Αγώνες Ανεξαρτητοποίησης του Πόντου απ' τον 11ο αιώνα
Την εποχή που συνέβαιναν όλα αυτά τα δυσάρεστα γεγονότα για τον Ελληνισμό στην Κωνσταντινούπολη, η Χαλδία αποτελούσε το 21ο θέμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και η Τραπεζούντα ήταν η έδρα των έπαρχων της κεντρικής εξουσίας.
Μερικοί απ' αυτούς τους έπαρχους σε ανώμαλες καταστάσεις του Βυζαντίου, θέλησαν και κατάφεραν να ανεξαρτητοποιηθούν -για λίγο διάστημα- υποσχόμενοι στον λαό ελάττωση των φόρων και διάφορων αγγαρειών. Αυτό όμως δεν πετύχαινε πάντα, γιατί όλοι οι Έλληνες θεωρούσαν την ενότητα τους με το Βυζάντιο σαν εγγύηση της κοινής ασφάλειας και ολόκληρος ο ελληνισμός ύψωνε τα μάτια προς τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης θεωρώντας τον ως τον μοναδικό απονεμητή της δικαιοσύνης πάνω στη γη και ως αποτελεσματικό προστάτη από τους γύρω άγριους και βάρβαρους λαούς. Αγώνες Ανεξαρτητοποίησης του Πόντου απ' τον 11ο αιώνα. Αυτή η αντίληψη συγκρατούσε την ενότητα τους κάτω από την ενιαία εξουσία του αυτοκράτορα και υπεράσπιζε το κράτος εναντίον των Σαρακηνών, των Βουλγάρων, των Σλάβων και των άλλων εχθρών και αυτή διαφύλαξε το κράτος από τις κατά καιρούς επαναστάσεις και τον πρόωρο διαμελισμό. Από τότε όμως που άρχισαν να συμβαίνουν γεγονότα όπως αυτά που συνέβαιναν στην αυτοκρατορική αυλή αλλά και αργότερα το 1202 όταν χτυπήθηκε από τους Φράγκους η Κωνσταντινούπολη από τότε δυστυχώς αρχίζει να μπαίνει πιο έντονα στο νου των απόμακρων έπαρχων, η ιδέα του διαχωρισμού τους από το κέντρο και σιγά – σιγά και στο λαό, ο οποίος είχε ιδιαίτερα συμφέροντα κατά περιοχές και ιδιαίτερες αντιλήψεις για την αυτοδιοίκηση του. Έτσι κι όταν ακόμη επανήλθε η ηρεμία στην Κωνσταντινούπολη, δεν επανήλθε και η παλιά ενότητα, κι από τότε όσο γενναία κι αν αγωνίστηκε κατά τόπους ο Ελληνισμός, δεν μπόρεσε να προλάβει την πτώση του παρά μόνο να την αναβάλλει για λίγο διάστημα. Από τους έπαρχους, πρώτος επιχείρησε να αναλάβει κυριαρχικά δικαιώματα και να τα διατηρήσει για πολύ καιρό, ήταν ο Θεόδωρος Γαβράς, που καταγόταν από αρχοντική οικογένεια της Τραπεζούντας. Οι ρίζες της οικογένειας των Γαβράδων ξεκινούν από την Άτρα της Αργυρούπολης γι' αυτό και σε πολλά ιστορικά κείμενα θα τον βρούμε σαν το «βλαστό της Άτρας».Το 1071 όπως είναι γνωστό οι Σελτζούκοι Τούρκοι στη μάχη του Ματζικέρτ κατανικούν τον Βυζαντινό στρατό, συλλαμβάνουν αιχμάλωτο το Ρωμανό Διογένη, κατακτούν την μία μετά την άλλη τις περιοχές της Μικρασίας και ιδρύουν το 1072 το σουλτανάτο του Ικονίου. Έτσι διακόπηκε κάθε άμεση επικοινωνία ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και τις ασιατικές ελληνικές επαρχίες. Λίγα χρόνια αργότερα πέφτει στα χέρια των Σελτζούκων Τούρκων και η επαρχία της Τραπεζούντας η οποία παραμένει υπό την κυριαρχία των βαρβάρων μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα. Στην