Κερασινός, Ιούνιος. ΉΘη και έθιμα των Ελλήνων στον Πόντο.

Ο μήνας Ιούνιος απο το χειρόγραφο Τυπικό της Μονής του Αγίου Ευγενίου Τραπεζούντος ΠόντουΟ Ιούνιος είναι ο έκτος μήνας του χρόνου. Εξ' αρχής είχε 29 ημέρες αλλά με τη διόρθωση του ρωμαϊκού ημερολογίου απέκτησε 30. Για την ονομασία του υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη υποστηρίζει ότι προέρχεται από τη θεά Ήρα που λεγόταν Juno και στη γενική κλήση Junonis, στο όνομα της οποίας ήταν αφιερωμένος. 

Η δεύτερη, ότι προέρχεται από τον Λεύκιο Ιούνιο Βρούτο, πρώτο ύπατο της Ρώμης. Ο μήνας αυτός είναι αντίστοιχος προς τον Σκιροφοριώνα του Aττικού ημερολογίου. Μεταξύ 21ης και 22ας του μήνα αυτού έχουμε τη θερινή τροπή του ήλιου οπότε είναι και η μεγαλύτερη ημέρα του χρόνου. Στην Ελλάδα λέγεται Θεριστής, Θέρτης, Πρωτογιούνης κ.ά. Στον Πόντο ο Ιούνιος λεγόταν και λέγεται από τους Έλληνες του Πόντου και Θερνός, αλλά κυρίως λέγεται Κερασινός από τα ξακουστά κεράσια του Πόντου. Άλλωστε την Κερασούντα τη θεωρούσαν πατρίδα της κερασιάς. Μάλιστα για τη γυναίκα που είχε χείλη σαν κεράσια έλεγαν πως είναι κερασόχ̌ειλος. Η γενική Κερασινού κατέληξε σε επίρρημα και σημαίνει «κατά τον Ιούνιο». Οι Έλληνες του Πόντου έκαναν τραγούδια τις ιδιότητες του μήνα Ιουνίου λέγοντας: «Ο Κερασινόν φέρ’ τον ήλον, κοκκινίζ’ κι ευτάει σε μήλον». Σε άλλες παραλλαγές συναντούμε στην Κρώμνη το: Ο Κερασινόν φέρ' ήλιο̤ν και μαραίν’τσε άμον μήλον». Στο Σταυρίν έλεγαν: «Έρθεν ο Κερασινόν, έγκεν φύλλον πράσινον» ενώ στα Σούρμενα έλεγαν: «Έρθεν ο Κερασινός, ο καιρός έν’ κόκκινος». Στην Ινέπολη ο μήνας Ιούνιος λεγόταν και Αϊ-Γιάννης. Κερασινός, Ιούνιος. ΉΘη και έθιμα των Ελλήνων στον Πόντο. Κεράσια. Ο Κερασινός (Ιούνιος) μήνας. Ήθη και έθιμα των Ελλήνων στον ΠόντοΣτην Τραπεζούντα και τη Σάντα έχουμε το επίθετο ουδετέρου γένους κερασινέσιν και κερασινές παράγεται από το Κερασινός και την κατάληξη -έσιν, που σημαίνει αυτό που παράγεται κατά τον μήνα Ιούνιο. Παραδείγματος χάρη έλεγαν Κερασινέσ̌' βούτορον, θέλοντας να δηλώσουν το βούτυρο που παρήγαγαν κατά τον Κερασινό (Ιούνιο) μήνα. Επίσης έλεγαν Κερασάπιν, δηλαδή Κερασινό άπιον (αχλάδι). Στη Χαλδία χρησιμοποιούσαν το όνομα Κεράσα ή Κερασία το οποίο έδιναν στην αγελάδα που γεννήθηκε το μήνα αυτό.
