Ο Γάμος, στην Αργυρούπολη του Πόντου
Τα γαμήλια έθιμα των Ελλήνων της Αργυρούπολης του Πόντου
Το ψαλάφεμαν ( η επιλογή της νύφης )
Οι γάμοι από έρωτα ή από απ' ευθείας γνωριμία των νέων ήταν σπάνιοι. Η μητέρα του νέου -εκ του αφανούς- παρακολουθούσε τις υποψήφιες νύφες και αφού κατέληγε, τότε έπειθε τον σύζυγο και τον γιό της για την επιλογή της νέας.
Συνηθίζονταν οι στοίχοι : « εγώ ας ση μάννας –ι-μ' και ας ση κυρού μ' την βουλήν 'κ' εβγαίνω »
και το τραγούδι : « Μάννα μ' αν είσαι η μάννα μου κι αν είμαι το παιδόπο σ', εδέβαν τα νεότητα μ' υπάντρεψέ με οφέτος ».
Βασικό κριτήριο για την επιλογή της νύφης ήταν το οικογενειακό της περιβάλλον. Έλεγαν χαρακτηριστικά : «τέρεν την ούγιαν κ' έπαρ' το πανίν, τέρεν την μάνναν κ' έπαρ' το κορίτσ'»
Επίσης έπρεπε να είναι προκομένη, εργατική, μετρημένη, εύστροφη, ντροπαλή, νοικοκυρά, υγιής. Τέλος θα έπρεπε να είναι όμορφη και να έχει σωματικό κάλλος. Οι άσχημες και αδύνατες κοπέλες δεν είχαν πέραση και θεωρούνταν μη υγιείς.
Δείτε ένα βίντεο σχετικό με το Νυφέπαρμαν της ορφανής κόρης
Λογόπαρμαν
Αφού οι γονείς αποφάσιζαν για την επιλογή της νύφης, το γνωστοποιούσαν στο παιδί τους. Ένα βραδάκι μαζί με ένα πρόσωπο φίλα προσκείμενο και στις δύο οικογένειες ξεκινούσαν να ζητήσουν το κορίτσι, «επαίγναν σο ψαλάφεμαν». Το πρόσωπο που ακολουθούσε στο ψαλάφεμα έπρεπε να φοράει τη μία κάλτσα τέρσα̤ δηλαδή ανάποδα.
Συνήθως οι γονείς της νύφης δεν έδιναν αμέσως απάντηση, αλλά ζητούσαν χρόνο να το σκεφτούν. Μάλιστα όταν ο γαμπρός δεν ήταν της αρεσκείας τους, τότε έβρισκαν διάφορες προφάσεις για να αποπέμπουν τους προξενητάδες. Πάντοτε σχεδόν κρατούσαν μυστικό το ψαλάφεμα γιατί ήταν προσβολή να γυρίσει άπρακτος ο γαμπρός χωρίς συγκατάθεση από το σπίτι της νύφης. Αν υπήρχε άρνηση όχι σπάνια ακολουθούσε ακούσια απαγωγή της νέας, «έκλεφταν ατέν'» Όταν υπήρχε θετική απάντηση, τότε μετά από δεύτερη και τρίτη επίσκεψη οριζόταν η ημέρα των αρραβώνων.
Σουμάδα̤, ( ο αρραβώνας )
Οι αρραβώνες δεν τύχαιναν μεγάλης δημοσιότητας αλλά περισσότερο γίνονταν σε κλειστό κύκλο όπου αντάλλασαν τα δαχτυλίδια. Η υποψήφια νύφη εμφανιζόταν μόνο μία φορά για να κεράσει τους καλεσμένους, τον γαμπρό και την οικογένειά του. Το ίδιο βράδυ κανόνιζαν την ημερομηνία τέλεσης του γάμου. Στα σουμάδι͜α̈' αντάλλασαν και άλλα δώρα μεταξύ τους οι δύο οικογένειες όπως παπούτσια, χρυσές λίρες κ.ά.
