• Home
  • Γλώσσα
  • Έγνεφος, Έγνεφα, Άγνεφα, Άγνεφος, 'Γνέφη, Γνέφα, Γνεφός, Έκνηφος, Εκνήφω, Νήφων (Διαλεκτολογία Πόντου)

Έγνεφος, Έγνεφα, Άγνεφα, Άγνεφος, 'Γνέφη, Γνέφα, Γνεφός, Έκνηφος, Εκνήφω, Νήφων (Διαλεκτολογία Πόντου)

Πολυδεύκης και Λύσσανδρος Κακουλίδης. Φωτογραφία Ελληνοπαίδων της Τραπεζούντας. Αρχείο Μέριμνας Ποντίων Κυρίων Τραπεζούντας. Έγνεφος - Έγνεφα (Διαλεκτολογία Πόντου)

1. Επίρρημα στην Κερασούντα την Τραπεζούντα και τη Χαλδία. Στη Σαντά λέγεται άγνεφα. Από το επίθετο έγνεφος παρ’ ο και άγνεφος ήτοι αυτός που είναι σε κατάσταση εγρήγορσης. Έκφραση: "Έγνεφα είμαι".  Έγνεφος - Έγνεφα (Διαλεκτολογία Πόντου) Παρακολουθείστε το βίντεο

2. Τα έγνεφα (‘γνέφη), έτσι λεγόταν στην Ινέπολη. Από το επίθετο έγνεφος = δηλαδή σε κατάσταση εγρήγορσης. Σχετική είναι η παροιμία: "Το ‘κ̆έ λέει ‘ς σα ‘γνέφα του, λέειν ‘το ΄ς σο μεθύσι (η παροιμία αυτή λέγεται στην ακριτομυθία του μέθυσου).

3. Επίθετο: Έγνεφος. Έτσι λεγόταν στην Κερασούντα, τα Κοτύωρα, τη Σάντα, τα Σούρμενα, την Τραπεζούντα, την Τρίπολη και τη Χαλδία, αλλά και άγνεφος στη Σάντα, ενώ ‘γνεφός στην Ινέπολη, την Οινόη και τη Σινώπη. Απ’ το αρχαίο έκνηφος – εκνήφω = γίνομαι νηφάλιος (νήφων). Το άγνεφος απ’ το ουδέτερο άγνεφον στον πληθυντικό τα άγνεφα (τα ‘γνεφα) και εκ του πλημμελούς χωρισμού τ’ άγνεφα εξ’ ου και ο ενικός άγνεφον.

Επίσης, το επίθετο έγνεφος έχει τις παρακάτω σημασίες:
4. Έγνεφος = Ο μη μεθυσμένος, ο νηφάλιος.
5. Έγνεφος = Ο ευρισκόμενος σε κατάσταση εγρήγορσης ο μη κοιμώμενος.
6. Έγνεφος = Μεταφορικά ο έξυπνος, ο ξύπνιος, ο δραστήριος. Υπάρχει η έκφραση: Έγνεφον παιδίν.
7. Στην προστακτική το γνέφω γίνεται Έγνεφα = ξύπνα

Πηγή: Ιστορικό Λεξικό της Ποντικής Διαλέκτου †Ανθίμου Παπαδόπουλου (Αρχείον Πόντου) Μνημεία λόγου της Ποντιακής φιλολογίας στα τοπικά γλωσσικά ιδιώματα των Ελλήνων του Πόντου

Ποντιακή Διαλεκτολογία & Λαογραφία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com 

Pin It

Print

Add comment


Security code
Refresh

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