Τα προ της άλωσης γεγονότα στην Τραπεζούντα του Πόντου
Το κράτος του Πόντου ή αλλιώς η αυτοκρατορία του Πόντου προήλθε μετά την Δ΄ Σταυροφορία των Φράγκων το 1204 και μάλιστα μετά την κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας σε μια εποχή δύσκολη κατά την οποία ήταν γενική η εξάντληση των ηθικών και των υλικών δυνάμεων του Έθνους.
Οι Άραβες από τον Νότο, οι Τούρκοι και οι Μογγόλοι από την Ανατολή, οι Σκύθες και οι Τάταροι από το Βορρά και την Ανατολή, όλοι αυτοί κάτω από τη σημαία του Ισλάμ, επιδίωκαν την κατάκτηση εδαφών ο καθένας για το δικό του συμφέρον έχοντας όμως όλοι μαζί την αυτή κατεύθυνση και τον ίδιο σκοπό, την αφαίρεση Ελληνικών περιοχών και την εξασθένιση σιγά – σιγά του Ελληνικού Έθνους.
Από τα δυτικά οι Φραγκολατίνοι λέγοντας ότι προσπαθούν και αυτοί να αποκρούσουν τον ορατό κίνδυνο του Ισλάμ, φρόντιζαν ουσιαστικά να προσαρτήσουν πολιτικά και εκκλησιαστικά Ελληνικές περιοχές υποβοηθώντας έτσι τους από παντού εχθρούς του Ελληνισμού στο καταστροφικό τους έργο.
Επί 257 χρόνια το κράτος του Πόντου αποτελούσε τον προμαχώνα όχι μόνο του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού αλλά και το προπύργιο στις βαρβαρικές επιθέσεις ενάντια στον πολιτισμό, στο έννομο κράτος, στις ηθικές αξίες.
Ανέδειξε στρατάρχες, οικογένειες ευγενών όπως τους Τσανηχίτες, τους Γαβράδες, τους Υψηλάντες, τους Λαζαρόπουλους και πολλές άλλες οι οποίες πολλά πρόσφεραν στο Έθνος. Οι συνεχείς πόλεμοι έδωσαν στους Πόντιους άπειρες φορές τη χαρά της νίκης, μα και πολλές φορές δοκίμασαν την αποτυχία.
Πριν την πτώση της Τραπεζούντας η Μ. Ασία ολόκληρη, η Κωνσταντινούπολη, η Θράκη, η Μακεδονία, η Πελοπόννησος, αποτελούσαν ήδη τουρκικές επαρχίες.
Η Ευρώπη έκπληκτη μπροστά στη ραγδαία εξέλιξη από τη μια εξαιτίας των δικών της ενεργειών διότι με τις πολιτικές και εκκλησιαστικές προσαρτήσεις Ελληνικών περιοχών βοηθούσε έμμεσα τον απ' ανατολάς εχθρό και από την άλλη με την αδιάφορη στάση της για όσα συνέβαιναν στη Μ. Ασία, άρχισε να οργανώνεται στρατιωτικά και να περιμένει τις στρατιές του Πορθητή.
Μέσα σ' αυτό το χάος που δημιουργήθηκε από την τουρκική φυλή, στην Ευρώπη και στη Μ. Ασία κυρίως μετά την κατάλυση του Βυζαντίου μόνο μια Ελληνική περιοχή έμενε αδούλωτη με αποδεκατισμένες τις δυνάμεις από τις ατελείωτες αποκρούσεις των βαρβαρικών επιθέσεων και εξασθενημένη από τις συνεχείς άρπαγες ακραίων περιοχών από τον εχθρό. Ήταν η περιοχή και η πόλη της Τραπεζούντας.
Η Σινώπη έχοντας Μωαμεθανό Εμίρη και ο οποίος συνδεόταν φιλικά με τους Κομνηνούς, δέχτηκε πρώτη την επίθεση και πολιορκήθηκε από τους Τούρκους. Ήταν η αρχή του τέλους της Ποντιακής Αυτοκρατορίας.
Η Τραπεζούντα βλέποντας ότι, εξαιτίας των δικών της προβλημάτων δεν μπορούσε να βοηθήσει την Σινώπη, νόμισε ότι ήταν ευκαιρία να απομακρύνει τον κίνδυνο με αμοιβαίους όρκους φιλίας με τον επιδρομέα. Έτσι κι έγινε, για μικρό χρονικό διάστημα οι όρκοι αυτοί έδωσαν χρόνο ζωής στην Τραπεζούντα. Αλλά οι όρκοι και οι φιλίες της Τουρκικής πολιτικής ποτέ δεν είχαν και ποτέ δεν έχουν βάθος, η διάρκειά τους είναι τόση όση εξυπηρετεί τα συμφέροντα της και στην τελική περίπτωση της Τραπεζούντας κράτησαν μέχρι να υποτάξει όλες τις Ελληνικές περιοχές του Πόντου.