Κωνσταντινούπολη το διάστημα αυτό (τέλη 11ου αιώνα) στον αυτοκρατορικό θρόνο βρίσκεται ο Αλέξιος. Δίπλα του όμως υπάρχει και ένας μεγάλος στρατηγός ο οποίος στεφανωμένος από τις πολλές νικηφόρες μάχες κατά των Σελτζούκων, αποκτά όλο και περισσότερη δύναμη στη Βασιλεύουσα. Είναι ο «βλαστός της Άτρας», ο Πόντιος στρατηγός Θεόδωρος Γαβράς. Ο περίβλεπτος Κυρ Θεόδωρος Σεβαστός, Μέγας Ύπατος, Πατρίκιος, Τοποτηρητής Κολωνίας, Στρατηγός και Δούκας Χαλδίας, Ο Γαβράς (1043-1098). Ο Αλέξιος βλέποντας το Γαβρά να γίνεται επικίνδυνος, βρίσκει την ευκαιρία και τον στέλνει ως διοικητή στην Τραπεζούντα, γνωρίζοντας καλά τα όσα συνέβαιναν εκεί. Η ικανότητα του στρατηγού Γαβρά και η ενίσχυση του από τους ντόπιους ετοιμοπόλεμους Πόντιους χωρίς καμιά ενίσχυση από την Κωνσταντινούπολη κατορθώνουν να απωθήσουν τους Τούρκους από την περιοχή και συγχρόνως μετά από σκληρές μάχες να ξαναπάρουν τα φρούρια της Παϊπούρτης, της Κολωνίας, τα οποία και εντάσσουν στο «θέμα της Χαλδίας».Λίγο αργότερα αφού οργανώνεται σωστά η άμυνα της πόλης και ο στρατός, αποκρούει με επιτυχία τις επιδρομές του βασιλιά της Γεωργίας Δαβίδ, ο οποίος ανέβηκε στο θρόνο το 1089 και έκανε επιδρομές μέχρι την Τραπεζούντα. Από τα χρόνια αυτά ο Θεόδωρος Γαβράς αρχίζει να κυβερνά τον Πόντο σαν ανεξάρτητος πια από το Βυζάντιο, μη μπορώντας να τον υποτάξει η Κεντρική εξουσία. Σ' αυτό συντελούν πολλά πράγματα, όπως η οχυρή θέση της Τραπεζούντας, η μαχητικότητα και η αδάμαστη ψυχή των κατοίκων του «θέματος Χαλδίας», η προσωπική αξία και το ηρωικό θάρρος του ίδιου του Θεόδωρου Γαβρά αλλά και η πίστη των Ποντίων ότι εγκαταλείφθηκαν από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία στην τύχη τους. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος βλέποντας το τραγικό του λάθος να καρποφορεί και φοβούμενος να επιπλήξει το Γαβρά, γιατί γνώριζε πολύ καλά ότι ο λαός τον αγαπούσε, αποφασίζει με δόλο να τον μειώσει και να τον εξαφανίσει. Τον καλεί λοιπόν στην Κωνσταντινούπολη και αρραβωνιάζει την κόρη του με το γιο του Θεόδωρου Γαβρά, το Γρηγόριο με το πρόσχημα ότι θα βάλει το Γρηγόριο κάτω από τη φροντίδα παιδαγωγών και δασκάλων, τον κρατά σαν αιχμάλωτο για αρκετό καιρό, με σκοπό να ελέγχει την κατοπινή του συμπεριφορά. Αργότερα όπως μας λέει ο ιστορικός Σάββας Ιωαννίδης αφού ο Θεόδωρος Γαβράς έφυγε για την Τραπεζούντα, ο αυτοκράτορας Αλέξιος τον μετακαλεί στην Κωνσταντινούπολη και με την κατηγορία της συνωμοσίας τον συλλαμβάνει και τον στέλνει δεμένο σε κάποιο φρούριο της Φιλιππούπολης όπου και θανατώθηκε. Ο καθηγητής όμως Χρήστος Σαμουηλίδης μας λέει ότι ο Θεόδωρος Γαβράς το 1089 καθώς πολεμούσε εναντίον των Σελτζούκων Τούρκων για την επέκταση των συνόρων του «θέματος Χαλδίας» πιάστηκε αιχμάλωτος και αφού οδηγήθηκε στη Θεοδοσιούπολη (σημερινό Ερζερούμ) βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Η δεύτερη εκδοχή