Βίαιοι εκτοπισμοί στον Πόντο - Προσπάθειες εξόντωσης του Ελληνικού Στοιχείου
Στα όσα αναφέρονται παρακάτω δεν γίνεται λόγος για τις μεταναστεύσεις του Ελληνικού πληθυσμού πριν το 1461, δηλαδή πριν την πτώση της Ποντιακής Αυτοκρατορίας. Οι μετακινήσεις εκείνες έγιναν ή για ανεύρεση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης ή κατόπιν συμφωνιών μεταξύ Βυζαντίου και Ρωσίας για την αποστολή Ελλήνων Ποντίων τεχνιτών και μεταλλουργών από τις περιφέρειές της Τραπεζούντας, Ματσούκας, Αργυρούπολης στις περιοχές της Καυκασίας.
Και είναι άλλο πράγμα οι μεταναστεύσεις αυτές και άλλο οι βίαιοι εκτοπισμοί που ακολούθησαν μετά το 1461απο την Τουρκία, στην προσπάθεια της να εξαφανίσει τα στοιχεία εκείνα τα οποία δεν αφομοιώθηκαν από τη Μουσουλμανική κοινωνία. Τα στοιχεία αυτά ήταν, οι Αρμένιοι και οι Έλληνες που ζούσαν σε όλη την επικράτεια της Μικράς Ασίας. Τους βίαιους αυτούς εκτοπισμούς των Ελληνικών Ποντιακών πληθυσμών οι οποίοι δεν έγιναν σε μια συγκεκριμένη περίοδο, αλλά σε όλο το χρονικό διάστημα από της πτώσεως της Τραπεζούντας μέχρι το 1922, μπορούμε να τους χωρίσουμε σε δύο μεγάλες περιόδους ανάλογα με τον τρόπο και τον σκοπό που εξυπηρετούσαν αυτοί.
Παρακολουθείστε το βίντεο μας για την Γενοκτονία των Ελλήνων στον Πόντο
Η μία περίοδος αρχίζει το 1461 και φθάνει μέχρι το 1916 και η άλλη από το 1916 μέχρι το 1922 που οι απομείναντες Πόντιοι αναγκάστηκαν μετά την συνθήκη ανταλλαγής των πληθυσμών να μεταναστεύουν στην Ελλάδα ή στη Ρωσία κοντά στους συγγενείς τους. Από την πτώση λοιπόν της Ποντιακής Αυτοκρατορίας μέχρι το 1916, δηλαδή στην πρώτη περίοδο των εκτοπισμών, έχουμε μετακινήσεις Ελληνικού πληθυσμού κυρίως από τα παράλια του Ευξείνου Πόντου στο εσωτερικό της Μ. Ασίας, αλλά και από περιοχή σε περιοχή στην ενδοχώρα. Για την περίοδο αυτή δεν μπορούμε να πούμε κατηγορηματικά ότι αιτία των αναγκαστικών μετακινήσεων ήταν ο αφανισμός του μη Τουρκικού στοιχείου. Για τον σκοπό αυτό οι Τούρκοι είχαν άλλους τρόπους για να το πετύχουν, όπως οι βίαιοι εξισλαμισμοί, οι εκτουρκισμοί, οι θανατώσεις αλλά δεν τους συνέφεραν οι ενέργειες αυτές στη συγκεκριμένη περίοδο. Σκοπός των μετακινήσεων αυτών ήταν κατά μεγάλο μέρος η εξυπηρέτηση των βιοτικών αναγκών του Τουρκικού πληθυσμού και η συντήρηση του Δημοσίου Ταμείου της Τουρκίας από τις υπηρεσίες που πρόσφεραν οι Έλληνες τεχνίτες, αγρότες, μεταλλουργοί και επιστήμονες. Με λίγα λόγια η στυγνή εκμετάλλευση των υποταγμένων από τον αφέντη κατακτητή. Τα πράγματα όμως αλλάζουν όταν στο προσκήνιο εμφανίζονται οι Νεότουρκοι, αποφασισμένοι να εξοντώσουν όλες τις μη Μουσουλμανικές εθνότητες που ζούσαν στην Τουρκική επικράτεια. Από το σημείο εκείνο αρχίζει η δεύτερη περίοδος των βίαιων εκτοπισμών και των προγραμματισμένων διώξεων του Ελληνικού στοιχείου στη Μ. Ασία.
