Κερχανά - Παρχανά - Τσανεύω. Πολύ συζήτηση από ένα μικρό λάθος. Του Σταύρου Κανονίδη
Ας κόφτω με το μέλ’ στην συζήτηση που άνοιξε ο κ. Γ. Σουμελίδης και συνεχίζει ο κ. Π. Μελανοφρύδης. Το ξέρω ότι βρίσκονται και οι δυό τους καλά στο χωράφι τους και εάν υπάρχει παρείσακτος αυτός χωρίς άλλο είμαι εγώ. Τους ξέρω όμως τόσο καλόβουλους και τους δυό ώστε φόβο να μου θυμώσουν δεν έχω.
Όσα παρατηρεί ο κ. Σουμελίδης για το θαυμαστό τρόπο αφομοιώσεως και εξελληνισμού του ξενικού γλωσσικού υλικού που δανείστηκε ο λαός στην αναστροφή του με τον τούρκο, είναι πολύ ενδιαφέροντα. Υπογραμμίζουν την αφομοιωτική δύναμη της γλώσσας που τρείς χιλιάδες χρόνους τώρα κυλάει από τις στοιχειωμένες ομηρικές της πηγές, αείρρους και αένναος, πανάρχαιη και πάντα καινούρια και ζωντανή – καταπληκτικότερη μέσα σε όλα τα καταπληκτικά που συνθέτουν το ελληνικό και αρδεύει την πνευματικήν Οικουμένη. Και δίνει ακόμα υψηλότατο το μέτρο του πλαστικού δαιμονίου του λαού που και στον ξεπεσμό του εξακολουθεί όχι να ελληνίζει απλώς αλλά να εξελληνίζει πλουτίζοντας με όλους τους τρόπους τα εκφραστικά του μέσα. Με τις παρατηρήσεις του ο κ. Σουμελίδης ανοίγει στο μελετητή και στον ερευνητή έναν καινούριο τομέα που δεν θυμάμαι κανέναν άλλον που να τον επρόσεξε. Θα διαφωνήσω όμως μαζί του ειδικά στους στίχους του μοιρολογιού όπου με τόση επιτυχία ο μοιρολογητής λαός δείχνει την πλαστική και την αφομοιωτική τέχνη του: «Γουρπάντ’ς οσπιτοχάλαστε και τζακοποζεμέντσα, εχάλασες την κερχανά σ’ κι επόζεψες το κέχρο σ’». Κερχανά, Παρχανά & Τσανεύω του Σταύρου Κανονίδη. Ποντιακή Διαλεκτολογία. Έχω τη γνώμη πως εδώ όλη η συζήτηση όπου έχει εμπλακεί και ο κ. Μελανοφρύδης κι ως ένα σημείο και ο κ. Φίλων Κτενίδης δεν μπορεί να φτάσει σε άκρη γιατί έχει ξεκινήσει από αφετηρία όχι σφαλερή αλλά ψεύτικη. Το ψέμα βρίσκεται στο δεύτερο στίχο, που χωρίς να ανατρέξω στην πηγή του κειμένου του (τούτο θέλει πολύν καιρόν και δεν νομίζω να ενδιαφέρει) υποστηρίζω και πιστεύω ότι δεν γράφεται σωστά. Όπως θυμούμαι και άκουσα το μοιρολόϊ αυτό είναι πάγκοινο (κοινό τις πάσι) και βρίσκονταν στα στόματα των ηλικιωμένων γυναικών στα μέρη μας, που έπειτα από ένα όριο ηλικίας δεν τραγουδούσαν αλλά εμοιρολογούσαν, στη δουλειά τους την καθημερινή, προ πάντων όταν εθέριζαν. Η ορθή γραφή του στίχου αυτού πρέπει να είναι: «Εχάλασες την παρχανά σ’ κι’ επόζεψες το κάστρο σ’». Και απορώ αληθινά με τον κ. Μελανοφρύδη. Θέλω να πω ότι δε μπορώ να αντιληφθώ τι είναι εκείνο που τον έπεισε ν’ απαρνηθεί την δική του ορθότερη γραφή και να παραδεχτεί την άλλη. Δεν θέλω να πω ότι την ξέρω κατά πλάτος και βάθος τη διάλεκτο σε όλη της την έκταση και στις υποδιαιρέσεις της. Θα ήταν ανόητος ένας τέτοιος ισχυρισμός. Την ξέρω όμως αρκετά και έχω κάποια εμπιστοσύνη στην ακουστική μου ευαισθησία, ας το πω κι αλλιώς, στη γλωσσική μου αίσθηση. Λοιπόν την λέξη κέχρο δεν την ξέρω, δεν την θυμούμαι, δεν την άκουσα. Και παράξενα δεν είναι βέβαια καθόλου όλα αυτά. Θα υπάρχουν πολλές που δεν τις ξέρω και δεν τις άκουσα, τούτη όμως υποστηρίζω πως δεν υπάρχει. Ξέρω το κεχρί αλλά τι θέση μπορεί να έχει το κεχρί εδώ πέρα; Αλλά λέγουν ο κέχρος ή ο κέγρος εδώ όμως είναι ο κερχανάς. Το αποκρούω. Η ποιητική ανάγκη καμιά φορά στρεβλώνει τις λέξεις (στη λαϊκή ποίηση πολύ σπάνια) ενώ στην άλλη τη λόγια συχνότερα, σε τέτοιον όμως αντιγλωσσικόν, αντιαισθητικόν, αντιποιητικόν βαθμόν όχι. Έρχομαι τώρα στον κερχανά. Εδώ δεν μπορώ να είμαι τόσο κατηγορηματικός. Μπορεί να βρέθηκε κάποια που να ήταν κάτοχος κεραμουργείου και να την εμοιρολόγησαν έτσι. Μ’ όλο που είναι απίθανο γιατί αυτή η δουλειά είναι δουλειά ανδρών. Χωρίς να αποκλείω να εμοιρολογήθη έτσι κάπου, κάποτε, κάποια κεραμουργός, λέγω πως δεν θυμούμαι να την άκουσα, ειδικά στον στίχο τούτου του μοιρολογιού. Άκουσα όμως την παρχανάν. Παρχανάν έχει ο πάσα ένας και η κάθε μία. Οι κεραμουργοί είναι μονάδες. Τι είναι τώρα ο παρχανάς ή η παρχανά; Η πατριά, η ομάδα, η παρέα, η συντροφιά, καμιά φορά και η συμμορία, η σπείρα ληστών ή λαθρεμπόρων. Παραθέτω μερικά παραδείγματα:
* Έτον ση Γεώρ’ ση Γιάνν, σ’ Αλή την παρχανάν.
