Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου. Παντελή Η. Μελανοφρύδη με λήμμα το Κηφάλ (κεφάλι) - Μέρος Δεύτερο
• Σκεπάγ’ κρούει ‘σε ο ήλον ‘ς σο κηφάλ’ = παθαίνεις ηλίαση
• Πα̤ντοκέφαλον = η αρχή του αυλακιού του μυαλού
• Καφηλόπονος και Κηφαλοπονίος = όπως γουλόπονος, κοιλόπονος και κοιλοπονίος Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου. Παντελή Η. Μελανοφρύδη με λήμμα το Κηφάλ.
• Το κηφάλ’ν ατ’ αγρούσ̆τ’ έν’ = είναι άωρος, ξεροκέφαλος
• Πόσα κηφάλα̤ είν’ = κατά την έκδοση του συνοικεσίου εξέταζαν τη συγγένεια των μελλονύμφων. Απαγορευόταν ο γάμος ούς τα εφτά κηφάλα̤ (ως τις επτά γενιές).
• Άααα, θα ψωμεύω το κηφάλ’τς = το έλεγε η μητέρα απειλητικά όταν το παιδί ζητούσε παράκαιρα ψωμί δηλαδή εννοούσε: θα σου σπάσω το κεφάλι. Αναλόγως λεγόταν και το: ‘Αααα, θα βουτουρεύω το κηφάλ’τς κ.ο.κ.
• Λαλεί ψωμί ‘ς σο κηφάλ’ν ατ’ = του είναι γραφτό να πλουτίσει
• Εδέβεν ‘ς σόν νού μ’ ή Εδέβεν ‘ς σο κηφάλ’-ιμ’ = το σκέφτηκα
• Κηφάλ’ = ο στάχυς / το στάχυ. Τα κοκκία έδεσαν κηφάλ’ = τα σιτάρια έφεραν στάχυ.
• Εδέβεν ο νούς ιμ’ = ζαλίστηκα (συνήθως λέγεται όταν κάνουμε στροφές, όντες γυροκλώσ̆κουμες)
• Εύκαιρον κηφάλ’ ή γαβάνα = κούφιο κεφάλι
• Θα παίρω το κηφάλ’ ιμ’ και δα̤βαίνω πλάν’ = λέγεται από απελπισμένο / θα φύγω μακριά
• Έπραξεν το κηφάλ’ν ατ’ = μετάνιωσε – χτύπησε το κεφάλι του
• Παχ̆υτσίμιδος = άμυαλος – χοντροκέφαλος
Ποντιακή Διαλεκτολογία & Λαογραφία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com