Στο συνέδριο τους οι Νεότουρκοι στη Θεσσαλονίκη το 1911 αποφασίζουν: «Η Τουρκία πρέπει να γίνει Μωαμεθανική χώρα, όπου Μωαμεθανική δύναμη και οι αντιλήψεις θα κυριαρχούν και κάθε άλλη θρησκευτική προπαγάνδα θα καταπνίγεται. Η ύπαρξη της Αυτοκρατορίας εξαρτάται από τη δύναμη του κόμματος των Νεότουρκων και από τη συντριβή κάθε άλλης ιδεολογίας. Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να πραγματοποιηθεί η πλήρης Οθωμανοποίηση όλων των υπηκόων της Τουρκίας. Και είναι ολοκάθαρο ότι δεν μπορεί να γίνει με λόγια, αλλά πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένοπλη βία. Το δικαίωμα άλλων εθνοτήτων να έχουν δικές τους οργανώσεις πρέπει να αποκλεισθεί». Βλέπουμε λοιπόν την καταπάτηση και την μη αναγνώριση των υποσχέσεων, των ψηφισμάτων, περί ελευθεριών στην Τουρκία, όπως αυτές συμπεριλαμβάνονταν στο «χάρτη Ανεξιθρησκίας» το γνωστό «Χάτι Χουμαγιούν». Ουσιαστικά ήταν μια υπόθεση των Νεότουρκων για ένα νέο κύκλο διώξεων και αφανισμού του μη Τουρκικού πληθυσμού της Μ. Ασίας. Και γίνεται αντιληπτό ποιοι τελικά θα πλήρωναν όπως και πλήρωσαν τη νέα Τουρκική πολιτική. Οι Έλληνες και οι Αρμένιοι, αυτοί ήταν τα δύο μεγάλα εμπόδια στα νέα προγράμματα της Τουρκίας. Η τρομερή ήττα και η τραγωδία της Τουρκίας που ακολούθησε με την συμμετοχή της στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ήταν η αρχή της εφαρμογής της νέας πολιτικής της Τουρκίας, με την υπόδειξη φυσικά και της φίλης Γερμανίας. Με σύνθημα τους «Η Τουρκία Τουρκική» και λάβαρο τους την ιδέα της λύσης του «εσωτερικού τους προβλήματος» που σήμαινε την εξόντωση των μειονοτήτων, ξεκινούσαν οι Νεότουρκοι τη βίαιη απομάκρυνση των μη Τουρκικών στοιχείων. Αυτό έδειχνε ολοκάθαρα στους Έλληνες του Πόντου ότι νέα μαρτύρια θα συνόδευαν την προδιαγεγραμμένη νεοτουρκική πολιτική. Με τη σφαγή των Αρμενίων το 1915, μία ενέργεια που έμεινε ατιμώρητη από τους δήθεν πολιτισμένους λαούς της Ευρώπης, οι Τούρκοι δύσκολα έκρυβαν την μεγάλη τους επιθυμία να επαναλάβουν τα ίδια και στους Έλληνες. Ο πόθος τους όμως αυτός ήταν ακόμη μεγαλύτερος γιατί γνώριζαν πολύ καλά ότι το όφελος από τις λεηλασίες που θα πραγματοποιούσαν μετά την εξόντωση των Ελλήνων, θα ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερο από αυτό των Αρμενίων. Αλλά οι ενέργειες αυτής της πολιτικής που καθοδηγούνταν από τη Γερμανική στρατιωτική αποστολή στην Τουρκία μετά τη γενοκτονία των Αρμενίων, προκάλεσαν την αγανάκτηση και τη διαμαρτυρία της παγκόσμιας ευαισθητοποιημένης κοινωνίας, ανατρέποντας έτσι τα σχέδια του αφανισμού και τον Ελλήνων με τον ίδιο τρόπο από τους Νεότουρκους. Και αυτός ήταν ο λευκός θάνατος των Ελλήνων. Ο αφανισμός