• Home
  • Γλώσσα
  • Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου. Π.Η. Μελανοφρύδη: Σελβίρα, Σ’ αποκαμάρωμαν έρθεν, Μνημόρα̤ ανοί’, Τσιμπαρά̤ουμαι, Μιαντή, Χόχορας (κουκουβάγια), Χατσένια. Β' Μέρος.

Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου. Π.Η. Μελανοφρύδη: Σελβίρα, Σ’ αποκαμάρωμαν έρθεν, Μνημόρα̤ ανοί’, Τσιμπαρά̤ουμαι, Μιαντή, Χόχορας (κουκουβάγια), Χατσένια. Β' Μέρος.

Κρωμναίοι μαθητές στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας του ΠόντουΣελβίρα
Ένα σπάνιο όνομα που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ξενόφερτο. Το όνομα Ελβίρα δεν ήταν γνωστό στον Πόντο. Φαίνεται να προέρχεται απ’ το τουρκικό σεβλίν που είναι το κυπαρίσσι. Δηλαδή Σελβίρα σημαίνει Κυπαρισσένια, Κυπαρέσσα, εξ' ου και το Παρέσσα.

Παρόμοια ονόματα είναι τα: Λεμόνα, Τρανταφύλλα, Τουτουγιά (απ' το εύοσμο λουλούδι την τουτουγιάν). Δεν γνωρίζουμε ποια σκοπιμότητα επέβαλε τα ονόματα αυτά, ανδρικά : Μουράτς (Μουράτιος), Αμανάτς, ίσως και άλλα που μου διαφεύγουν τώρα, αλλά και τα γυναικεία: Χατούνα, Ναζλού, Ναρχατού, Σουρμαλού κ.ά.

Σ’ αποκαμάρωμαν έρθεν
Αυτή την εκφραστική παροιμία τη θυμάμαι πολλές φορές. Λέγεται για κάποιον που ήρθε τη στιγμή που γινόταν η τελευταία εθιμοτυπική τελετή του γάμου, η αποκάλυψη της νύφης και εννοεί όποιον εμφανίζεται αργοπορημένος στο τέλος κάποιας πράξης. Ο γάμος στη Χαλδία άρχιζε την Πέμπτη με την πρόσκληση όλου του χωριού με ψαθύρα̤ (πίττες) ή κεριά με κόκκινη βάση (κοκκινόκολα) ενδεικτικά της χαράς και τελείωνε την Δευτέρα το πρωί, οπότε έφευγαν οι συνοδοί της νύφης, συγγενείς, αδερφοί, θείοι, ξάδερφοι. Μετά τη στέψη η νύφη οδηγείτο στο νυφείον (διαμέρισμα της νύφης) και ακολουθούσε το θύμιγμαν (ή φήμιγμαν – φήμη της νύφης, όπως θα έλεγε ο αείμνηστος Δημοσθένης Οικονομίδης) με το γνωστό άσμα: «Αρχήν όταν ευλόγησεν Κύριος ο Θεός μας, τον πρώτον γάμον τίμιον τον εν Κανά τη πόλει…Κύριε Θεέ, φύλαττε τους νεόνυμφους τούτους ..κτλ» Μετά γινόταν το αποκαμάρωμα, οπότε ο ιερέας σήκωνε το πέπλον (τσ̆αρκούλ) και φαινόταν το πρόσωπο της νύφης το οποίο ήταν σκεπασμένο απ την ώρα του ξεκινούσε το νυφέπαρμαν. Αυτή η τελετή λεγόταν αποκαμάρωμα. Κατά την τελευταία αυτή φάση του γάμου, τα παλιότερα 100-150 χρόνια, ο ιερέας επωφελείτο της ευκαιρίας να συμβουλεύσει τον γαμπρό κρατώντας μαχαίρι στο κεφάλι του, και να του υποδεικνύει τα καθήκοντα του προς τη σύζυγο, να είναι πιστός, να την αγαπά και να την προστατεύει. Το έθιμο αυτό φαίνεται να προήλθε απ΄την Ανατολή διότι κι οι Αρμένιοι το είχαν: Ο τερτέρ (παπάς) κρατώντας μαχαίρι ρωτούσε τον γαμπρό: κιόρες, τοπάλες καπούλες; = είτε στραβή (τυφλή), είτε κουτσή είναι, την δέχεσαι ; Κι ο γαμπρός απαντούσε : καπούλ έτς = την δέχομαι.