Από την ημέρα των αρραβώνων οι νέοι δεν είχαν καμία επαφή, επιπρόσθετα η νύφη απαγορευόταν να μιλήσει στα πεθερικά της μέχρι τον γάμο, άρχισε δηλαδή το στύμνωμα – το μάσ̌', το οποίο κρατούσε ένα δύο χρόνια μετά τον γάμο και άλλοτε ως και πέντε χρόνια. Σπάνιες είναι οι περιπτώσεις διάλυσης των αρραβώνων «έκλωσαν τα σουμάδια̈'», οπότε λόγω της βαρύτητας του γεγονότος ο νέος έπρεπε να φύγει από το χωριό ή να ξενητευθεί γιατί δεν τον σήκωνε άλλο το κλίμα του χωριού. Κάτι τέτοιο όποτε συνέβαινε ήταν πολύ ατιμωτικό.
Κουβέντα για προίκα δεν γινόταν. Ήταν προσβολή προς την νέα να ζητηθεί προίκα. Βέβαια οι γονείς του κοριτσιού προίκιζαν το παιδί τους όσο οι δυνάμεις τους το επέτρεπαν.
Η χαρά, ( Στεφάνωμαν )
Η χαρά, ο γάμος δηλαδή, κρατούσε τρείς ημέρες από το απόγευμα του Σαββάτου ως τη Δευτέρα πρωί.
Οι προσκλήσεις γίνονταν με κεριά. Καλούσαν οι δύο οικογένειες τους δικούς τους ανθρώπους, συγγενείς και φίλους ακόμα και από γειτονικά χωριά. Μάλιστα καλούσαν και πρόσωπα που οπωσδήποτε έπρεπε να παραστούν όπως τέτοια ήταν όσα είχαν εξουσία ή καλή σχέση με το γλέντι για να βοηθήσουν με την παρουσία τους στην καλύτερη έκβαση του γλεντιού. Το κάλεσμα με τα κεριά δεν γινόταν παντού. Αλλού καλούσαν με το ούζο, πάντως όχι με έντυπες προσκλήσεις. Τα κεριά στη βάση τους ήταν βαμμένα κόκκινα. Γι αυτό όταν κάποιος ανεπιθύμητος έκανε την εμφάνισή του, συνήθιζαν νε λένε : « εθαρρείς κοκκινόκολον κερίν' έστειλαμ' ατον ».
Το απόγευμα του Σαββάτου σχεδόν ταυτόχρονα άρχιζε το γλέντι και στα δύο σπίτια με τους συγγενούς και φίλους υπο τους ήχους του κεμεντζέ, του νταουλιού του ζουρνά και του αγγείου, και φούντωνε η χαρά και το γλέντι όσο περνούσε η ώρα.
Η ρακή, τα τουρσιά (στύπα), τα παστά ψάρια, ο καβουρμάς, ο παστουρμάς ήταν τα εδέσματα που παρατείθονταν στους προσκαλεσμένους και αργότερα γύρω στις δέκα το βράδυ έτρωγαν το κατροφλίν δηλαδή πατάτες με κρέας.
Οι νέοι χορεύουν τον πυρρίχιον, την Κότσ' και το Τίκ. Οι κυράδες παράμερα βολιδοσκοπούν για την επιλογή γαμπρού ή νύφης, και ζυγίζουν τις κινήσεις, τα φερσίματα, την σπιρτάδα των νέων. Αργότερα οι οργανοπαίκτες αλλάζουν ρυθμό και παίζουν τ΄ ομάλια, οπότε οι γεροντότεροι αναλαμβάνουν τα ινία του χορού τραγουδώντας όλοι μαζί.
Χοροί και ξεφαντώματα στις αυλές των νεόνυμφων. Στη χαρά αυτή ιδιαίτερο παρόν δίνουν οι ντουφεκιές.
