Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου. Π.Η. Μελανοφρύδη: Χασ̆χασ̆ίτα, Βαίνω, Εμπαίνω, Πρωτόγαλον - σ̆κυρόγαλον, Σερέκ’, Νόσος, Χωμολέον. Μέρος Πέμπτο.
Χασ̆χασ̆ίτα
Χόρτο του αγρού (παπαρούνα) με το οποίο μαζί, ανακατεμένο με άλλα χορταρικά όπως τυριζίτας, στρατίτας, κιντέας, σαχταρούτσας κ.ά. παρασκεύαζαν το εύγεστο, μυρωδάτο και θρεπτικό φαγητό χάπσ̆ια το οποίο σε μερικά χωριά λεγόταν αλυκά.
Τα χάπσ̆ια παρασκευάζονταν την περίοδο της νηστείας με λάδι (νεστια̤κά) και την απάσκαν με βούτυρο ή καβουρμά και κορκότα. Η χασ̆χασ̆ίτα φαίνεται ότι είναι ένα είδος οπίου (χασ̆χάσ̆ ). Ο κορμός του ξεραινόταν και σχημάτιζε σωλήνα πάχους περίπου τεσσάρων χιλιοστών. Αυτός ο σωλήνας λεγόταν κοιμίστρα̤ καθώς είχε ναρκωτική ιδιότητα. Αυτός ήταν ο λόγος που τον έδεναν στο χαϊμαλί του παιδιού ή στην κάμαρα της κούνιας του για να προκαλέσει ύπνο στο παιδί. Κάποια χόρτα τα έτρωγαν ωμά και τέτοια ήταν : τα τσουντσούνας, καρτσάλας, λαφυρίτας, ξηρά και μαγειρεμένα τα σκορδοτσάγκια̤, κορασίτας, μαυρολάχανα, καλαμάνια, κογκολόσ̆ια̤, αυλούκια̤, ρεφανίτας κ.ά. Στις άκρες των χωραφιών φύτρωνε ένα ψηλό χόρτο με κλαδιά που είχαν πολύ ιδιάζουσα οσμή. Στο χωριό μας, το έλεγαν πουγγίτας ενώ στη Χαβίανα το έλεγαν μαντάκια̤ με το οποίο παρασκεύαζαν εύγεστο πασ̆κιτανοσ̆ούρβ.
Βαίνω
Διαβαίνω = περνώ, Εδεβήνα, εδέβα, δέβα, δεβάτε. Η δέβα = το πέρασμα. Γουρπάν ‘ς σα δέβας ισ’ = (χαϊδευτική έκφραση για τα μικρά παιδιά), να χαρώ το περπάτημά σου, να σε χαρώ. “Άλλο ‘ς σο σπίτι σ’ ‘κ̆’ έρχομαι ‘ς σην αύλια̤ σ’ ‘κ̆ι δια̤βαίνω”. Διαβαίνω και αντιδιαβαίνω = περνοδιαβαίνω. Αντιδιαβαίνω = προσπερνώ. Αντιδιαβαίνω και Εντιδέβα τον = τον προσπέρασα/ξεπέρασα. Απιδιαβαίνω = παραμελώ, αφήνω. Απιδέβα μας = άφησε μας ήσυχους, τράβα στο καλό σου. “Άλλεν κόρην εγάπεσα κι εσέν’ θ’ απιδια̤βαίνω”. Πεδια̤βαίνω = περνώ από πίσω, υπερβαίνω το βουνό. Επιδέβεν ‘ς σο ραχ̆ίν οπίσ’ = πέρασε πίσω απ το βουνό. Επιδέβεν τ’ οσπίτ’ν ατ’ = παραμέλησε το σπίτι/οικογένεια του. Επιδέβεν ο ήλον = έδυσε ο ήλιος. ‘Σ ση ήλ’ την πιδέβαν = στη δύση του ήλιου. Εβγαίνω = βγαίνω. Εξέβα τον ανέφορον. Εξέβεν ΄ς σο μήλον απάν’. ‘Σ ση ήλ’ την έβγαν. ‘Σ ση φέγγονος την έμπαν. Βγαλμένος: “Σχ̆ηχούνα μ’ το κοτσόν τ’ αντσί σ’, το σκούλος τ’ εβγαλμένον”
Εμπαίνω = μπαίνω. Έμπα.