Το κεράσιν, πληθυντικός τα κεράσα̤ είναι το δέντρο κερασιά αλλά και ο καρπός του. Υποκοριστικό το κερασόπον. «Ούμπαν ακούς πολλά κεράσα̤, μικρόν καλάθ’ έπαρ’ κι άμε» (όπου ακούς πολλά κεράσια, μικρό καλάθι πάρε και πήγαινε). Στον Κερασινό τύχαινε συνήθως η κινητή γιορτή του Αγίου Πνεύματος, τ' Αε-Πνευμάτ' ή τ' Α-Πνεμάτ' ή τ' Αε-Πνεύματονος όπως τη λέγανε στα Κοτύωρα (Ορτού). Τη μέρα αυτή θεωρούσαν ως κακή για διάφορες δραστηριότητες όπως το να ανέβουν σε δέντρο ή να κοιμηθούν ή να κάνουν μπάνιο στη θάλασσα. Ο μήνας αυτός είναι αντίστοιχος προς τον Σκιροφοριώνα του Aττικού ημερολογίου. Μεταξύ 21ης και 22ας του μήνα αυτού έχουμε τη θερινή τροπή του ήλιου οπότε είναι και η μεγαλύτερη ημέρα του χρόνου. Στην Ελλάδα λέγεται Θεριστής, Θέρτης, Πρωτογιούνης κ.ά. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Μέγα Συναξαριστή αναφέρει σχετικώς για τον μήνα Ιούνιο: Ο Μην Ιούνιος έχει ημέρας Λ (30). Η ημέρα έχει ώρας ΙΕ (15) και η νύξ ώρας Θ (9). Ο Ιούνιος είναι όνομα Λατινικόν παραγόμενον από την λέξη Γιούνο που δηλώνει την ψευτοθεά  Ήρα, επειδή κατ΄ αυτόν τον μήνα ετίμουν την Ήραν με τελετάς οι παλαιοί Ρωμαίοι.  Στον Πόντο είχε τις ονομασίες Θερ'νός και Κερασινός (από τα κεράσια). Μάλιστα για την όμορφη κοπέλα που είχε χείλη σαν κεράσια έλεγαν πως ήταν κερασ̌όχ̌ειλος. Στην Ινέπολη ο μήνας Ιούνιος λεγόταν και Αϊ-Γιάννης. Στην Τραπεζούντα και τη Σάντα έλεγαν: Κερασινέσ̌' βούτορον, θέλοντας να δηλώσουν το βούτυρο που παρήγαγαν κατά τον Κερασινό (Ιούνιο) μήνα. Επίσης έλεγαν Κερασάπιν, δηλαδή Κερασινό άπιον (αχλάδι). Στη Χαλδία χρησιμοποιούσαν το όνομα Κεράσα ή Κερασία το οποίο έδιναν σε ζωντανό που γεννήθηκε το μήνα αυτό.  Στον Κερασινό τύχαινε συνήθως η κινητή γιορτή του Αγίου Πνεύματος, τ' Αε-Πνευμάτ' ή τ' Α-Πνεμάτ' ή τ' Αε-Πνεύματονος. Τη μέρα αυτή θεωρούσαν ως κακή για διάφορες δραστηριότητες όπως το να ανέβουν σε δέντρο ή να κοιμηθούν ή να κάνουν μπάνιο στη θάλασσα.  Ο κ. Αντώνιος Παπαδόπουλος στο έργο του «Σύμμεικτα Ροδοπόλεως Πόντου -Δοξασίαι περί των μηνών» της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών – Αρχείον Πόντου Τόμος 26ος - Αθήνα 1964, αναφέρει σχετικώς: Ιούνιος – Κερασινός. Ωνομάζετο έτσι διότι ωρίμαζαν τα κεράσια. Στις 15 του μηνός αυτού οι κτηνοτρόφοι ανήρχοντο εις τα υψηλά οροπέδια διότι έλυναν τα χιόνια. Εκτός των εορτών Πέτρου και Παύλου, εορτάζετο και η εορτή του Αγίου Ονουφρίου στις 12 Ιουνίου και του Αγίου Ιωάννου στις 24 Ιουνίου. Δημοτικά τραγούδια Πόντου. Πηγή: Μηνιαίον Λαογραφικόν Περιοδικόν “Ποντιακή Εστία”. Τεύχος 30-31 Ιούνιος Ιούλιος Θεσσαλονίκη 1952.

Δημοτικό τραγούδι Κερασούντας (πηγή: Στάθης Ευσταθιάδης)
Έρθεν ο Κερασινός, τα κεράσα̤ τα καλά, λάμπ’ ο ήλεν σα ραχ̆ά, σ΄ολουνούς τρανόν χαράν.
Έρθεν ο Κερασινός τ’ ευλογίας τα πολλά, οι ανθρώπ’ είν’ χαρεμέν’ κι η ζωή παντού γελά.
Έρθεν ο Κερασινός και ο ήλον καντηλίζ, η εγάπ’ γλυκύν κεράσ’, τ’ εμόν την κάρδα̤ν  βρουλίζ’
Επωδός
Έρθεν ο Κερασινός και ο ήλεν ο ζεστόν, έρθεν κι η εγάπ’ τ’ εσόν’ βρούλ’τσεν την κάρδα̤ν τ’ εμόν'. Δημοτικό τραγούδι της Κερασούντας με τίτλο Έρθεν ο Κερασινός

Άγιος Ιωάννης ο Προφήτης και Πρόδρομος  - Εορτολόγιον Πόντου για τον μήνα Κερασινό (Ιούνιο)Εορτές του  Κερασινού (Ιουνίου)
Ο Ιούνιος και γενικά οι καλοκαιρινοί μήνες δεν έχουν πολλές γιορτές γιατί οι αγροτικές δουλειές είναι στο αποκορύφωμά τους. Παρόλα αυτά και στον Πόντο υπήρχαν ορισμένες γιορτές σταθμοί εκτός από τις μικρογιορτές.