Έτσι περνούσαν οι ώρες με άφθονο γλέντι και χορό ως τις πρώτες πρωϊνές ώρες της Κυριακής οπότε κι απολυόταν η εκκλησία και ο λαός πρόστρεχε στη χαρά των παιδιών. Ήταν η ώρα για το ξύρισμα του γαμπρού. Καθόταν στη μέση της αυλής και ο κουρέας τον ξύριζε. Ο χορός άναβε και οι οργανοπαίκτες δέχονταν φιλοδωρήματα.
Ακολουθεί η αναπαράσταση του ξυρίσματος του γαμπρού. Οι φίλοι του γαμπρού μαζί με τον κουρέα διοργανώνουν ένα εντυπωσιακό ξύρισμα με πειράγματα, σκανταλιές και εύθυμα αστεία που δίνουν στη στιγμή αυτή έντονες συγκινήσεις
Μετά το ξύρισμα το γαμπρός λουζόταν από παρέα φίλων του και ντυνόταν τα γαμπριάτικά του.
Κατά τον ίδιο χρόνο κοπέλες και νυφάδες άναβαν το γλέντι στο σπίτι της νύφης και ετοίμαζαν τα νυφοσκεπάσματα, δηλαδή το χτένισμα και το ντύσιμο της νύφης. Το χτένισμα γινόταν με πολύ προσοχή και επιδεξιότητα, μάλιστα δινόταν πολύ μεγάλη προσοχή στο μήκος των μαλλιών της νύφης. Λέει το τραγούδι με σχετικό περιεχόμενο :
«Η τσάμια' σ' έν' πεντάπλεχτον, δασέα τα μαλλίας,
Μακρέα και ανάλαφρα, ξύουν απάν' σ' ωμίας».
Ομοίως και τώρα στο σπίτι της νύφης οι φιλενάδες της, την ετοιμάζουν, την ντύνουν, την χτενίζουν, της τραγουδούν και της χορεύουν. Στο τέλος σκεπάζουν την κεφαλή της με ο τούλι.
Μετά το χτένισμα άρχιζαν να ντύνουν τη νύφη τραγουδώντας της διάφορα έθιμα τραγούδια και προς το τέλος, της τραγουδούσαν το τραγούδι :
«Τίμα κόρη τον πεθερό σ' ας σον κύρη σ' καλλίον
«Τίμα κόρη την πεθερά σ' ας σην μάννα σ' καλλίον
«Τίμα κόρη τ' αντραδέλφια σου ας σα αδέλφια σ' καλλίον
«Τίμα κόρη τα πεθερ'κά σ' για να 'σαι τιμημέντσα
«Και όντας θα πας σοι πεθερούς να 'σαι αγαπημέντσα»
Ακολουθεί χορός στα σπίτια των νεόνυμφων
Αφού έντυσαν τον γαμπρό, με την συνοδεία οργάνων που προπορεύονται
πηγαίνουν σε πομπή να πάρουν τον κουμπάρο από το σπίτι του. Έτσι έδειχναν πόσο πολύ τιμούσαν τον κουμπάρο. Το γλέντι συνεχίζεται στο σπίτι του κουμπάρου με νταούλια και ζουρνάδες και εκεί παραβρίσκεται το αλλάϊ του, η συντροφιά του οι οποίοι κερνούν την πομπή του γαμπρού με ρακή.
Ξεκινά η πομπή για το σπίτι του κουμπάρου με χορό. Μετά τις φιλοφρονήσεις όλοι μαζί ξεκινούν για το σπίτι του γαμπρού. Το γλέντι συνεχίζεται και ακολουθεί γεύμα για όλους τους προσκεκλημένους.
Ξεκινά η πομπή του κουμπάρου για το σπίτι του γαμπρού πάλι με χορό και ξεφαντώματα. Κατά τις τρείς η ώρα ξεκινούν με γλέντι για να πάρουν τη νύφη, το Νυφέπαρμαν. Συνηθιζόταν ο γαμπρός και ο κουμπάρος να είναι καβάλα σε άλογα σελωμένα και στολισμένα. Μαζί έφεραν και άλλο άλογο, άσπρο, σελωμένο και στολισμένο για την νύφη.