Η Αμισός ήταν ήδη υπόδουλη στον Μωαμεθανό δυνάστη μετά την ήττα της από του σουλτάνο του Ικονίου και την αναγνώριση του Πορθητή ως ανώτατου άρχοντα.
Η Τρίπολη η οποία βρισκόταν κοντά στην Τραπεζούντα καταλήφθηκε από τις τουρκικές στρατιές οι οποίες έφθασαν εκεί μετά την υποδούλωση της Νικόπολης.
Ο Χριστιανός διοικητής της Κερασούντας θεωρώντας όχι και τόσο τραγική την κατάσταση που περνούσε το Έθνος δεν υπάκουε στις εντολές του Αυτοκράτορα λέγοντας σ' αυτόν ότι ο κίνδυνος δεν τους αγγίζει.
Τα δέκα τρία οχυρωμένα φρούρια, τα ευρισκόμενα μεταξύ Οινόης και Φαδισάνης (τη γνωστή Φάτσα) τα ονομαστά ΛΙΜΝΙΑ, είχαν ήδη δοθεί ως προίκα στον Τούρκο Τοπάρχη Αρταμίρ μετά τον γάμο του με τη θυγατέρα του Αλέξιου Κομνηνού. Ουσιαστικά βέβαια αυτά δόθηκαν στον Αρταμίρ για να υπάρχει φιλία και η υποστήριξη του προς τους αυτοκράτορες. Αλλά είπαμε και προηγούμενα πόσο πολύ κρατάνε οι φιλίες και οι όρκοι των Τούρκων.
Αυτή τέλος η Οινόη η οποία είχε χριστιανικό ηγεμόνα, ο οποίος διορίζονταν από τον Αυτοκράτορα της Τραπεζούντας και να ήθελε να βοηθήσει την πρωτεύουσα δεν μπορούσε διότι και αυτή δεχόταν συνεχώς επιθέσεις από τις Τουρκικές στρατιές. Αλλά και οι περιοχές οι οποίες βρίσκονταν μεταξύ των δύο πόλεων είχαν παραδοθεί στους επιδρομείς.
Η αποστολή ναυτικής δύναμης ή βοήθεια από την θάλασσα δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί διότι η Τραπεζούντα αποκλείσθηκε ήδη από εκατό πολεμικά πλοία (άλλες πληροφορίες λένε από τριακόσια) κάνοντας ακόμη περισσότερο δύσκολη την κατάσταση για τους Έλληνες.
Βέβαια για την Χερσώνα, την Κολχίδα, την Κριμαία, τον Καύκασο, την Ιβηρία δεν γίνεται λόγος διότι άλλες από αυτές υποτάχτηκαν από τον Χάνη των Μογγόλων και των Τατάρων, άλλες δε ανεξαρτητοποιήθηκαν. Έτσι παραμονές της πτώσης του Ποντιακού Κράτους, η μόνη που απέμενε από όλες τις πόλεις που ανήκουν σ' αυτό ήταν η Τραπεζούντα με τις ελάχιστες παραλιακές περιοχές και οι επαρχίες της Ματσούκας και Χαλδίας, οι οποίες φυσικά δεν έπαυσαν να ενοχλούνται από τις εχθρικές επιδρομές.
Τα οικονομικά του κράτους εξαντλήθηκαν, έτοιμος στρατός υπολογίσιμος δεν υπήρχε, να συγκεντρωθεί και να εξοπλισθεί, χρειαζόταν τέτοιες δαπάνες τις οποίες το δημόσιο ταμείο δεν μπορούσε να τις καλύψει. Αλλά και οι φρουρές οι ευρισκόμενες στην περιφέρεια, γύρω από την πόλη δεν μπορούσαν να βοηθήσουν διότι και αυτές μόλις έφταναν για τις αποκρούσεις των ατελείωτων επιθέσεων του εχθρού.
Αυτή η γενική κατάσταση που επικρατούσε στο κράτος του Πόντου με τα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα, μέσα στην οποία με αγωνία ο τελευταίος Αυτοκράτορας προσπαθούσε να βρει κάποια λύση, ετοιμάζοντας συγχρόνως και την άμυνα της πόλης.