της φυλής μας με βίαιους εκτοπισμούς για δήθεν στρατιωτικούς λόγους, εξοντωτικές πορείες, στέρηση τροφής και στέγης από τους εκτοπιζόμενους, παράδοση στις άγριες διαθέσεις των Τσετέδων. Αυτό στην πραγματικότητα σήμαινε δύο πράγματα. Το ένα ήταν ο αφανισμός των εκτοπιζόμενων, το δεύτερο ήταν η αφαίρεση όλης της περιουσίας των Ελλήνων, κινητής και ακίνητης και του δικαιώματος επιστροφής τους στα πατρογονικά εδάφη, αφού πριν ακόμη ξεκινήσει η μεγάλη πορεία κάθε στοιχείο Ελληνικό εξαφανιζόταν από τους παραμονεύοντες Τούρκους. Το σχέδιο άρχισε να εφαρμόζεται τέλη Απριλίου του 1916 μετά την κατάληψη της Τραπεζούντας από τους Ρώσους και πήρε τεράστιες διαστάσεις το χειμώνα του 1917. Τις σχετικές οδηγίες οι οποίες δίνονταν στους διοικητές των περιφερειών και οι οποίες επίτηδες άφηναν να μαθευτούν από το λαό, έρχονταν άλλες οδηγίες εμπιστευτικές προς αυτούς, οι οποίες έλεγαν ακριβώς τα αντίθετα και οι οποίες έπρεπε να εφαρμοστούν. Αξιοσημείωτο είναι ότι ποτέ στην ιστορία της Τουρκίας δε θα βρούμε τοπικό εκπρόσωπο της κεντρικής εξουσίας να παραβαίνει τις διαταγές της, και να ενεργεί έξω από τον κύκλο της ευθύνης του.
Τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει ό,τι έγινε κατά των Ποντίων ήταν προγραμματισμένο από την Τουρκική Κυβέρνηση. Και αυτό γιατί οι Τούρκοι κυβερνήτες πολλές φορές προσπάθησαν να μεταθέσουν τις ευθύνες για τη γενοκτονία των Αρμενίων και των Ποντίων σε τοπικούς κυβερνητικούς εκπροσώπους. Είναι ψέμα, οι Τούρκοι έχουν τη δυνατότητα πολύ εύκολα να μεταπηδούν από το θράσος και την ύπουλη ενέργεια, στην ανευθυνότητα και τον αποπροσανατολισμό.
Γι' αυτούς ηθική είναι κάτι το ασύλληπτο και θεωρούν θεμιτό κάθε μέσο και τρόπο με τον οποίο θα πετύχουν τον αντικειμενικό τους σκοπό. Σε αυτές τις εντολές τις οποίες έδινε η κεντρική εξουσία από τη μια φαίνονταν να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη ζωή των υπηκόων και από την άλλη έδινε την ελευθερία στους Τσέτες και τους άνομους της Τουρκίας να αποφασίζουν για την τύχη των Ελλήνων ου Πόντου.
Ας δούμε όμως τι έλεγαν αυτές οι διαταγές οι οποίες αναφέρονταν στους πληθυσμούς τους ευρισκόμενους στις εμπόλεμες περιοχές, ξεχωρίζοντας άμεσα την μερίδα εκείνη η οποία ήταν καταδικασμένη να εκπατριστεί.
1. Οι Έλληνες οι οποίοι βρίσκονται στην πολεμική ζώνη, πρέπει να απομακρυνθούν 50 χιλιόμετρα στο εσωτερικό της χώρας.
2. Οι περιουσίες τους θα εξασφαλιστούν από το κράτος.
3. Είναι ελεύθεροι να πουλήσουν ότι θέλουν ή να πάρουν μαζί τους ότι τους είναι απαραίτητο, και
4. Σ' αυτούς που δεν έχουν μεταφορικά μέσα θα τους βοηθήσει η Τουρκική Κυβέρνηση ώστε να μεταφέρουν πολλά από τα υπάρχοντά τους.