Τέτοιες συνήθεις ήταν ανάλογες των ημερών και της σημαντικότητας τους.
Πολλοί από τους προσκεκλημένους ήταν αρματωμένοι με όπλα της εποχής, με κάμες, με αϊναλία, με μαρτένια και φυσεκλίκια. Καθ' οδόν πυροβολούσαν κατ' επανάληψη κάνοντας τον λεγόμενο ντοναϊμάν .
Αυτή η συνήθεια απέδιδε πανηγυρική ατμόσφαιρα στη χαρά και λεβέντικο ύφος. Από την άλλη πλευρά ήταν και σαν ένα είδος ειδοποίησης για το σπίτι της νύφης ότι πλησιάζει η πομπή του γαμπρού.
Όταν πλησίαζαν πολύ, άρχισαν να τραγουδούν : «...κουρέψαμε τα πρόατα πήραμε τα μαλλία, εχ̌’ κ' έρχουν οι συμπέθεροι για στρώστεν τα χαλία...»
Γαμπρός και κουμπάρος με όλο το αλλάϊ ξεκινούν για το νυφέπαρμαν. Όταν πιά η πομπή βρίσκεται έξω από την αυλόπορτα και όσο αυτή είναι ανοιχτή διάπλατα, κάποιοι νέοι σκόπιμα την φράζουν με ένα κοντάρι, εμποδίζοντας την είσοδο της πομπής του γαμπρού. Καλούν τον κουμπάρο τότε, με διάφορα ευτράπελα να τους δώσει φιλοδώρημα για να ανοίξουν την πόρτα.
Την ίδια στιγμή δύο νέοι (συνήθως άντρες) με δίσκο στα χέρια, κερνούν ρακή και μεζέδες τον πατέρα του γαμπρού και τον κουμπάρο. Ο πατέρας του γαμπρού πίνει ευχόμενος : ..καλορρίζικα ντο θ' αρματώνουμε...και ρίχνει φιλοδώρημα στον δίσκο, συνήθως χρυσή λίρα. Ακολουθεί ο κουμπάρος και όλοι οι καλεσμένοι και μπαίνουν στην αυλή. Όλοι μαζί σμίγουν και αρχίζουν ένα ανεπανάληπτο γλέντι, ώστε έλεγαν : ... βελόν' να κρεμής αφκά 'κι ρούζ'...
Όσο έξω στην αυλή δυναμώνει το γλέντι, ο κουμπάρος πλησιάζει την κάμαρη όπου βρίσκεται η νύφη και ζητά να την πάρει για να πάνε στο Ναό για την στέψη. Τα κορίτσια που ασχολήθηκαν με τα νυφοσκεπάσματα αρνούνται να δώσουν τη νύφη ζητώντας φιλοδώρημα. Ο κουμπάρος δίνει ένα γενναίο φιλοδώρημα και αφού πάρει τη νύφη είναι έτοιμοι να βγούν από το σπίτι. Στην πόρτα στέκουν και την αποχαιρετούν οι γονείς και τ΄αδέλφια της, ενώ έξω στην αυλή ακούγεται το τραγούδι : Άφε κόρη τον κύρη σου και ποίσον άλλον κύρη , Άφε κόρη τη μάννα σου και ποίσον άλλεν μάννα
Δείτε το σχετικό βίντεο για το Αχπαστικόν του Ποντιακού γάμου
Στη συνέχεια όλοι μαζί ξεκινούν για την εκκλησία τραγουδώντας : ...Σήμερον άσπρος ουρανός, σήμερον άσπρη μέρα, σήμερον στεναφώνεται αητέντς την περιστέραν....
