Τα μεταλλεία της Γαράσαρης και η επεξεργασία της στυπτηρίας
Επί αιώνες τα μεταλλεία στυπτηρίας, αργύρου, χαλκού και χρυσού αποτελούσαν τον κύριο βιοποριστικό πόρο της ζωής των Γαρασαρλίδων. Οι κατακτητές οθωμανοί έχοντας όλο αυτό τον υπόγειο θησαυρό αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν τους Έλληνες για την εκμετάλλευση των μεταλλείων διότι οι ίδιοι δεν ήταν σε θέση να κάνουν κάτι τέτοιο λόγω της αμαθείας αλλά και της ανικανότητάς των. Γι’ αυτό το λόγο όχι μόνο δεν ενοχλούσαν τους ραγιάδες αλλά τους παραχωρούσαν και διάφορα προνόμια. Τα μεταλλεία της Γαράσαρης και η επεξεργασία της στυπτηρίας
Από του ΙΖ (17ου) αιώνος και εντεύθεν η Χαλδία και η Γαράσαρη απέβησαν τα καταφύγια των καταδιωκομένων και βασανισμένων χριστιανών. Μετανάστες ήρθαν και κατοίκησαν στην περιοχή του Σαπίν Καραχισάρ (Νικόπολης του Πόντου) για να εκμεταλλευτούν το υπέδαφός της. Με αυτό τον τρόπο κατοικήθηκαν τα πέριξ της Γαράσαρης χωριά.
Διοίκηση
Γενικά τα μεταλλεία της στυπτηρίας διοικούνταν από έναν Ματέν Εμίνη δηλαδή από έναν έμπιστο επόπτη μεταλλείων, ο οποίος κατά κανόνα έπρεπε να είναι χριστιανός. διοριζόταν από την Υψηλή Πύλη και τύγχανε πολλών προνομίων. Οι μεταλλουργοί χάρις στις σχέσεις τους με τους κρατούντες και με τον πλούτο που απόκτησαν, ανέπτυξαν εθνική δράση και προστάτευαν με πολύ σοβαρότητα την πατρώα θρησκεία, τον ελληνισμό και την παιδεία. Ο Αρχιμεταλλουργός μετέβαινε στην Κωνσταντινούπολη και από την Υψηλή Πύλη έβγαζε το φιρμάνι δηλαδή την άδεια κατοχής για να καταλάβει το χωριό ή την περιοχή όπου βρίσκονταν τα μεταλλεία. Σε κάθε μεταλλείο εγκαθιστούσε τον αντιπρόσωπο του, ο οποίος ονομαζόταν Μπεϊλικτσή δηλαδή κυβερνητικός, ο οποίος είχε ως βοηθούς του τους Τσοχαντάριδες.
Μεταλλεία Στύψεως
Τα μεταλλεία της στύψεως ήταν τέσσερα:
Της Κόρατζας
Του Εσκί Κιοή
Του Καταχωρίου και
Της Κεϊλίκας.
Ιδού κι ένα ανέκδοτο των κατοίκων που έλεγαν για γυναίκα κακής φήμης: “Ούφ: Ναϋλοί εμέν’ ‘ς σα τέσσερα σαπχανόες (μεταλλεία στυπηρίας) έντον ρεζίλενα”. Τα τελευταία χρόνια, τρία από τα μεταλλεία αυτά έπαυσαν τη λειτουργία τους και μόνο του Καταχωρίου λειτουργούσαν κανονικά μέχρι την ημέρα της εκρίζωσης των Ελλήνων από τις πατρογονικές του εστίες. Το προσοδοφόρο αυτό μεταλλείο το εκμεταλλεύονταν τέσσερες κοινότητες: α) του Καταχωρίου, β) της Λίτσ̆ασσας, γ) του Ασαρτζούκ και δ) του Κοϊνίκ.
Πως γινόταν η κατεργασία της στύψεως.
