Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου. Π.Η. Μελανοφρύδη: Μέγγκλα, Τα ζώδια, Κύρβας, Χαντσεύω, Κρούγω. Γ' Μέρος.
Μέγγκλα
Μέγγκλα = χοντρό, στραβό ραβδί, μαγκούρα, κατ’ αντίθεση προς την βίτσαν = λεπτή εύκαμπτη βέργα, στουράκ = βακτηρία /μπαστούνι, λοπούτ’ = χοντρή βακτηρία, τοπούζ’ = ρόπαλο, λεπτό στα λαβή και χοντρό στο κάτω μέρος. Χλευαστικά λεγόταν: Άμον μέγγκλα = άγαρπο, άσχημο. Η λέξη μεγγκλαράς δεν υπήρχε ως έκφραση.
Μέγγκλα λεγόταν κατ’ επέκταση αλλά και εμπαικτικώς το τεντωμένο (σε στήση) γεννητικό όργανο του γαϊδάρου. Άμον γαϊδάρ’ μέγγκλαν = άσχημο ασουλούπωτο, αποκρουστικό. Φώναζε το παιδί στη μητέρα του που επειγόταν να τελειώσει κάποια εργασία: Μάνα, ντο θα φέρτ’ς ΄με; (κι εκείνη θυμωμένη απαντούσε απότομα): Γαϊδάρ’ μέγγκλαν θα φέρω ‘σε.
Τα ζώδια
Έδιναν μεγάλη σημασία για τη σύναψη του γάμου αν εταιρίαζαν τα ζώδια. Υπήρχαν ορισμένοι ειδικοί οι λεγόμενοι δεβασμέν’ οι οποίοι κατείχαν βιβλία σχετιζόμενα με τα ζώδια, σπουδαιότερος των οποίων ήταν ο παπα Δημήτρης ο Σαρπισκενόν για τον οποίο πίστευαν ότι είχε ένα παλιό βιβλίο σολομωνικής το οποίο συμβουλευόταν για τα ζώδια. Όταν λοιπόν γινόταν σκέψη για γάμο, ρωτούσαν τον παπα Δημήτρη, σε περίπτωση θετικής απάντησης τελούσαν τον γάμο και στην αντίθετη περίπτωση «’κ̆ι’ ταιριάζνε τα ζώδια τουν» ματαιωνόταν. Ο οιωνοσκόπος έπαιρνε τις σχετικές πληροφορίες για τις ημερομηνίες γέννησης των νεόνυμφων, συμβουλευόταν το βιβλίο και αναλόγως πληροφορούσε τους ενδιαφερόμενους. Η φράση : Τα ζώδια του ‘κ̆ι’ ταιριάζ’νε είχε την έννοια δεν ταιριάζουν οι χαρακτήρες τους. Υποθέτουμε ότι απ τη λέξη ζώδια παρήχθη η λέξη ζούδια = ζωγραφιά/καρικατούρα ανθρώπου ή ζώου: Ατο ντο ζουδίαν έν’ ντ’ εποίκες ατού κι αν’; (τι γελοιογραφία είναι αυτή που σχεδίασες;). Στα τουρκικά λεγόταν πιπέντ.
Κύρβας
Τουρκοποντιακή λέξη που χρησιμοποιείτο από Έλληνες Ποντίους και τούρκους ιδιαίτερα στην περιφέρεια της Χαλδίας του νομού Τραπεζούντας. Η σημασία της λέξης αυτής είναι όμοια με την Ομηρική λέξη “ξένος”. Δύο τούρκοι μεταξύ τους δεν ήταν κυρβάδες, ούτε κάποιος τούρκος προσαγόρευε άλλον τούρκο με την προσφώνηση κύρβα. Κυρβάδες γινόντουσαν ένας Έλληνας κι ένας τούρκος όταν ως φίλοι φιλοξενούσαν ο ένας τον άλλον σε κάποια περίσταση. Ο τούρκος υποστήριζε και σεβόταν την οικογένεια του ρωμιού καθώς σχεδόν πάντα είχε οικονομικό όφελος. Πολλές φορές η φιλία αυτή έφτανε και σε κουμπαριά λόγω γάμου η βάπτισης τέκνου δηλαδή ο τούρκος να καταβάλει τα έξοδα για τη στέψη του Ρωμιού. Πάντως προσφωνούνταν κουμπάροι κι όχι σύντεκνοι. Υπάρχει και το αντίστροφο παράδειγμα του Ισάκ γιού του Απτουλλάχ απ' την Τσίτη. Επειδή πέθαιναν τα παιδιά του, τον συμβούλεψαν να βαφτίσει το τελευταίο του παιδί τον Ισάκ. Έτσι κρυφά τη νύχτα ο παπα Ιορδάνης βάφτισε τον Ισάκ με ανάδοχο την Ελένη Εφραιμίδου την οποία ο Ισάκ σεβόταν και την ονόμαζε δεξαμέντσα (νουνά). Αλλά πόθεν η λέξη κύρβας; Κατά τη γνώμη μου είναι ελληνική, παραφθορά του κυρά – εκυρά – ή κύριος. Οι τούρκοι άκουγαν τη λέξη απ' τους Έλληνες και την πρόφεραν όπως μπορούσαν οπότε το κυρά έγινε κύρβα.
