• Home
  • Γλώσσα
  • Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου Παντελή Η. Μελανοφρύδη. Για τ’ ωτία (για τ’ αυτιά)

Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου Παντελή Η. Μελανοφρύδη. Για τ’ ωτία (για τ’ αυτιά)

Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου Παντελή Η. Μελανοφρύδη Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου Παντελή Η. Μελανοφρύδη Για τ’ ωτία (για τ’ αυτιά). Πηγή: Ποντιακή Εστία τεύχος 51-55-56

• Πως ακούς; = πως σε λένε

• Πως ακούει το παιδίν = ποιο είναι το όνομα του παιδιού. Απάντηση: Κωνσταντίνε. Λέγεται και: Πως λένε ‘σε ή πως έν’ τ’ όνομα σ’; Κάποιες φορές αστειευόμενοι στην ερώτηση Πως Ακούς; Απαντούσαν: ασ’ ωτία (απ’ τ’ αυτιά)

Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου. Παντελή Η. Μελανοφρύδη Για τ’ ωτία (για τ’ αυτιά)

• Τ’ ωτία τ’ και τα χ̆ειτία τ’ παίζ’νε = είναι ατσίδα – πολύ έξυπνος. (χ̆ειτία είναι οι κεραίες του κοχλία, του σαλιγκαριού)
• Τη κόχλονος τα χ̆ειτία = μεταφορικώς για τον άνθρωπο και το σκυλί λέγουν: Εχ̆είτωσεν και τερεί = για το σκύλο, τέντωσε τ’ αυτά του και κοιτά
• χ̆είτ’ ακεί πέραν κι έσ’ = κοίτα εκεί
• χ̆ειτίζ’ και τερεί = κρυφοβλέπει, σηκώνει το κεφάλι του και κρυφοκοιτάζει
• σκουλαρίκ’ ποίσον-α σ’ ωτία σ’ = να θυμηθείς αυτό που σου λέγω
• Τ’ ωτία τ’ άμον λαβάσ̆α̤ = λέγεται για άνθρωπο με μεγάλα αυτιά. Υπήρχε μάλιστα η πρόληψη ότι όποιος είχε μεγάλα αυτιά ήταν παλληκάρι
• Εκρέμασεν τ’ ωτία τ’ = ταπεινώθηκε
• Σύρω τ’ ωτία = τραβάω τ’ αυτιά. Όταν γιόρταζαν τα παιδιά, τους τραβούσαν τ’ αυτιά και τους εύχονταν: να ζείς με τ΄όνομά σ’, να χ̆αίρεσαι με τ’ όνομά σ’ ενώ τα τελευταία χρόνια λεγόταν και η εκ Ρωσίας ευχή: να χ̆αίρεσαι με τον άγγελο σ’.
• Επαρείδα = δεν είδα καλά – δεν διέκρινα
• Είδα με το παραπάν’ = το διέκρινα πολύ καλά
• Το είδα – είδα και τ’ άλλα πα επαρείδα = έχω βασανιστεί πολύ – έχω κακοπαθήσει
• Εκείνε η μάρ’σα εξέρ’ το είδεν = εκείνη γνωρίζει τι έχει τραβήξει
• Είχ̆εν και παρ’ είχ̆εν = είχε αφθονία
• Έσυρεν κι επέσυρεν = τράβηξε πολλούς πόνους, πολλά βάσανα
• Τσαμών τ’ ομμάτα̤ μ’ = κλείνω τα μάτια μου, μεταφορικά σημαίνει πεθαίνω. Παροιμιώδεις εκφράσεις: Ετσάμωσε τ’ ομμάτ’ α̤τ’ κι εγλύτωσεν. Ασό τσαμώνω τ’ ομμάτα̤ μ’ κι υστερνά, ούντα̤ν θέλετε ποίσ’τε
• Καμπώνω τ’ ομμάτα̤ μ’ (και) εκαμπώθα = (έκφρασις Σουρμένων)δεν βλέπω
• Επαρέκ’σα = δεν άκουσα καλά. Ενίοτε έχει τη σημασία: άκουσα παραπάνω. Φράση: Εκείνε ουντάς ύβρισε ‘με, εγώ έκ’σα ‘το και επαρέκ’σα ‘το, άμαν….

Ποντιακή Διαλεκτολογία & Λαογραφία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com 

Pin It

Print

Add comment


Security code
Refresh

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