Στη Ροδόπολη και σε άλλα μέρη στις 12 Ιουνίου γιόρτασαν τον Άγιο Ονούφριο. Στην Οινόη (Unye) τον Ονούφριο τον λέγανε και Νούφρη και στην περιοχή Τραπεζούντας χαϊδευτικά Φίκο κατά πληροφορίες του Ιορδάνη Βαμβακίδη (Αρχείο Πόντου 9-139-172). Ο Δ. Σ. Λουκάτος μας πληροφορεί ότι κατά παρετυμολογία από τη λέξη Ονούφριος έχουμε και τη λέξη Ρούφνης και ρουφώ ηι αυτό και στην Κωνσταντινούπολη τον Άγιο Ονούφριο τον γιόρταζαν οι καπνοπώλες και η συντεχνία τους επειδή δήθεν είχε σχέση με το ρούφηγμα του καπνού. Τον γιόρταζαν επίσης και οι κουρείς, επειδή παρουσιάζεται στις εικόνες του με πολύ μακριά γενειάδα. Στη Ροδόπολη στις15 Ιουνίου οι κτηνοτρόφοι ανέβαιναν στα ψηλά οροπέδια γιατί έλιωναν τα χιόνια και άρχισε η βοσκή των ζώων εκεί όπου υπήρχε άφθονο χορτάρι.
Ο λαός μας τιμά το γενέθλιο του Αγίου Ιωάννου του προδρόμου στις 24 Ιουνίου, μέρα που είναι πολύ κοντά στις 21 Ιουνίου τότε που γίνονταν οι θερινές τροπές του ηλίου. Γι αυτό και ο Αϊ Γιάννης έχει πάρει πολλά ονόματα, όπως: Αγιάννης Κλήδονας ή Λαμπαδιάρης ή Λαμπαδιστής, ή Λαμπροφόρος, ή Φανιστής, ή Λιοτρόπης, ή Ριζικάρης ή Ριγανάς. Επίσης λέγεται και Βλαστολόγος και Μελάς (για το μέλι), και Απαρνιαστής (από τους ορνιούς για τα σύκα). Και στον Πόντο είχε πολλά ονόματα, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Χαρακτηριστικό του εορτασμού στις 23-24 Ιουνίου είναι οι φωτιές, πανάρχαιο έθιμο που οι ρίζες του χάνονται στα βάθη των αιώνων «Έθος αρχαίον» όπως τονίζει ο Φαίδων Κουκουλές. Ήδη στο Βυζάντιο συνήθιζαν κατά την πρώτη κάθε μήνα «Νουμηνία» ή μια φορά το χρόνο να ανάβουν φωτιές μπροστά στα σπίτια και τα εργαστήρια και να τις πηδάνε για να τους φέρει το γεγονός αυτό υγεία, διώχνοντας μακριά όλα τα κακά. Η συνήθεια αυτή είναι και ρωμαϊκή. Οι Ρωμαίοι συνήθιζαν την πρώτη του έτους να ανάβουν φωτιές και να τις πηδούν όχι μόνο τα παιδιά αλλά και άνδρες, καθώς και μητέρες οι οποίες περνούσαν από πάνω τα βρέφη τους για αποτροπή κάθε κακού και για κάθαρση. Τον Ζ΄αιώνα, η εν Τρούλω Αγία Σύνοδος απαγόρευσε αυτή τη συνήθεια, παρόλα αυτά όμως επέζησε και διαιωνίστηκε, αφού ήδη τον ΙΑ΄ αιώνα κάνει μνεία γι’ αυτές ο Μιχαήλ Ψελλός και τον ΙΒ΄αιώνα ο Μιχαήλ Γλύκας. Γενικά η εκκλησία το έθιμο με τις φωτιές το θεωρούσε ειδωλολατρικό, διακηρύσσοντας ότι προερχόταν από τα εθνικά κράτη, δηλαδή τα ειδωλολατρικά. Τον 15ο αιώνα ο Ιωσήφ Βρυένιος υποστήριζε ότι αιτία όλων των δεινών για το Βυζάντιο ήταν το γεγονός «ότι κληδόνας ποιούμεν και υπεραλλόμεθα (πηδάμε) των πυρκαϊών». Παρόλα αυτά το έθιμο με τις φωτιές του Αϊ Γιάννη διαδόθηκε και συνεχίστηκε ως τις μέρες μας. Ο Δημ. Σ. Λουκάτος σχολιάζοντας το γεγονός αυτό με τις φωτιές λέει ότι είναι πυρολατρικά ενισχυτικές του ζωογόνου ηλιακού