Από την άλλη πλευρά ο Μωάμεθ αφού κατόρθωσε να επεκτείνει την κυριαρχία του σε όλη την Μ. Ασία μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εξορμά προς την Ανατολική Ευρώπη και αφού με μυριάδες του τουρκικού στρατού υποδηλώνει όλα τα έθνη της, προχωράει προς την Πελοπόννησο αφήνοντας στο πέρασμα του μόνο την καταστροφή και το χάος. Η Ελλάδα υπόδουλη πλέον και αυτή στο βάρβαρο αλλόθρησκο, γνωρίζει μαζί με τον Ελληνισμό της Μ. Ασίας την απάνθρωπη καταπίεση ενός αδίστακτου τυράννου.
Αλλά τα σχέδια του Μωάμεθ δεν έχουν τελειωμό, για να γίνει κυρίαρχος των δύο ηπείρων και των δύο θαλασσών έπρεπε στις κατακτήσεις του να συμπεριλάβει και την Αυτοκρατορία του Πόντου, η οποία μέχρι τη στιγμή εκείνη έμενε ακόμα ελεύθερη.
Ο Μωάμεθ υπολόγιζε πάρα πολύ την αντίσταση των Ποντίων και την φυσική οχύρωση της Τραπεζούντας, και αυτός ήταν ο λόγος που άφησε στο τέλος της πορείας του την υπόθεση αυτή.
Επανερχόμενος από την Πελοπόννησο στην Μ. Ασία μετά τους νικηφόρους αγώνες του ο Πορθητής, αρχίζει την οργάνωση της μεγάλης επίθεσης κατά της Αυτοκρατορίας του Πόντου. Για να αποφύγει τον θόρυβο των ενεργειών του, διέδιδε ότι το στόλο που ετοίμαζε στην Κωνσταντινούπολη θα το χρησιμοποιούσε δήθεν κατά των Ενετών. Για το στρατό όμως τον οποίο συγκέντρωνε και εξόπλιζε στην Προύσα κανείς δεν γνώριζε τίποτα. Όταν μάλιστα ρωτήθηκε από τον Μολά της πόλης, εναντίον ποιών ετοιμάζεται αυτός ο μεγάλος στρατός, ο Μωάμεθ του απάντησε: «αν μια τρίχα της γενειάδας μου γνώριζε τα μυστικά μου θα την έκοβα».
Όταν όλα ετοιμάστηκαν όπως αυτός ήθελε, ξεκίνησε ξαφνικά κατά της Ποντιακής γης. Ο τελευταίος πυρήνας του Ελληνισμού της Ανατολής η έσχατη πολιτισμένη κοινωνία του Πόντου, ήταν ο στόχος του αιμοχαρή τούρκου στρατάρχη.
Πρώτη πόλη η οποία δέχεται την επίθεση των Τουρκικών στρατευμάτων, είναι η μητρόπολη των Ελληνικών αποικιών του Εύξεινου Πόντου, η «ευλίμανος» Σινώπη. Ο Μωάμεθ είχε πολλούς λόγους οι οποίοι τον οδηγούσαν να χτυπήσει πρώτα την πόλη αυτή η οποία εθεωρείτο η πλέον ισχυρή της περιοχής.
Ο Ισμαήλ βλέποντας τον όγκο του στρατού και τον αποκλεισμό της πόλης από ξηρά και θάλασσα, διαλύει τη συνθήκη φιλίας και συμμαχίας που είχε με τον Αυτοκράτορα μετά από απαίτηση του Πορθητή και συνθηκολογεί μ' αυτόν.
Πετυχαίνοντας τον πρώτο του σκοπό ο Μωάμεθ, δηλαδή την παύση της συμμαχίας Σινώπης – Τραπεζούντας και την συνθηκολόγηση μαζί του από τον άρχοντα της πόλης, μετά από ελάχιστο διάστημα ξεχνά τους όρκους φιλίας προς τον Ισμαήλ και πολιορκεί για δεύτερη φορά την πόλη αναγκάζοντας τον να παραδοθεί και να παραδώσει έτσι το ισχυρό φρούριο, παίρνοντας ο Ισμαήλ σαν ανταμοιβή την Φιλιππούπολη και ένα μεγάλο χρηματικό ποσό.
Και ενώ αυτά συνέβαιναν στη Σινώπη, φτάνουν από την Τραπεζούντα άνθρωποι του Αυτοκράτορα Δαβίδ, με σκοπό την υπογραφή της συνθήκης φιλίας με τον Μωάμεθ ώστε τα στρατεύματα του να μην περάσουν τα σύνορα του υπόλοιπου Ποντιακού κράτους. Πράγματι υπογράφεται η συμφωνία και οι υποσχέσεις δόθηκαν προς τους πρεσβευτές.