Η συνηθισμένη κατεργασία της στύψης γινόταν ως εξής: Αρχικά έπρεπε να εξωρύσσεται από το λατομείο το απαιτούμενο υλικό του μεταλλεύματος δηλαδή οι ανάλογες πέτρες περίπου σαράντα (40) έως πενήντα (50) κυβικά. Ο μεταλλική αυτή πέτρα έμοιαζε πάρα πολύ με το λευκό μάρμαρο χωρίς όμως να έχει τη δική του σκληρότητα. Αφού ετοιμαζόταν το απαιτούμενο υλικό και το τοποθετούσαν μέσα σε μία πελώρια ειδική κάμινο (φούρνο) προς πύρωση. Η πύρωση αυτή διαρκούσε σαράντα οκτώ (48) ώρες. Για τη διαδικασία αυτή κατανάλωναν περίπου τέσσερις χιλιάδες (4.000) οκάδες καυσόξυλων κι αυτό γινόταν ελλείψει γαιανθράκων. Μετά την πάροδο είκοσι ημερών από την πύρωση άδειαζαν την κάμινο από το περιεχόμενό της το οποίο το μετέφεραν υπό μορφή ασβέστου σε ειδικές δεξαμενές. Στις δεξαμενές αυτές έπρεπε να μείνει τουλάχιστον για δεκαπέντε (15) μήνες όπου υπό την επίδραση της βροχής, του ήλιου και του ατμοσφαιρικού αέρα μεταβαλλόταν σε σκόνη. Μετά την πάροδο συνολικά δεκαοκτώ (18) μηνών εντός των δεξαμενών αυτή η σκόνη το κοινώς λεγόμενο μετάλλευμα (τζουχέριν) μεταφερόταν σε ειδικό εργοστάσιο όπου ήταν τοποθετημένος ένας μεγάλος λέβητας. Ο τεράστιος αυτός λέβητας είχε περιφέρεια περίπου τριάντα μέτρα στο στόμιό του, ενώ στη βάση του οκτώ μέτρα, το σχήμα του δηλαδή ήταν σαν αναποδογυρισμένος κώνος. Μέσα στο λέβητα έριχναν το τζουχέριν έως δέκα (10) κυβικά και το ανάλογο νερό. Κατά την άνοδο της θερμοκρασίας το πολτοποιημένο μετάλλευμα άρχιζε να κοχλάζει οπότε ο αρχιμάστορας με τους βοηθούς του το ανακάτευαν με τεράστιους αναδευτήρες. Ο βρασμός αυτός έπρεπε να διαρκέσει περίπου δεκαοκτώ (18) ώρες. Μετά ταύτα ο αρχιμάστορας έβλεπε ότι το διάλυμα έχει γίνει ομοιομερές οπότε έδινε εντολή να το αδειάσουν σε ειδικές δεξαμενές οι οποίες στα ποντιακά λεγόντουσαν παχνία. Εκεί έμενε το υλικό αυτό για μία εβδομάδα οπότε αποκρυσταλλωνόταν σε στύψη. Αυτή ήταν τελευταία φάση της παρασκευής της στύψης. Μετά την επεξεργασία αυτή αποκοβόταν από τα τοιχώματα της δεξαμενής η κρυσταλλική στύψις, συσκευαζόταν και παρεδίδετο στο εμπόριο για να φτάσει ως και πέρα από τη Βαγδάτη, την Περσία, τον Καύκασο για να τη χρησιμοποιήσουν για βαφή κυρίως στην Περσία όπου έβαφαν τα νήματα από τα οποία κατασκεύαζαν τα ξακουστά και ανεξίτηλα Περσικά χαλιά. Οι κατά καιρούς αρχιμάστορες ήταν: ο Φίλιππος Χρ. Τζοχατάρ, εξ’ ου και το επώνυμό του, ο Θεόπιστος Τζαμιτζάς ο οποίος είχε βοηθούς τον Παναγιώτη Σιγώτην, τον Ηλία Κιλιμπόζην, με καταγωγή το Καταχώρι και τους από Κοϊνίκ Κωνσταντίνον και Θύμικαν.
Θ. Η. Σταθόπουλος. Θεσσαλονίκη, 8 Απριλίου 1953
"Τα μεταλλεία της Γαράσαρης και η επεξεργασία της στυπτηρίας". Κείμενο: Θ. Η. Σπαθοπούλου. Πηγή: Ποντιακή Εστία τεύχος 40. Θεσσαλονίκη, Απρίλιος 1953.
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com