Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου Παντελής Η. Μελανοφρύδη Πηγή: Ποντιακή Εστία τεύχος 56. "Για τα χ̆έρι͜α, τη βούρα και τα δάχτυλα".
• Τα χ̆έρα̤ τ' μακρέα είναι = είναι κλέφτης
• Τσακωμένον χ̆έρ’ σο μανίκ’ = λέγεται για άνθρωπο άπειρο και ανίκανο όπως το σπασμένο χέρι
• Το μανίκ’ν ατ’ κοντόν έν’ = είναι πτωχός
Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου Παντελή Η. Μελανοφρύδη
• Λείχ̆’ την απαλα̤μιά̤ν = πίστευαν ότι η αρκούδα κατά τη χειμερία της νάρκη έλειχε την παλάμη της και ζούσε χωρίς τροφή. Η παραπάνω φράση σημαίνει: Ζεί με τον αέρα, με φτώχεια. Σε ένα παιχνίδι τα παιδιά τρίβοντας το δείκτη της δεξιάς στην αριστερή παλάμη έλεγαν:
Κούτσα λέα – λέα – λέα !
τη καμελί τα δάχτυλα
κρούω και κουράζ’ ατά
• Δαχτυλά̤ζω = δοκιμάζω το μέλι ή το βούτυρο με το δάχτυλο
• Δαχτυλέας = τα αποτυπώματα των δακτύλων
• Αγκώνα = μέτρο μέτρησης ίσο με έναν αγκώνα. Έτσι μετρούσαν τα εγχώρια σάλια από τα οποία οι γυναίκες κατασκεύαζαν πανωφόρια (τσόχας) ενώ οι άντρες τα σαλβάρια και τις ζίπκες
• Έπραξεν τ’ αγκώνας = από την απελπισία του άρπαξε τις αγκώνες, δηλαδή σταύρωσε τα χέρια
• Ντό αίρτυσες σο χ̆έρ’ -ιμ’ ν’ αλείφτω σο κατσί σ’; = τι καλό μου έκανες για να σου το ανταποδώσω;
• Κρατώ χ̆έρ’ = βοηθώ, υποστηρίζω κάποιον. Φράση: Ο πεθερός ατ’ εκράτησεν ατόν χ̆έρ’
• Τρίβω τα χ̆έρα̤ μ’ = σημείο απελπισίας
• χ̆έρ’ με χ̆έρ’ = χέρι με χέρι – δηλαδή: δώσε πάρε
• Το χ̆έρ’ νύφτ’ το χ̆έρ’ και τα δυό το πρόσωπον
• Το χ̆έρ’ν ατ’ σο κρύον (ή) σο χουλέν’ ‘κ̆ι’ κρούει = δεν απλώνει το χέρι του πουθενά = δεν κάνει καμία δουλειά
• Το χ̆έρ’ν ατ’ κάθεν καικά έν’ = είναι άπορος
• Έσυρεν το χ̆έρ’ ασ’ ατό τη δουλείαν = αποσύρθηκε από μια εργασία ή υπόθεση
• Τα δάχτυλα τ’ άμον φραχτία = λέγεται για σπάταλο άνθρωπο
• Χερέα = μονάδα μέτρησης με το πλάτος μιας παλάμης ίση με τον αριθμό πέντε (5). Φράσεις: Έναν χ̆ερέαν = πέντε // Εμοιράζαμε από πέντε χ̆έρα καρύδα̤ = πήραμε από 25
• χ̆ερόβολον = ένα δράγμα στάχυα. Όταν θέριζαν και τύχαινε να περάσει κάποιος διαβάτης (προ παντός γνωστός ή συγγενής), οι γυναίκες σήκωναν ένα χειρόβολο και τον καλωσόριζαν. Ο διαβάτης έδινε τότε φιλοδώρημα ένα ως πέντε γρόσια. Φράση: Εξέγκεν ατόν χ̆ερόβολον
• χ̆ερότ’ ή χ̆ορότ’ (χερόπανο). Αποτελείτο από δύο μικρά τετράγωνα λευκά πανιά ενωμένα μεταξύ τους με υφασμάτινο λουρί. Ήταν διακοσμημένα με διάφορα κεντήματα, αετούς, λουλούδια μονογράμματα. Ήταν μάλλον διακοσμητικά και τα κρεμούσαν κοντά στο χουλα̤ρόν. Το καζάνι το κατέβαζαν με πιάστρες κατασκευασμένες από σάλι.
• Έναν βούραν ή έναν βουρέαν = μονάδα μέτρησης, όσα χωρά στο χέρι, σε μία φούχτα
• Έναν γοσ̆ιάν = όσα χωρούν σε δύο χέρια ενωμένα
• Βουράνω = πιάνω με τη φούχτα ή δίνω κάτι στο χέρι ενός άλλου. Φράση: Εβουρίασεν ατόν τα λίρας
• Χ̆ερικόν. Φράσεις: Εποίκεν ατόν χ̆ερικόν = αγόρασε πρώτος το πρωϊ από έναν έμπορο. Το χ̆ερικόν ατ’ καλόν έν’ = έχει καλό χερικό (όπως: έχει καλό ποδαρικό).
• Το χ̆έρ’ ιμ’ στο καλόν = κάποιος έχει μια πληγή και μας δείχνουν σε ποιο μέρος του σώματος είναι. Απλώνουν το χέρι τους επάνω μας και λένε: αδά κά έν’ η γερά, το χ̆έρ’ ιμ’ σο καλόν = εύχομαι να μη γίνει και σε σας αυτή η πληγή (σαν να ζητούν συγνώμη).
• Χ̆ερομύλ’ = χειρόμυλος
Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου Παντελής Η. Μελανοφρύδη Πηγή: Ποντιακή Εστία τεύχος 56. "Για τα χ̆έρι͜α, τη βούρα και τα δάχτυλα".
Ποντιακή Ιστορία – Λαογραφία και Διαλεκτολογία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com