Αυτές οι στιγμές είναι ακατόρθωτο να περιγραφτούν γιατί ξεχειλίζουν από τόσο κέφι και χαρά όπου κανείς νομίζει ότι όλοι έχουν τρελαθεί και τα όργανα και οι καλεσμένοι, και όλο το χωριό έχει γίνει ένα με την χαρά των νεόνυμφων. Οι νέοι χορεύουν μπροστά από την νύφη και τον γαμπρό. Οι συμπέθεροι ακολουθούν από πίσω. Συχνά στον δρόμο προς την εκκλησία οι νέοι κλείνουν τον δρόμο σαν διόδια και ζητούν από τον κουμπάρο φιλοδώρημα σε είδος, δηλαδή ρακή.
Έτσι φτάνει η πομπή στην εκκλησία. Εκεί ο ιερέας παραλαμβάνει τον γαμπρό και τη νύφη και τους οδηγεί κάτω από τον κεντρικό πολυέλαιο του ναού. Τότε νεκρική σιγή απλώνεται παντού, μέσα στον ναό, στο προαύλιο και γύρω. Αφού τελειώσει το μυστήριο, φίλοι του κουμπάρου τον σηκώνουν στα χέρια φωνάζοντας : Άξιος κουμπάρε......κουμπάρε τάξον !!!
αι δεν τον αφήνουν κάτω αν δεν τους τάξει ένα πλούσιο τραπέζι, ένα γλέντι δηλαδή.
Στη συνέχεια όλος ο κόσμος με πρώτο τον πατέρα του γαμπρού περνούν ασπάζονται τα στέφανα και συγχαίρουν τους νεόνυμφους και τους συμπεθέρους.
Όλοι τώρα ξεκινούν για το σπίτι του γαμπρού με τραγούδια και χορούς.
Στην κύρια είσοδο η μητέρα του γαμπρού περιμένει τη νύφη και το γαμπρό. Ένα καινούριο χάλκινο σκεύος (χαλκόν) είναι έτοιμο στο κατώφλι. Μόλις πλησιάσει η νύφη, η πεθερά της χτυπάει το χαλκόν στο δεξί της πόδι και της κρεμάει στο λαιμό χρυσή αλυσίδα ενώ ασπάζεται πρώτα τη νύφη και έπειτα το παιδί της. Στη συνέχεια μπαίνουν στο σπίτι με το δεξί πόδι.
Παντού υπάρχουν στρωμένα τραπέζια με μεζέδες και ρακή. Λογής- λογής τραγούδια ακούγονται συνεχώς, μα επικρατέστερα είναι τα παραδοσιακά και αυτά που εξιστορούν τις περιπέτειες του Ακρίτα ή του Μάραντου.
Σε όλους τους καλεσμένους παραθέτουν γεύμα με πρώτο πιάτο πασκιτανένεν τσορβάν και δεύτερο κρέας με μακαρόνια ή λάχανο ή πατάτες.
Σε λίγο άλλα τραγούδια ξεσηκώνουν πάλι τις διαθέσεις για χορό και περισσότερο γλέντι. Είναι οι συμπέθεροι που έρχονται κι αυτοί με την παρέας τους να ενωθούν με όλους τους άλλους σε κοινό γλέντι τραγουδώντας : ...κουρέψτεν εσείν' τα πρόατα κι επάρτεν τα μαλλία, έρθαν και οι συμπεθέρ' για στρώστεν τα χαλία....
Τους περιμένουν στη είσοδο οι νεόνυμφοι και οι συμπέθεροι. Σε άλλο δωμάτιο του σπιτιού είναι στρωμένο άλλο τραπέζι επίσημο γι' αυτούς.
Εκεί κάθονται πίνοντας και γλεντώντας ως το πρωί. Απαραίτητος μεζές ήταν μία βραστή κότα την οποία σέρβιραν ολόκληρη.