Αλήθεια τι ψέμα και τι ανήκουστη υποκρισία όταν έφτανε η στιγμή της πραγματοποίησης. Οι εκτοπιζόμενοι αντί 50 χιλιομέτρων στο εσωτερικό πολλές φορές έφθαναν σε περιοχές πέραν των 200 χιλιομέτρων, όπως αυτές της Τοκάτης και της Έρπαα. Η υπόσχεση ότι οι εκτοπιζόμενοι μπορούν να πουλήσουν την περιουσία τους, δεν ήταν δυνατό να γίνει, διότι απ' τη στιγμή που αποφασίζονταν ποιοι πληθυσμοί θα μετακινηθούν σε λίγες ώρες έπρεπε να βρίσκονται στο δρόμο του προορισμού τους. Αλλά και αν ακόμη είχαν τον χρόνο να πουλήσουν την περιουσία τους ποιος Τούρκος ήταν αυτός που θα την αγόραζε δίνοντας χρήματα για κάτι που αργά ή γρήγορα θα γινόταν δικό του; Στα λεγόμενα της Κυβέρνησης ότι η περιουσία τους θα εξασφαλισθεί από το κράτος πριν ακόμη ξεκινήσουν οι Έλληνες αυτή γινόταν κτήμα και περιουσία των Τούρκων βανδάλων που περίμεναν την αναχώρηση, ειδοποιημένοι από τις τουρκικές αρχές. Όσο για τα μεταφορικά μέσα, ποτέ και σε καμιά περίπτωση η τουρκική κυβέρνηση δεν παραχώρησε στους εκτοπιζόμενους έστω και την παραμικρή βοήθεια. Από τους Έλληνες όσοι είχαν τα μέσα μεταφοράς κατόρθωσαν κάτι να μεταφέρουν, τουλάχιστον τα απαραίτητα για την ατελείωτη πορεία, όσοι είχαν την ατυχία να πιστέψουν τα λεγόμενα της κυβέρνησης, περιορίστηκαν στα όσα η ανθρώπινη σωματική δύναμη μπορεί να μεταφέρει. Και ξεκινούσαν κάτω από τη δύναμη της βίας, έρημοι και απροστάτευτοι, έρμαια στις διαθέσεις των σατανικών Τσετέδων. Σκηνές απερίγραπτης συγκίνησης, φρίκης και σπαραγμών, την ώρα της εγκατάλειψης. Δάκρυα, στεναγμοί, παρακάλια, λιποθυμίες ακόμη και θάνατοι από την μια, ειρωνεία, χλευασμοί, βαρβαρισμοί και ακολασίες από την άλλη. Μια πλοκή ενός αποτρόπαιου δράματος. Ανθρώπινος νους ήταν αδύνατο να αποτυπώσει την εγκατάλειψη του ανθρώπου από το Θεό Προστάτη. Από τη μια ο δήμιος, ο άγριος Τσέτης και από την άλλη η ανυπεράσπιστη Ελληνίδα μάνα με το βλαστάρι της στην αγκαλιά να ικετεύει το ανθρωπόμορφο τέρας να λυπηθεί το δράμα της. Και η ατελείωτη πομπή του πένθους και του θρήνου εγκατέλειπε την πατρογονική γη, βαδίζοντας προς το άγνωστο, στην ψυχική ερήμωση, στο χάος. Οι εκτοπισμοί των Ελλήνων ή καλύτερα οι εξορίες, γίνονταν πάντα μέσα στο καταχείμωνο και σε ώρες βαρύτατης κακοκαιρίας, χωρίς να επιτρέπουν στους εκτοπιζόμενους να πάρουν μαζί τους, τρόφιμα αλλά και τα απαραίτητα που θα τους προστάτευαν από τις άσχημες καιρικές συνθήκες.