Αλλά όπως και στην περίπτωση της Σινώπης έτσι και εδώ, ο λόγος, η φιλία και οι συμφωνίες των Τούρκων κράτησαν ελάχιστα, ίσα που οι βάρβαροι να απολαύσουν τις κατακτήσεις τους και να χορτάσουν τα βρωμερά τους πάθη. Οι υποσχέσεις, οι συμφωνίες, οι συνθήκες, οι ένθερμοι λόγοι των τούρκων ποτέ δεν επαληθεύτηκαν τουλάχιστον σε ότι αφορά το Ελληνικό Έθνος. Από την εμφάνιση της απολίτιστης αυτής φυλής, που η μοίρα, μας έδεσε μαζί της, όσες προσπάθειες κι αν έγιναν παλαιότερα από τους Βυζαντινούς, από τους Κομνηνούς της Τραπεζούντας αλλά και αργότερα από τους υπεύθυνους κυβερνήτες της Ελλάδας, ποτέ δεν παγιώθηκαν σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας ανάμεσα στις δύο εθνότητες και αυτό εξαιτίας της εύπλαστης και υστερόβουλης πολιτικής των Τούρκων.
Αφού λοιπόν ο Μωάμεθ έγινε κυρίαρχος της Σινώπης, ξεχνά πολύ γρήγορα τις υποσχέσεις που πριν λίγο καιρό έδωσε στους απεσταλμένους του Αυτοκράτορα Τραπεζούντας και στέλνει τον πολυκάραβο στόλο του με δέκα χιλιάδες άνδρες στην πρωτεύουσα του Πόντου ώστε να παρενοχλεί συνεχώς τις φρουρές της πόλης για να μην οργανώσουν την άμυνα της.
Ο ίδιος με τις μυριάδες των πεζών, τους αμέτρητους ιππείς, εξορμά κατά της Παφλαγονίας την οποία υποτάσσει χωρίς μάχη και εν συνεχεία δια μέσου της Αμάσειας και της Σεβάστειας βαδίζει κατά του άρχοντα της Μεσοποταμίας του οποίου τα στρατεύματα συνεχώς υποχωρούσαν, βλέποντας το πλήθος του επιδρομέα.
Η κίνηση αυτή του Μωάμεθ δηλαδή να μη προχωρήσει μετά τη Σινώπη κατ' ευθείαν στην Τραπεζούντα με τον κύριο όγκο του στρατού του, ήταν μια έξυπνη κίνηση, διότι ήθελε πριν επιτεθεί σ' αυτήν, να αποκόψει κάθε βοήθεια που τυχόν θα ζητούσε ο Αυτοκράτορας από τους συμμάχους του. Και κυριότερος σύμμαχος του αυτοκράτορα Δαβίδ ήταν ο Ουζούν Χασάν της Μεσοποταμίας. Αυτός εκτός από φίλος των Κομνηνών ήταν και συγγενής τους, διότι η γυναίκα του ήταν κόρη του αδελφού του Δαβίδ Κομνηνού. Οι Κομνηνοί στα 257 χρόνια της εξουσίας τους στον Πόντο, συνδέθηκαν με συγγενικούς δεσμούς με πολλές αρχοντικές ή Βασιλικές οικογένειες των γύρω λαών, διατηρώντας έτσι την ειρήνη στην περιοχή, αλλά και επεκτείνοντας τα όρια του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Γι' αυτό και ο Ουζούν Χασάν σαν συγγενής και σαν σύμμαχος των Κομνηνών, θέλησε να βοηθήσει τον αυτοκράτορα στις δύσκολες ώρες που περνούσε.
Όμως μπροστά στις αμέτρητες στρατιές του Μωάμεθ αναγκάζεται να υποχωρήσει από τους αρχικούς του σκοπούς και όχι μόνο να διαλύει την συμμαχία του με τον Δαβίδ αλλά στέλνει τη μητέρα του σαν πρεσβευτή να συναντήσει τον Πορθητή και να του μεταφέρει την επιθυμία του να συνάψουν συνθήκη φιλίας και συμμαχίας αρκεί να μην επιτεθεί κατά της Μεσοποταμίας.
Κατά τα συνηθισμένα ο Μωάμεθ δέχεται να γίνουν όπως επιθυμεί ο Χασάν αλλά κρατάει σαν εγγύηση τη μητέρα του. Και η πρωτοφανής αυτή εγγύηση της ύπουλης συναλλαγής, κράτησε μέχρι την πτώση της Τραπεζούντας. Αργότερα ο κατακτητής του Ποντιακού Κράτους την έστειλε στην Μεσοποταμία με δώρα πολλά και με μεγάλες τιμές.