* Εχωρίεν ασ’ σην παρχανάν ατ’
* Έρχουσαν – έρχουνταν – έρθαν – εκάθουσαν (στα πανηγύρια) παρχανάδες, παρχανάδες.
Επρόφτασα τον Ζαράγκον τον Στοφόρον χαριτωμένο γεροντάκι από του Στεφανάντων και τον άκουσα πολλές φορές, όταν του πήγαινα τον καφέ που τον εφίλευε η μάνα μου, ή του έφερνα κρύο νερό από τη βρύση, να μου λέει αργά σε τόνο απαγγελίας, λίγο τσεβδά (είχε χάσει τα δόντια του) την στερεότυπη ευχή που εσυνήθιζε. Ας την αποθησαυρίσω με την ευκαιρία αυτή:
«Να ζή η Γούρενα σ’, άνθεν η παρχανά σ’, κάθεν τα χωρία σ’ - Άξιος μπαλτατζήπασης και μη ποπάς»
Ευλαβέστατος ήταν ο θείος Στοφόρον στη λειτουργία εκείνος θα έλεγε (αν ήταν παρών) το Πιστεύω και το Πάτερ ημών. Όμως επέμενε στο «μη ποπάς». Οι Κρωμναίοι (οι συγχωριανοί του συγγραφέως Σταύρου Κανονίδη) για να πειράξουν τους γείτονές τους Ιμεραίους ως μη ομονοούντας, συνήθιζαν να λένε: «Οι Γιμερίτ’ οχτώ ‘νομάτ’ κι εννέα παρχανάδες!» Για το τσάνεμαν και το τσανεύω φοβούμαι πως η γνώμη μου είναι πολύ φτωχή. Θα αποκλείσω όμως τη σχέση του με το τουρκικό tzan. Τσανεύω λέμε εμείς κι όχι τζανεύω. Η αναγωγή στους Σαννούς, στους Τσαννούς, τους Τσαπνήδες (Τσαπνίας αιγίδ’), μου φαίνεται παρατραβηγμένη. Παρατραβηγμένη μου φαίνεται και η εννοιολογική συσχέτιση του τσανεμμένος με το επιπόλαιος, καπριτσιάρης κλπ. Μπορεί να συμβαίνει να είναι ο επιπόλαιος ή ο καπριτσιάρης και τσανεμμένος, δεν είναι όμως και κατ’ ανάγκην τέτοιος. Τσανεμμένος είναι ο χαδιάρης, ο χαϊδεμένος, ο λαλασ̆εμένος. Ούτε με το ζαντός πρέπει να έχει καμία σχέση. Ζαντός είναι ο παράφρονας, ο έξαλλος, ο τρελός, καμιά φορά και ο παράτολμος μεταφορικά. Πιο εύλογη νομίζω είναι η συσχέτιση με το κανακευμένος. Συνήθιζαν όμως να προσκαλούν (να λαλούν) τα νεογέννητα αρνάκια με τη λέξη τσαντσάν όπως τα σκυλάκια με το κούτι-κούτι. Δεν αποκλείεται από τούτο το κλητικό να προήλθε το τσανεύω. Υπόθεση κάμνω. Οι αποδείξεις μου λείπουν. Λόγον λέω, νόμον κ̆ι στένω. Καρχανά, Κερχανά, Κέργο, Κέχρο, Τσάν & Τσανεύω - Γλωσσολογικά Πόντου Π. Η. Μελανοφρύδη
Λεξιλόγιο:
• Ομονοέω, ομονοώ = έχω την ίδια γνώμη, συμφωνώ από κοινού, εναρμονίζομαι
• Τσαπνίας αιγίδ = μια ευγενής ποικιλία γαλακτοφόρων γιδιών
• Λαλασ̆εμένος ή λαλασ̆άρτ’ς = παραχαϊδεμένος
"Κερχανά - Παρχανά - Τσανεύω". Πολύ συζήτηση από ένα μικρό λάθος. Του Σταύρου Κανονίδη. Πηγή: Ποντιακή Εστία τεύχος 38-39, Θεσσαλονίκη 1953.
Ποντιακή Διαλεκτολογία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com