Χαντσεύω = τσουρουφλίζω, καψαλίζω, εξ' ου και χαντσεμένος = καψαλισμένος. Εχάντσεψαν τα κηφάλια̤. Φράση: Αφκακές χαντσεύ’ = ενεργεί ύπουλα-κρυφά, επιδιώκει να βλάψει. Χαντσοκόρφαδον / κορφάδ’ = κορφή δενδρυλλίου ή κλαδιού, καψαλισμένη κορφή δέντρου οπότε το δέντρο έκτοτε έμενε ατροφικό, καχεκτικό. Χλευαστική έκφραση για κοντό καχεκτικό κορίτσι ή γυναίκα: «Ατό το χαντσοκόρφαδον επεγιανεύτες;». Άλλες εκφράσεις: Αχαντσεύετεν το φαγίν = μύρισε – κάηκε. Εχαντσιμυρίασες το φαγίν = τσίκνισε. Χαντσιμυρέαν μυρίζ’ = μυρίζει τσίκνα. Η ρίζα της λέξης έχει σχέση με τη φωτιά / άψιμον. Χαντζοκράτες = ή απλά το σίδερο, μια σιδερένια λάμα πάχους 0,02μ, πλάτους 0,04μ και μήκους 0,50μ που το τοποθετούσαν στα παρακαμόλιθα (πέτρες της παρακαμής/εστίας) και πάνω του στηριζόταν το χαλκόν (καζάνι), άλλοτε το αντικαθιστούσε ο τρίποδας που λεγόταν εμπροστία. Έκφραση: «Το κρύο ή ο αέρας χαντσεύ’ = το κρύο ξυρίζει. Δεν θα πρέπει να συγχέεται με το τουρκικό χασ̆εύω που σημαίνει ζεματίζω / χασ̆εμένος = ζεματισμένος, μεταφορικά δηλώνει τον δειλό, τον σουφρωμένο.
Κρούγω
Ανώμαλο ρήμα που σημαίνει χτυπώ. Ακολουθούν εκφράσεις με το ρήμα κρούγω: Κρούγω την καμπάναν και σημαίνω την καμπάναν. Ναίπαι ντός την καμπάναν ή το σήμαντρον. Κρούγω το λιθάρ’. Κρούγω ‘σε. Κρούγω κι αποσταμνίζω ‘σε = κτυπώ και σε διαλύω, σε ξεχαρβαλώνω. Οι χρόνοι του ρήματος έχουν ως εξής : Παρατ: Εντούνα – Αόρ : Εντώκα – Προστακτ : Ντός, Ντόστε, Ντοσέστε, Ντότε - Μετοχή : Ντογμένος (χτυπημένος, προσβλήθηκε από αρρώστια). Υπάρχει και η μετοχή δογμένος που σημαίνει τον προσβεβλημένο και έτοιμο να σαπίσει. Ατο το κολονκύθ’ δογμένον έν’. Δίγω, εδίνα, εδέκα και εδώκα, δός – δόστε και δοσέστε, δομένος και δοσμένος. Παράγωγο: δότες = δότης-δοτήρ. Δόσ̆ια = χαρίσματα. Απ' το κρούγω παράγονται τα: κρούχτικον βούδ’ = βόδι που χτυπάει με τα κέρατα του ήτοι κερα̤τάζ’ και το ντόσιμον = χτύπημα.
Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου. Π.Η. Μελανοφρύδη Β΄ Μέρος. Διαβάστε και τα επόμενα αφιερώματα μαθαίνοντας έτσι τον πλούτο της ποντικής διαλέκτου. Πηγή: Π.Η.Μελανοφρύδης - Ποντιακή Εστία Τεύχος 147 - 168ον
Ποντιακή Διαλεκτολογία & Λαογραφία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com