πρέπει να είναι και η σωστή διότι συμφωνούν και ο Γερμανός ιστορικός Φαρμεραϊερ και ο Μητροπολίτης Δράμας Πανάρετος Τοπαλίδης. Ο Θεόδωρος Γαβράς τιμήθηκε και καθαγιάστηκε. Στην ενορία του Αγίου Βασιλείου της Τραπεζούντας σωζόταν μέχρι το 1922 τα ερείπια της εκκλησίας που ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Θεόδωρο, το «βλαστό της Άτρας», τον περίφημο στρατηγό του Βυζαντίου, που ύστερα από πολλές ένδοξες και νικηφόρες μάχες κατά των απίστων, αιχμαλωτίστηκε και μαρτύρησε για του Χριστού την πίστη και τον ελληνισμό. Την εκκλησία έκτισε ο ανιψιός του Κωνσταντίνος Γαβράς όταν αργότερα διοικούσε αυτός το «θέμα της Χαλδίας» και ο ίδιος μετακόμισε τα λείψανα του θείου του στη Θεοδοσιούπολη με λαμπρές τελετές.
Στην Κωνσταντινούπολη παίρνοντας το θρόνο ο Ισαάκ Άγγελος με τη βοήθεια του επαναστατημένου λαού, σκοτώνει τον προκάτοχο του Ανδρόνικο Κομνηνό και γίνεται αυτός ο νέος αυτοκράτορας του μεγάλου Βυζαντινού κράτους. Όμως εκείνη η κακορίζικη ενέργεια, επέδρασσε γενικά με έναν αξιοθρήνητο τρόπο πάνω στην εξέλιξη της πολιτικής ιστορίας της Ανατολής και πάνω στον πολιτισμό του ανθρώπινου γένους. Διότι χωρίς την πτώση του ικανότατου αυτοκράτορα Ανδρόνικου, ο δυτικός στρατός των Σταυροφόρων δε θα είχε βρει καμιά αφορμή να καταπλεύσει μπροστά στην Κωνσταντινούπολη, να την καταλάβει και να πυρπολήσει τα δύο τρίτα της, καταστρέφοντας συγχρόνως αμέτρητα έργα τέχνης. Ο Ισαάκ Άγγελος, το δημιούργημα του όχλου της Κωνσταντινούπολης όργανο πια του αχαλίνωτου πλήθους αναγκάζεται να ακολουθήσει και για την οικογένεια των Κομνηνών, τις εντολές αυτών που τον ανέδειξαν αυτοκράτορα. Μετά από εντολή του, πιάνεται στην στρατιά της Μακεδονίας ο Ιωάννης Κομνηνός, ο δευτερότοκος γιος του Ανδρόνικου και αφού φυλακίζεται τυφλώνεται με τόσο άγριο τρόπο που γρήγορα πεθαίνει μέσα σε αφόρητους πόνους. Με τον ίδιο τρόπο τυφλώνουν τον πρωτότοκο γιο, τον Μανουήλ, μέσα στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης αν και γνώριζαν πως ήταν αντίθετος σε πολλές ενέργειες του πατέρα του. Με τρόπους απάνθρωπους που μόνο ένας επαναστατημένος λαός γνωρίζει και χρησιμοποιεί σε ώρες εκδίκησης, σκοτώθηκαν όλοι οι Κομνηνοί που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη. Το ότι ο αυτοκρατορικός οίκος των Κομνηνών δεν εξοντώθηκε ολοκληρωτικά οφείλεται στη βασίλισσα της Γεωργίας Θαμάρ, κόρης του Ανδρόνικου. Με έξυπνες ενέργειες αυτής της γυναίκας μπόρεσαν να σωθούν τα δύο παιδιά του δολοφονημένου αδελφού της Μανουήλ, Αλέξιος και Δαβίδ και οι νόμιμοι κληρονόμοι του Βυζαντινού αυτοκρατορικού στέμματος. Μέσα στη σύγχυση της λαϊκής εξέγερσης η γυναίκα εκείνη μάζεψε τα απομεινάρια της πατρικής κληρονομιάς, πήρε με τη βοήθεια των πιστών της δυναστείας όσο χρυσάφι και πολύτιμες πέτρες μπόρεσε και διέφυγε μέσω της Προποντίδας στην χώρα των Κολχιδών (σημερινή Ριζούντα) στην άλλη άκρη του