Ο Τζιουπές - Όταν οι τούρκοι δε φορούσαν μάσκα. Μαρτυρία του Θ. Καλλέ απο τη Χαβίανα Αρδάσσης Πόντου.
Στην Άνω Χαβίαννα στα δεξιά του χωριού και κάτω από τον περίλαμπρο Ναό του Αγίου Γεωργίου ο οποίος οικοδομήθηκε το 1890-1905 δια εράνων των ανά τη Ρωσία Ελλήνων εκ Πόντου, πρωτοστατούντος του Παναγιώτου Παπαλαζαρίδου, με τέμπλο εξαιρετικής τέχνης και πολυτέλειας από ξύλο καρυδιάς, με αγιογραφίες και εικόνες του Καλύμνιου ζωγράφου Θεόδωρου Ζουμή, κοντά στην όχθη του ποταμού υπήρχε μια μικρή έκταση που ονομαζόταν Αλάντων.
Ο Τζιουπές - Όταν οι τούρκοι δε φορούσαν μάσκα Εκεί ήλθε και κατοίκησε περί τα 1680-1700 μια οικογένεια τούρκων αποτελούμενη από μια μητέρα με εννέα γιούς όλους παντρεμένους. Οι εννέα αυτοί τουρκαλάδες είχαν ένα μοναδικό τζουπέν (πανωφόρι) πατρική μάλλον κληρονομιά. Όποιος απ’ αυτούς σηκωνόταν το πρωϊ πρώτος, φορούσε την τζιουπέν και κατευθυνόταν στην Χαβίαννα. Σε όποιο σπίτι πήγαινε, έπρεπε να καλοπεράσει από φαΐ και ανάπαυση. Το βράδυ πήγαινε σπίτι του και να έλθει την άλλη ημέρα ο άλλος ή ο ίδιος αν είχε την τύχη να ξυπνήσει και πάλι πρώτος. Αυτό γινόταν επί μακρόν και οι Χαβιαννίτες το έφεραν βαρέως (δεν άντεχαν πλέον). Κάποτε ο Ανδρέας Σιβέτ με έναν άλλο πήραν απόφαση να δώσουν τέλος στην αφόρητη αυτή κατάσταση. Όταν σε μια από τις συνηθισμένες αυτές επισκέψεις ένας από τους εννέα, ο αλής, ύστερα από το φαγητό ξαπλώθηκε κοντά στο τζάκι, ο Ανδρέας τον χτύπησε μ’ ένα μαχαίρι και τον άφησε νεκρό. Αμέσως έσκαψαν σε κατάλληλο μέρος στο ρεύμα ένα λάκκο και τον έθαψαν μαζί με τον τζιουπέν. Την άλλη μέρα οι αδελφοί του ήρθαν στην Χαβίαννα για να μάθουν τι απέγινε ο αλής. Σε απάντηση ότι ο αλής δεν ήρθε την προηγούμενη μέρα, κατήγγειλαν το γεγονός στην Άρδασσα. Οι αρχές ενήργησαν ανακρίσεις αλλά δεν κατόρθωσαν να ενοχοποιήσουν τη Χαβίαννα και έτσι λησμονήθηκε ο φόνος του αλή. Εκ των άλλων οκτώ ο ένας ο ισμαήλ μετέβη εις το Ερζερούμ προς εύρεση εργασίας οι δε άλλοι επτά εξακολουθούσαν το ίδιο βιολί. Κάθε μέρα ένας από αυτούς χωρίς πλέον το τζιουπέν καλοπερνούσε την ημέρα και το βράδυ έφευγε. Ένα βράδυ επιστρέφων ο τυχερός της ημέρας ο χασάν, ενώ περνούσε μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για να πάει στο σπίτι του, πέταξε μια πέτρα πάνω στην πόρτα της εκκλησίας. Μόλις έφτασε στο σπίτι του, έπεσε άρρωστος και σε λίγο πέθανε. Τον χασάν ακολούθησε ο βελής, τον βελή ο μουσταφάς και εντός ολίγου άνδρες, γυναίκες και παιδιά εθερίστηκαν από την πανούκλα (τον Γουρζουλά). Έμεινε μόνη η γριά μητέρα στο κρεβάτι και αυτή. Ύστερα από λίγες ημέρες κατέφτασε και ο ισμαήλ απ’ το Ερζερούμ, ο οποίος κατάπληκτος ερωτά τη μάνα του: μάνα, που είναι τ’ αδέρφια μου; Οι νύφες, τα παιδιά; Γιε μου του λέει: τους θέρισε ο γουρζουλάς όλους. Ο ισμαήλ ύστερα από λίγες ημέρες φόρτωσε τα υπάρχοντά του, πήρε τη μάνα του και έφυγε χωρίς να ξέρει κανείς που πήγε, όπως δεν ήξερε κανείς από που στα κομμάτια είχαν έρθει. Περισσότερα για τη Χαβίανα Αρδάσσης μπορείτε να διαβάσετε στην ακόλουθη παλαιότερη ανάρτηση μου Η Χαβίανα της Άρδασσας επαρχίας Χαλδίας του Πόντου - Χαβίανα Πόντου. Ένα ξεχασμένο γαμήλιο έθιμο. Παντελή Η. Μελανοφρύδη.
Ο Τζιουπές - Όταν οι τούρκοι δε φορούσαν μάσκα. Μαρτυρία του Θ. Καλλέ απο τη Χαβίανα Αρδάσης Πόντου. Πηγή: Ποντιακή Εστία τεύχος 74-75
Ποντι(α)κή Ιστορία & Λαογραφία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com