Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου Παντελή Η. Μελανοφρύδη για τ’ Ομμάτα̤, τα Φρύδι͜α, τα Ρωθώνια, τα Μυτία, τα Τσα̤γκάδας, το Στόμα, τα Γναφία και τα χ̆είλι͜α.
• Τ’ ομμάτ’ έγκεν άδολο (έκφραση Ματσούκας – Σουρμένων) = το μάτι έφερε ασπράδι
• Έγκεν ασ’ ομμάτα̤ (φράση για τη στέρηση και την πείνα) = έφερε ασπράδι το μάτι του, όμοια με τη φράση: ο σ̆κύλον ασό τέρεμαν εψόφεσεν
• Τ’ ομμάτα̤ τ’ ετσινά̤κ’σαν = απ’ το χτύπημα, άστραψαν τα μάτια του
Γλωσσολογικά - Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου Παντελή Η. Μελανοφρύδη
• Δεινά ελέπω = δεν διακρίνω καλά. Φράση: Εγώ ασην κοτύλα μ’ φώς ‘κ̆’ είδα, κι αν είδα πά, δεινόν έτον = από ξένο άνθρωπο δεν περιμένω βοήθεια
• Το μυτίν ατ’ ξυμιτόν έν’ = είναι υπερήφανος, έχει ψηλά τη μύτη του
• Τα ρωθών͜ια τ’ επήραν αέραν = πολλή φόρα πήρε, δε λογαριάζει κανένα
• Φυσά τα ρωθών͜ια τ’ = ξεφυσάει απ’ το θυμό του
• Μυξέας & Μυξερία = μυξιάρης
• Υλίζ’ το μυτίν ατ’ = τρέχει η μύτη του. Φράση: Σον παρχάρ’ πά έρθα εύρα ‘σε και το μυτί σ’ ξάν ύλιζεν = σε βρήκα στην καλύτερή σου εποχή και πάλι κακομοιριασμένος ήσουν
• Ματώνω τα μυτόχ̆ειλα σ’ = (απειλή), θα σου σπάσω τα μούτρα
• Μουντρούγας = άνθρωπος πάντοτε σκυθρωπός και αμίλητος
• Ωτίν, μυτίν ‘κ̆ι επέμ’νεν = δεν έμεινε κανείς (και τίποτα)
• Εκλειδώθαν τα γναφία τ’ = από τον φόβο του έκλεισε το στόμα του, δε μπορεί να μιλήσει
• Εκρέμασεν τα χ̆ειλά̤ ή Εκρέμασεν τα βριχ̆είλ͜ια τ’ = δυσαρεστήθηκε
• Βρίχ̆ειλας = αυτός που έχει μεγάλη χείλη
• Κρά το στόμα σ’ ή Τσούρα το = σιώπα – σώπασε
• Κι επεχαράκωσεν το στόμα ατ’ ή Τσιρνίαν ‘κ̆’ εξέγκεν = δε μίλησε, δεν άνοιξε κάν το στόμα του
• Εκαράκωσεν το στόμαν ατ’ = έκλεισε το στόμα του και δε μιλά
• Τα χ̆είλα̤ τ’ άμον πουρτέκα̤ = έχει χοντρά χείλη
• Τσερίζω τα γναφία σ’ ή Τσερίζω τα τσ̆αγκά̤δα̤ς ισ’ = (απειλή) θα σου σπάσω το σαγόνι
• Τσερίζω τα γριβίλα̤ σ’ (έκφραση στα Σούρμενα) = (απειλή) θα σου σπάσω το σαγόνι
• Ετρόμαξαν τα τσαγκά̤δας ατ’ = τρέμουν τα σαγόνια του απ’ το φόβο
• Κοψά̤δας = το κόψιμο, οι γραμμές, οι ρυτίδες του προσώπου
• Γουρτζα̤νίζω τα δόντα̤ = τρίζω τα δόντια, φοβερίζω
• Κιακιάϊς = βραδύγλωσσος (ονοματοποιημένη λέξη από το κ̆ιά-κ̆ιά)
• Εμερδέλτσεν η γλώσσα τ’ ή Εκορδυλλά͜εν η γλώσσα τ’ = μπερδεύτηκε η γλώσσα του από φόβο ή ταραχή
• Εστίμνωσεν τα χ̆είλα̤̤ τ΄ς = έκλεισε σφιχτά τα χείλη της από δυσαρέσκεια
• Στιμνώνω = κρατώ μάχ̆. Το μάχ̆ αφορούσε σε παλιό έθος σύμφωνα με το οποίο λόγω σεβασμού η νύφη δεν έπρεπε να μιλά στα πεθερικά της
• Μετρώ τα δόντα̤ τ’ = τον ζυγίζω, μαθαίνω τα μυστικά του
• Τα δόντα̤ τ’ς άμον ζινίσ̆ι͜α = τα δόντια της είναι σαν χάντρες
• Τα δόντα̤ τ’ είν’ επίχλωμα κι η κάρδι͜α τ’ καρφουρίζει = είναι αδύναμος, χλωμός αλλά η καρδιά του βράζει, είναι παλληκάρι
• Χουρουγκίζω = ρογχαλίζω. Εξ’ ου και το επίθετο χουρουγκέας
• Μουθουγκέας = αυτός που μιλά με τη μύτη του
• Σην γούλα σ’ ‘κ̆ι’ ερούξεν = δε σε μέλλει – δε σου πέφτει λόγος
• Εκρέμασεν την γούλαν = πήρε ύφος ταπεινωτικό, παρακλητικό, πονεμένο, παραπονιάρικο. Φράσεις: Εγώ γουλέας ‘κ̆’ είμαι, παραπονέας είμαι. Κρίμαν μιστόν, ‘ς σην γούλα σ’
• Επεκρεμάγεν ‘ε σην γούλαν ατ’ = στήριξε όλες τις ελπίδες στον εαυτό του
• Τρανογούλ’τς, γουλέας, λήμαργος = λαίμαργος – κοιλιόδουλος
• Η γούλα τ’ κι η προίκα τ’ = η μόνη του φροντίδα είναι το φαγητό και τίποτε άλλο
• Παργούλ = όγκος στο λαιμό
• Χειλέντρ’ = η δίπλα του πάχους κάτω από το σαγόνι (το προγούλι)
Γλωσσολογικά - Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου Παντελή Η. Μελανοφρύδη Πηγή: Ποντιακή Εστία τεύχος 55. Θεσσαλονίκη Ιούλιος 1954.
Ποντιακή Διαλεκτολογία & Λαογραφία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com