Ανηβαίνω (για τη ζύμη) = φουσκώνω. Ενέβεν το ζουμάρ’ = φούσκωσε. Ανανήβ’ =άζυμον
Κατηβαίνω - κατεβαίνω, εκατέβα, κατέβα, κατήβα. Καταβασέα = αρρώστια, αποπληξία. Έρθεν ατόν κατεβασέα = έπαθε αποπληξία. Παραδια̤βαίνω = περνώ τα όρια. Τ’ ατουνού η ζαντία επαρεδέβεν = η τρέλα του, ξεπέρασε τα όρια. Επαρεδέβεν τ’ απίδ’ = το απίδι παραγίνωσε / έγινε υπερώριμο.
Κλητικόν «ῳ» ή «χῳ»
Στην κλήση των ονομάτων αντί του ῳ λεγόταν το αί: Παρασ̆κευή, αί Παρασ̆κευή. Γιωρίκα, αί Γιωρίκα. Στην κλητική τονίζεται πάντοτε η πρώτη συλλαβή έστω και προπαραξύτονη: Σόφια, Δέσποινη, Εύγενη, Γιώρικα, Μάγδαλενη, Άντρονικε, Χάραλαμπε.
Πρωτόγαλον - σ̆κυρόγαλον
Το γάλα των πρώτων ημερών μετά την γέννηση λεγόταν πρωτόγαλαν. Τον Αύγουστο, όταν το γάλα των προβάτων γινόταν πηκτό, το έβαζαν σε ένα δοχείο (χαλκόν ή τέντσερην) και το τοποθετούσαν στη φωτιά. Το έβραζαν για πολύ ώρα έως ότου γίνει πηκτό σαν γιαούρτι. Πρόσθεταν και λίγη ζάχαρη, οπότε γινόταν ένα εύγεστο φαγητό. Αυτό λεγόταν σ̆κυρόγαλο ή τουρκιστί κορομάζ.
Σερέκ’
Έτσι λεγόταν η κρούστα που σχηματιζόταν σε οτιδήποτε υγρό κατά τη διάρκεια που από πολύ ζεστό γινόταν κρύο. Για παράδειγμα το γάλα που έβραζε και μετά εσερέκωνεν (σχημάτιζε κρούστα). “Το γάλα σερεκών”.
Νόσος
Νόσον ‘κ̆ι’ παίρω = δεν παίρνω μυρωδιά. Δεν έχει σχέση με την νόσο = ασθένεια. Άλλη σημασία έχει το νοϊζω, επι ζώων, μυρίζω τα ίχνη, ιχνηλατώ. Ο σ̆κύλον έν’ πολλά νοϊτόν, νοϊζ’, άρκον’ ‘κ̆ι’ νοϊζ’ = δεν παίρνει μυρωδιά δεν μπορεί να παρακολουθεί τα ίχνη άλλου ζώου. Αγρονόετος = αργά καταλαβαίνει τη μυρωδιά, κατ’ επέκταση αργά αντιλαμβάνεται = ο ανόητος.
Χωμολέον
Δεν έχει σχέση και συνάφεια με τον χαμαιλέοντα. Πρόκειται για ζωύφιο που ζει μέσα στη γη. Ορισμένη εποχή του χρόνου σκάβει το χώμα και σχηματίζει μια οπή με κωνοειδές υψωματάκι. Άμον χωμολέον = για όποιον κρύβεται για να μη γίνει αντιληπτός / για να μη τον δουν. Χωμοδεύτια / χωμοδεύτρια = λεπτή δοκός τοποθετημένη στις αχυρώνες στην άκρη της στέγης για να συγκρατεί το χώμα (χωμο-δέτρια = δένουσα το χώμα).
Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου. Π.Η. Μελανοφρύδη Β΄ Μέρος. Διαβάστε και τα επόμενα αφιερώματα μαθαίνοντας έτσι τον πλούτο της ποντικής διαλέκτου. Πηγή: Π.Η.Μελανοφρύδης - Ποντιακή Εστία Τεύχος 147 - 168ον
Ποντιακή Διαλεκτολογία & Λαογραφία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com