Έπειτα έμπαιναν στο χορό ο γαμπρός και η νύφη. Κατά τα μεσάνυχτα η νύφη κι' ο γαμπρός κάθονταν σε ένα μεγάλο δωμάτιο και δίπλα τους ο λυράρης έπαιζε όμορφα τον κεμεντζέ. Όλοι οι καλεσμένοι περνούσαν τότε ένας-ένας συγχαίροντας το νέο ζευγάρι, έδιναν την ευχή και τα δώρα τους, γινόταν η χάρ' όπως έλεγαν. Μετα το τέλος του χαρίσματος το γλέντι συνεχίζεται ως τις τρείς το πρωί. Οι ηλικιωμένοι και τα παιδιά έχουν φύγει ήδη για να ξεκουραστούν. Οι πιο νέοι όμως είναι εκεί χορεύοντας την Κότς, την Τρυγώνα, τον Πυρρίχιο την Μητερίτσα. Στα ξημερώματα γίνεται το θήμισμαν, τα εφτά ζευγάρια και το τέκ κρατώντας αναμμένα κεριά.
Δείτε το σχετικό βίντεο για το Θύμιζμαν
Δείτε το σχετικό βίντεο με το έθιμο και τον τελετουργικό χορό του Θυμίζματος
Μετα το θήμισμαν ακολουθούν και άλλοι χοροί, ώσπου ξημερώνει και όλοι ετοιμάζονται για το κοτσαγκέλ'. Ήταν λεβέντικος χορός στον οποίο όλοι μαζί πιασμένοι χέρι-χέρι χόρευαν σχηματίζοντας μια μακριά αλυσίδα. Στον σκοπό αυτό ο πρώτος κρατούσε μαντήλι και με αυτό έδινε την κατεύθυνση του χορού. Όλοι μαζί όμως τραγουδούσαν :
.....Να φώνα-φώνα να καλοφώνα
Λαλείς και παίρτς με κι απέσ' κι βάλλτς με
Κι απέσ' κι αν βάλλτς με κάθκα κι λές με
Κάθκα κι αν λές με σκαμνίν 'κι δίς με
Σκαμνίν κι αν δίς με τραπέζ' κι στρώντς με
Τραπέζ' κι αν στρώντς με φαϊν κι φέρτς με.....
Δείτε το σχετικό βίντεο με το τραγούδι και το χορό της Φόνας
Μάλιστα καθόλου δεν εφοβούντο τους Τούρκους, οι Έλληνες του ηρωικού Πόντου γιατί αν και υπόδουλοι χορεύοντας την ώρα αυτή της χαράς των παιδιών που παντρεύτηκαν τον χορό κοτσαγκέλ', τραγουδούσαν :
.....Στην Αγιά Σοφιά θα πάμε έγια μόλα για και θα πάρουμε απ' τους Τούρκους τα χρυσά κλειδιά.....
Δείτε το σχετικό βίντεο για τον τελευταίο χορό του Ποντιακού γάμου, το Κοτσαγκέλ
Το κοτσαγκέλ' περνούσε σαν πομπή από όλα τα σπίτια και σε κάθε αυλή χόρευαν και τραγουδούσαν. Πάλι όλοι εύχονταν στο ζευγάρι και αποχωρούσαν. Τυπικά κάπως έτσι τελειώνει ο χωριάτικος γάμος όπως ακριβώς γινόταν στον Πόντο από τους Έλληνες. Όμως παρόλα ταύτα, άλλα δύο γλέντια θα λάμβαναν χώρα. Ένα είναι τ΄ οπίσια. Δηλαδή η συνήθεια, το πρώτο Σάββατο μετά το γάμο να πηγαίνει η οικογένεια του γαμπρού οπίσω στο σπίτι της νύφης, με συγγενείς και φίλους. Και το δεύτερο εκ μέρους του κουμπάρου προς τους φίλους του όπως το είχε υποσχεθεί όταν τον επαινούσαν το άξιος-άξιος στην εκκλησία.