από μία υπόθεση, γλίτωσε από μία αναταραχή.
Κνέσ̆κεται το κηφάλ’ ισ’ = σε τρώει το κεφάλι σου, μοναχός σου προκαλείς την τιμωρία σου – πας γυρεύοντας.
Τη κηφάλ’ ισ’ δύο εφτάγω και τον λόγο σ’ δύο ΄κ̆’ εφτάγω (ειρωνεία) = Μπορώ να σου σκίσω το κεφάλι στα δύο παρά να μη σε υπακούσω (να σε κάνω να πείς δύο φορές τα λόγια σου).
Έπεται συνέχεια σε επόμενη ανάρτηση.
Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου. Παντελή Η. Μελανοφρύδη με λήμμα το Κηφάλ (κεφάλι). Πηγή: Ποντιακή Εστία Φίλωνος Κτενίδου, Θεσσαλονίκη 1953.
Ποντιακή Ιστορία και Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com