Μνημόρα̤ ανοί’
Το να ανοίξει κανείς τα μνημόρα̤ (μνήματα-ταφία) ήταν έγκλημα. Η φράση συνηθιζόταν για πολύ άτακτα (άσαλγα) παιδιά.

Τσιμπαρά̤ουμαι
Λέξη που χρησιμοποιούσαν στο γειτονικό μας χωριό την Κορόνιξα με τη σημασία: στολίζομαι επιδεικτικά, εφτάγω τσιαλούμα̤ .

Μιαντή
Στις ημέρες μας έχει λησμονηθεί πλέον αυτή η λέξη και μόνο οι ηλικιωμένοι θα την θυμούνται. Συνηθιζόταν στην Τσίτεν (Τσίτη) και είχε χλευαστική σημασία: «Ανάθεμά σε μιαντή». Άλλοι θεωρούν τη λέξη μιαντή να έχει σχέση και ρίζα το ρήμα μιαίνω με παράγωγα : αμίαντος - αμίαντη με αντίθετη τη λέξη μιαντή, ενώ άλλοι θεωρούν ότι προέρχεται από κάποια τουρκική λέξη.

Χόχορας (κουκουβάγια)
Πρόκειται μάλλον για ονοματοποιημένη (ηχοποιημένη) λέξη, απ' τη φωνή που παράγει η κουκουβάγια χό–χό και που ακούγεται κατά τις καλοκαιρινές νύχτες. Τ’ ομμάτια̤ τ’ άμον τη χόχορα = για μάτια στρογγυλά μεγάλα και εκφραστικά. Παροιμία: Όλα̤ τ’ όρνεα ΄ς σην μονήν κι ο χόχορας ΄ς σην βοσ̆κήν = όλα τα πουλιά πάνε και κουρνιάζουν το βράδυ για να κοιμηθούν και μόνο ο χόχορας που είναι νυκτόβιο πτηνό, βγαίνει για βοσκή / κυνήγι. Συνηθίζεται να λέγεται για άνθρωπο που κάνει το ανάποδο απ’ αυτό που κάνουν οι άλλοι.

Χατσένια
Το εσωτερικό της κολοκύθας, το ινώδες μέρος το οποίο μετά την αφαίρεση των σπόρων (πιπίλα̤), καθαριζόταν και δινόταν ως τροφή στα ζώα μαζί με την φλούδα (γλέπια̤ ή τσέπλια̤). Πιθανόν η λέξη να έχει σημασία με κάτι εσωτερικό όπως το χατσίπορδα = δυνατές πορδές που προέρχονται απ το εσωτερικό. «Ο γέρων ο Παναέτας άρρωστος έν’. Άμον τ’ ομοιάζ’ τα ψωμία τ’ ετελέθαν. ‘Σ σον γυιόν ατ’ πά’ τον Γιάννεν θ’ αφίν’ τα χατσίπορδα τ’». Απ' την ίδια ρίζα πιθανόν να προέρχεται και το όνομα του χωριού Χατσάβερα, ίσως χωριό μέσα σε κοιλάδα, σε γούβα (μικρό χωριό στην περιφέρεια του Τζεβιζλούκ). Γνωμικόν: Εχάλασεν η Χατσάβερα, λεγόταν για μια ασήμαντη ζημία. Σα να λέμε: Σπουδαίο πράγμα !

Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου. Π.Η. Μελανοφρύδη Β΄ Μέρος. Διαβάστε και τα επόμενα αφιερώματα μαθαίνοντας έτσι τον πλούτο της ποντικής διαλέκτου. Πηγή: Π.Η.Μελανοφρύδης - Ποντιακή Εστία Τεύχος 147 - 168ον

Ποντιακή Διαλεκτολογία & Λαογραφία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com  

Pin It

Print

Add comment


Security code
Refresh

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