Βυζαντινού κόσμου να βρει σε κείνη την επαρχία προστασία για τα δύο ανίψια της. Σ' αυτή λοιπόν την ξεχασμένη από την κεντρική εξουσία επαρχία, την Κολχίδα, εκτός από τα απομεινάρια της οικογένειας των Κομνηνών, έφτασαν και πολλοί άλλοι αυλικοί, στρατιωτικοί, φιλόσοφοι, φίλοι της αυτοκρατορικής οικογένειας, οι οποίοι φοβούμενοι την εκδίκηση του Ισαάκ Αγγέλου ζήτησαν προστασία μακριά από την Κωνσταντινούπολη, μεταφέροντας συγχρόνως μαζί τους κι όλους τους θησαυρούς τους. Από αυτή την ιστορική περίοδο και μετά, η Βυζαντινή αυτοκρατορία διασπάστηκε σε δύο δυναστείες. Η μία ήταν αυτή που βρισκόταν στην εξουσία του Βυζαντίου και η άλλη ήταν η εξόριστη των Κομνηνών. Η πρώτη είχε την έδρα της στην Κωνσταντινούπολη, ενώ η δεύτερη στην κοιλάδα του ποταμού Φάση. Βέβαια αυτή η δεύτερη ήταν για την ώρα πολύ αδύνατη, αφού της είχαν κόψει όλα τα μεγάλα και ενήλικα κεφάλια και με τα δύο ανήλικα που μόνο σώθηκαν, δεν μπορούσαν οι Κομνηνοί ν' αρχίσουν αμέσως έναν πόλεμο εναντίον του Ισαάκ Αγγέλου. Το 1204, οι σταυροφόροι καθώς ετοιμάζονταν να επιτεθούν κατά των Σαρακηνών για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων, δέχονται αγγελιοφόρους του Ισαάκ Αγγέλου ο οποίος εν τω μεταξύ έχασε τον θρόνο του και φυλακίστηκε. Με την πρόφαση οι Σταυροφόροι ότι θα στηρίξουν τον σύμμαχο τους Ισαάκ, αυτοκράτορα του Βυζαντίου, για την επάνοδο του στο θρόνο αλλά και να τον υπερασπιστούν από τους εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους επιτίθενται κατά της Κωνσταντινούπολης σαν κατακτητές, καταστρέφουν με βαρβαρότητα κάθε ιερό της πόλης και ιδρύουν τη δική τους αυτοκρατορία που την ονομάζουν Λατινική ή Φραγκική Αυτοκρατορία. Ο Αυτοκράτορας μαζί με τον Πατριάρχη μόλις και προλαβαίνουν να καταφύγουν στην Προύσα και λίγο αργότερα στην καλά οχυρωμένη πόλη της Νίκαιας. Εκεί παρέδωσαν το στέμμα στον νέο Αυτοκράτορα Θεόδωρο Λάσκαρη και συνέχισαν τον πόλεμο κατά των Τούρκων και των Φράγκων. Μέσα λοιπόν από τέτοιες δοκιμασίες και μεγάλους κινδύνους του Ελληνικού Έθνους, γεννήθηκε και ανδρώθηκε την εποχή αυτή το 1204 η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας αποτέλεσμα της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Φραγκολατίνους και του διαμελισμού του Βυζαντινού κράτους για πρώτη φορά ύστερα από τόσα χρόνια. Πρώτος αυτοκράτορας του Πόντου ανακηρύσσεται ο Αλέξιος Κομνηνός σε ηλικία 22 ετών, με την βοήθεια της θείας του Θαμάρ, βασίλισσας της Γεωργίας, όπως προείπαμε, των αρχοντικών οικογενειών που διέφυγαν στην ανατολή, των ντόπιων ποντίων στρατιωτών και του έπαρχου της Τραπεζούντας Νικηφόρου Παλαιολόγου. Μετά λοιπόν την ευνοϊκή κατάληξη των πραγμάτων για τους Κομνηνούς ο Αλέξιος, έχοντας συνείδηση του ονόματος του και ακόμη προικισμένος με πολλά ψυχικά χαρίσματα και σωματικά προσόντα, επιβεβαίωσε τα επόμενα χρόνια τις στρατιωτικές και πολιτικές του