Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου Παντελή Η. Μελανοφρύδη. Το κατσίν (το μέτωπο).
• Το κατσί μ’ άσπρον έν’ = είμαι αθώος, τίμιος
• Το κατσίν ατ’ τα σ̆κυλία έλειξαν ατό = αδιάντροπος
Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου. Παντελή Η. Μελανοφρύδη με λήμμα το Κατσίν (μέτωπο)
• Εστύπωσεν το κατσίν ατ’ = κατσούφιασε
• Ελίβωσεν το κατσίν ατ’ = συννέφιασε το πρόσωπο του = θύμωσε πολύ, δυσαρεστήθηκε πολύ
• Το κατσίν ατ’ εφτά γάτα̤ εποίκεν = σούφρωσε το μέτωπο του, σκυθρώπασε
• Η κατσοδέτρα̤ = μικρό λευκό τσεμπέρι το οποίο οι γριές έδεναν στο μέτωπο τους για να συγκρατούν τα μαλλιά τους.
• Εκάτσωσεν το κατσίν ατ’ = δυστρόπησε – έδειξε δυσαρέσκεια
• Ασπροκάτσ’κον αγελάδ’ = αγελάδα με άσπρο μέτωπο
• Μαυροκάτσ’κον αγελάδ’ = αγελάδα με μαύρο μέτωπο
• Εγέλασεν το κατσίν ατ’ = έλαμψε το μέτωπο του από τη χαρά
• Τσ̆ιαπνίτσας κατσίν = λέγεται για αιμοβόρα και σκληρή γυναίκα
• Μαυροκάτσαινα ή εμαύρινεν το κατσίν ατς = ντροπιάστηκε, άτιμη γυναίκα (το ρήμα είναι: μαυροκατσώ)
• Ασ’ σο κατσίν ατ’ ικράχ εποίκα = τον βαρέθηκα – τον εβαρυάστησα
• Ασ’ σο κατσίν ατ’ ικράχ εφτάγω = τον σιχαίνομαι
• Ασπροπρόσωπος, στρογγυλοπρόσωπος ή στρογγύλα και φεγγαροπρόσωπος = όμορφη σε αντίθεση προς το λυροπρόσωπος = μακρυπρόσωπος = άσχημη
• Ασ’ σο κατσίν ατ’ ποι ρούζ’ σκοτούται = κατσουφιασμένος, υπερόπτης, αμίλητος
• Ασ’ σο φρύδ’ν ατ’ ποι ρούζ’ σκοτούται = κατσουφιασμένος, υπερόπτης, αμίλητος
• Πίσ’ προσώπ’ς = εν απουσία τινός. Παροιμία: Πίσ’ προσώπ’ς τη Βασιλέα, την μάναν πα υβρίζ’νε
• Παρέξ’ τα τίμια τα προσώπ’ς ή Παρέξ’ τα τίμια τα προσώπατα ή Παρέξ’ κι απ’ εσέν’ = συγγνώμη για τη φράση (όταν λένε καμία υβριστική ή απρεπή λέξη). Παραδείγματα: Έρθα με το γαϊδούρ’ ιμ’, παρέξ’ κι απ’ εσέν’. Τον χρόνο το εγυναίκ’σα, παρέξ’ κι απ’ εσέν’. Ατότες ‘ς σον Γιάννεν έμνε έμποδος, παρέξ’ κι απ’ εσέν’.
• Το πρόσωπον ατ’ ‘κ̆’ είδα =δεν τον είδα
• Τα τρανά τα προσώπατα = οι μεγαλουσιάνοι, οι προεστοί
• Τον πρόσωπο μ’ αν ‘κ̆’ ελέπ’ς να μη…. = αν δε με δείς προσωπικά να μη….
• Ελάγκεψεν σα κατσία τ’ κι άν’ = του απάντησε με αυθάδεια
• Άμον χρησ̆άφλα λαγγεύ’ ‘ς κατσία κι άν’ =αυθαδιάζει, αντιμιλά απρεπώς
Χρησ̆άφλα = κίτρινη σαύρα, μεγαλύτερη απ’ την κανονική κοινή σαύρα η οποία ονομαζόταν τσ̆ιχρίτας. Η χρησ̆άφλα λέγεται και κοβοτσούτσα.
• Το πρόσωπον ατ’ άμον τ’ αποθεμενίων ο σαής = χλωμός, κίτρινος, αδύνατος
• Έλειψεν ασό κατσίν ατ’ = το κατέστρεψε, το χάλασε
Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου Παντελή Η. Μελανοφρύδη. Πηγή: Ποντιακή Εστία τεύχος 51-55-56 για το λήμμα: Το κατσίν = το μέτωπο.
Ποντιακή Διαλεκτολογία & Λαογραφία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com