Οι χωροφύλακες και οι Τσέτες που συνόδευαν τους άμοιρους Πόντιους δεν επέτρεπαν στα θύματα τους να σταματήσουν ή να πλησιάσουν σε κατοικημένους περιοχές αλλά φρόντιζαν πάντα η μεγάλη πορεία να ακολουθεί τις ερημιές και τα απομακρυσμένα μέρη, εκτεθειμένοι στα χιόνια και τις παγωνιές. Μια ύπουλη ιδέα με διπλό σκοπό. Πρώτα να μη μπορέσουν να στεγασθούν και δεύτερο να μη μπορέσουν να αγοράσουν τα απαραίτητα τρόφιμα. Δεν επέτρεπαν ποτέ οι συνοδεύοντες χωροφύλακες για κανένα λόγο να βοηθήσουν οι συγγενείς ή υπόλοιποι της συνοδείας τους γέρους γονείς, τα ανήλικα παιδιά, τους αρρώστους, οι οποίοι υπό την απειλή των όπλων, εγκαταλείπονταν στις χαράδρες και στα δάση να πεθάνουν απ' την πείνα ή αποτελειώνονταν από τη λόγχη των Τούρκων συνοδών. Κατά το σατανικό σχέδιο εξόντωσης των Ποντίων και των άλλων Ελλήνων της Μ. Ασίας, σε διάφορα μέρη της χώρας ιδρύθηκαν λουτρά δήθεν για στρατιωτικούς λόγους και από τα οποία έπρεπε να περάσουν υποχρεωτικά όλοι οι εκτοπιζόμενοι. Οδηγούσαν λοιπόν τους Έλληνες στα λουτρά αυτά, αναγκάζοντας τους για λόγους υγιεινής να λουσθούν, βάζοντας μέσα σ' αυτά εκατοντάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά, γυμνούς με θερμοκρασία που δεν ήταν πολύ μεγαλύτερη από το μηδέν. Κι ενώ όλοι οι Έλληνες ήταν κλεισμένοι μέσα στα λουτρά, έξω τα ρούχα των δύστυχων εκπατρισμένων, εξαφανίζονταν επίτηδες από τους Τσέτες και τους χωροφύλακες. Όταν έβγαιναν ήταν υποχρεωμένοι να περιμένουν ώρες μέσα στο κρύο τον αρμόδιο χωροφύλακα για την καταμέτρηση, έρχονταν η σειρά της ιατρικής επιθεώρησης η οποία φυσικά καθυστερούσε και αυτή με αποτέλεσμα και φυσικό επακόλουθο, το σοβαρό κλονισμό της υγείας τους. Ο γιατρός κατά κανόνα χαρακτήριζε ασθενείς και τους υγιείς, στέλνοντας αυτούς στο «ΧΑΝΙ» ένα είδος νοσοκομείου στο οποίο δεν υπήρχαν ποτέ φάρμακα και από το οποίο δύσκολα έβγαινε κανείς ζωντανός. Η απάνθρωπη αυτή μέθοδος του λουτρού επαναλαμβανόταν και στους επόμενους σταθμούς, πετυχαίνοντας έτσι οι Τούρκοι να εξαφανίσουν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού που εκτοπιζόταν. Όσοι από τους εγκατεστημένους είχαν την μεγάλη τύχη να φθάσουν στον καθορισμένο τόπο για την εγκατάστασή τους και πριν συνέλθουν από την τρομερή δοκιμασία, διατάσσονταν από τις αρχές να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, διότι έλεγαν έπαψαν να υπάρχουν οι λόγοι για τους οποίους εκτοπίστηκαν. Και ο νέος Γολγοθάς άρχιζε με τις ίδιες συνθήκες και χειρότερες πολλές φορές εξαιτίας της μεγάλης εξάντλησης.
Θα ήταν απαραίτητο να ξαναφέρουμε στο νου μας τους βιασμούς που γίνονταν στις ατελείωτες πορείες από τους συνοδούς χωροφύλακες και τα ανθρωπόμορφα τέρατα που ονομάζονταν Τσέτες. Κορίτσια μπροστά στα μάτια γονέων, γυναίκες μπρος στον ανήμπορο να αντιδράσει σύζυγο, βιάζονταν καθημερινά και πολλές φορές θανατώνονταν μετά την ικανοποίηση του απάνθρωπου πάθους. Σε τέτοιες στιγμές ο νους του ανθρώπου ανατρέχει σε άλλες θλιβερές σελίδες της ιστορίας, στις εποχές των διωγμών των Χριστιανών και τις παρομοιάζει με τα δεινοπαθήματα των εκτοπισμένων Ελλήνων του Πόντου. Είναι αλήθεια ότι οι αιώνες αντιγράφουν ο ένας τον άλλον και η ιστορία επαναλαμβάνεται. Όλη η Ευρώπη έκλεισε τα μάτια μπροστά στη γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού. Σε έγγραφο του Αυστριακού υπουργού των εξωτερικών προς το Βερολίνο διαβάζουμε: «Η πολιτική των Τούρκων μέσω μιας γενικής καταδίωξης του Ελληνικού στοιχείου είναι να εξοντώσει ολοσχερώς τους Έλληνες, χαρακτηρίζοντας αυτούς εχθρούς του κράτους, όπως πριν τους Αρμένιους. Οι Τούρκοι εφαρμόζουν τακτική εκτόπισης των πληθυσμών δίχως διάκριση και δυνατότητα επιβίωσης απ' αυτές στο εσωτερικό της χώρας, έτσι ώστε οι εκτοπιζόμενοι να είναι εκτεθειμένοι στην αθλιότητα και τον θάνατο από πείνα. Τα σπίτια των εξορισμένων λεηλατούνται από τα τουρκικά τάγματα τιμωρίας και στη συνέχεια καταστρέφονται ή καίγονται». Ο Αυστριακός πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη με έγγραφό του προς την Κυβέρνηση του στις 17 Φεβρουαρίου 1917, όταν οι εξοντωτικές εκτοπίσεις φτάνουν στο αποκορύφωμα τους γράφει: «Οι δικοί μας πρόξενοι σε όλες τους τις εκθέσεις αναφέρουν τις αγριότητες των Τούρκων, τους εκτοπισμούς του Ελληνικού στοιχείου και τους εμπρησμούς των Ελληνικών χωριών». Ο Βρετανός αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη πληροφορεί τον υπουργό εξωτερικών ότι: Οι Τούρκοι φαίνεται ενεργούν βάσει προμελετημένου σχεδίου για την εξόντωση των μειονοτήτων. Όλοι οι άνδρες ηλικίας άνω των 15 ετών της περιφέρειας Τραπεζούντας εκτοπίστηκαν στα εργατικά τάγματα του Ερζερούμ, Κάρς και Σαρήκαμις». Τέλος, ο Αμερικάνος ταγματάρχης Γιόουελ, μέλος της επιτροπής βοηθημάτων, στην έκθεσή του από την παραμονή του στην Μ. Ασία, μεταξύ άλλων γράφει: «Εις το Χαρπούτ δεν μας επέτρεπαν να βοηθήσουμε τους εκτοπιζόμενους. Έκαναν ό,τι ήταν δυνατό για να μας εμποδίσουν. Δεν επιτρεπόταν να προσλάβουμε στο Ορφανοτροφείο μας τα ορφανά των Ελλήνων των οποίων οι μητέρες πέθαιναν στο δρόμο. Τα δύο τρίτα των εξορισθέντων είναι γυναικόπαιδα. Σε όλη την διάρκεια του εκτοπισμού κάθε Τούρκος έχει την άδεια να διαλέγει οποιαδήποτε γυναίκα ή κορίτσι θέλει, από το σύνολο των Ελλήνων. Όλοι οι δημόσιοι δρόμοι είναι σπαρμένοι από πτώματα Ελλήνων πάνω από τα οποία πετούν σύννεφα αρπακτικών πουλιών !!!
Αλλά και ο αξιομνημόνευτος Μητροπολίτης Δράμας Πανάρετος στο έργο του «Ο Πόντος ανά τους αιώνες» στο κεφάλαιο που αναφέρεται στους εκτοπισμούς των Ποντίων γράφει: «Απέθνησκον οι θηλάζουσαι μητέρες και έκειντο χαμαί, άταφοι. Τα δυστυχή βρέφη εσύροντο περί αυτάς και εβύζανον τους στείρους πλέον και ψυχρούς μαστούς, έως ότου υπέκυπτον και ταύτα ή διαμελίζοντο υπό των Τσετέδων ριπτόμενα από λόγχη εις λόγχην». Οι Έλληνες Πόντιοι οι οποίοι εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μ. Ασίας υπολογίστηκαν σε 260.000 άτομα. Από αυτούς επέστρεψαν αργότερα στην πατρίδα τους μόνο το 10%, οι υπόλοιποι πέθαναν κάτω από ανιστόρητες συνθήκες. Έχουμε λοιπόν κάθε δικαίωμα να το λέμε και να το ξαναλέμε, έστω κι αν πολλοί κλείνουν τα αυτιά τους, ότι ο αφανισμός τόσων χιλιάδων Ποντίων εκεί στην αλησμόνητη πατρίδα ήταν και είναι γενοκτονία. Οι 353.000 και πλέον Πόντιοι είναι πολύ μεγάλος αριθμός για ένα μικρό έθνος όπως είναι το Ελληνικό. Η ιστορία γράφεται με αγώνες κι αυτούς τους αγώνες των Ποντίων δεν έχει δικαίωμα κανείς να τους αγνοήσει.
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com