ικανότητες με τις πετυχημένες και λαμπρές επιχειρήσεις κατά των εχθρών. Πράγματι αφού αναγνωρίστηκε και ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας των Ελλήνων στην Τραπεζούντα, εξακολούθησε την κατάκτηση των γειτονικών περιοχών, αφομοιώνοντας τες σιγά – σιγά κοντά στις άλλες που είχε κατακτήσει προηγούμενα. Αλλά και οι Βυζαντινοί έπαρχοι των διάφορών πόλεων του Εύξεινου Πόντου, καταλαβαίνοντας ότι καμιά υποστήριξη δεν έπρεπε να περιμένουν από την Κωνσταντινούπολη που βρισκόταν ήδη κάτω από την εξουσία των Φραγκολατίνων και καθώς δεν στηρίζονταν από τους κατοίκους των πόλεων που διοικούσαν πρόθυμα αναγνώρισαν τον Αλέξιο ως ανώτατο άρχοντα. Ακόμα και πολλοί στρατιωτικοί του Βυζαντίου έρχονταν από παντού κοντά του, ελπίζοντας ότι θα βρουν νέο στάδιο δόξας και πρόθυμα έμπαιναν κάτω από τη σημαία του. Συνολικά στα 257 χρόνια ύπαρξης του Ποντιακού κράτους βασίλεψαν 25 Κομνηνοί αλλά πέντε από αυτούς επειδή η βασιλεία τους ήταν μηνών ακόμη και ημερών δεν προσμετρώνται ως αυτοκράτορες. Οι Μεγάλοι Κομνηνοί της Τραπεζούντας είχαν για έμβλημα τους τον Μονοκέφαλο αετό σε αντίθεση με το δικέφαλο αετό της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης.
Το περίεργο είναι ότι οι Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι αρχικά χρησιμοποιούσαν υποτιμητικούς τίτλους για το νέο κράτος. Ονόμαζαν τον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας «O των Λαζών άρχων» ή «O της των Λαζών και Κόλχων τυραννών γής» και μόνο στις αρχές του 15ου αιώνα, όταν το κράτος των Μεγάλων Κομνηνών εξαιτίας της οχυρής θέσης του και του πλούτου, έγινε ισχυρότερο από το κράτος της Κωνσταντινούπολης, άρχισαν οι Βυζαντινοί ιστορικοί να ονομάζουν τον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας «βασιλέα» και το κράτος του «βασίλειο». Από τις δύο όμως προηγούμενες εκφράσεις «O των Λαζών άρχων» και το «O της των Λαζών και Κόλχων τυραννών γής» βγαίνει το συμπέρασμα ότι από τότε δόθηκε στους Πόντιους η προσωνυμία «Λαζοί» και φυσικά έφτασε στις μέρες μας. Ένα όνομα το οποίο δεν αγγίζει τους Έλληνες Πόντιους.
Πηγές:
• Αλέξης Σαββίδης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΚΟΜΝΗΝΩΝ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ (1204-1461), Εκδόσεις. ΑΦΟΙ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, 2009
• Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού – Μαλλιάρης Παιδεία
• Μέριμνας Ποντίων κυριών – Ζωντανές μνήμες του Πόντου
• Πόντος, Γη των Τραντέλλενων – Ελληνική Δημοκρατία, Υπουργείο Εθνικής Άμυνας
• ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΜΑΝΤΖΙΚΕΡΤ, Ψαρουλάκης Γεώργιος, τεύχος 5, Ιούνιος 2006
• Γεώργιος Α. Λεβενιώτης, «Η συνθήκη ειρήνης Ρωμανού Δ´ Διογένη και Alp Arslan μετά την μάχη του Μαντζικέρτ (Αύγουστος/Σεπτέμβριος του 1071)», Βυζαντιακά, τομ. 27 (2008)
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com