φωτός που τώρα στις τροπές του ήλιου ταλαντεύεται ανησυχητικά επειδή επιστρέφει στην μειωμένη πορεία του προς το χειμώνα. Επίσης είναι και διαβατήρια η εξήγηση της φωτιάς, διότι καθώς την πηδάμε περνάμε όχι μόνο από μια ηλιακή περίοδο στην άλλη, αλλά και από τη μια κατάσταση ζωής στην άλλη. Τέλος, είναι καθαρτήρια, αφού η ίδια εποχή απαιτεί το κάψιμο κάθε σάπιου και παλιού, που αποτελεί εστία μολύνσεων. Συμπλήρωμα της γιορτής ήταν ο κλήδονας, δηλαδή η δοκιμασία της τύχης. Κληδών + όνος = οιωνός, προμήνυμα, κλυδωνίζω, προμηνύω, προμαντεύω, κλυδωνίζομαι, νομίζω κάτι για τον εαυτό μου σαν σημάδι σαν οιωνό, μαντεύομαι από κάποιο σημείο. Ο Κλήδονας στον Πόντο, το Κάρς και τον Καύκασο. Ποντιακά ήθη και έθιμα.  Ο χαλκέντερος μελετητής του Πόντου αρχιμανδρίτης Άνθιμος Α. Παπαδόπουλος μαρτυρεί ότι στον Πόντο δεν υπήρχε το έθιμο του κλήδονα λέγοντας: «Το έθιμο του κλήδονα, καθόσον εγώ τουλάχιστον γνωρίζω είναι άγνωστο εις τον Πόντο». Παρόλα αυτά, στην έρευνα που έκανα βρήκα πολλές μαρτυρίες από αξιόπιστους πνευματικούς μας ανθρώπους ότι και στον Πόντο ίσως όχι σε όλες τις περιοχές, γιορταζόταν η 24η Ιουνίου Τ’ Αγιλουτρουπί με φωτιές και κλήδονα όπως θα δούμε παρακάτω. Έτσι τον Ιούνιο, ειδικά επειδή γίνονταν οι θερινές τροπές του ήλιου όσα έθιμα ή γιορτές υπάρχουν συνδέθηκαν με αυτές. Έτσι και η 24 Ιουνίου συνδέθηκε με το θερινό ηλιοτρόπιο για αυτόν στον Πόντο, τον Αγιάννη τον λέγανε Αγιλουτρούπ’. Πάλι κατά τον Αρχιμανδρίτη Άνθιμο Παπαδόπουλο έχουμε τις λέξεις του λουτρόπου στην Ινέπολη, του λουτρόπ’ στην Κερασούντα, και λουτρόπου στη Σινώπη που παράγονται από το ουσιαστικό λουτρούπης που παράγεται από το αρχαίο ουσιαστικό ηλιοτρόπιον, δηλαδή το ηλιακό ρολόι και είναι η ημέρα που γίνεται η τροπή του ήλιου (24 Ιουνίου). Στη συνέχεια έχουμε: Αγιλουτρούπης γενική τ’ Αγιλουτρουπί στην Κερασούντα, τ’ Αγιλουτρούπ’ στην Τραπεζούντα, τ’ Αελουτρουπί στη Χαλδία, που παράγεται από το επίθετο άγιος και το ουσιαστικό ηλιοτρόπιο. Τελικά η λέξη κατέληξε να γίνει επίθετο του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου που γιορτάζεται στις 24 Ιουνίου. Επειδή όμως η γιορτή του συμπίπτει με το χρόνο που συνήθως αρχίζουν τα λουτρά έγινε παρετυμολογία και έτσι στο δεύτερο συνθετικό χρησιμοποιήθηκε η λέξη λουτρό αντί ηλιοτρόπιον. Την παραμονή της εορτής 23 Ιουνίου όπως μας παραδίδει ο Γ. Μέγας στη Σινώπη οι νοικοκυρές έπρεπε να καθαρίσουν τα σπίτια, να ξεσκονίσουν και να σφουγγαρίσουν περιμένοντας τις τύχες γιατί ο Αϊ Γιάννης πίστευαν ότι φέρνει τύχες. Και στο Σταυρίν κατά πληροφορίες του Δ. Κ. Παπαδόπουλου στις 24 Ιουνίου τη μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου την τιμούσαν με τη γιορτή «Τ’ Αεννί τ΄ηλετρουπί ή ηλετρόπ’» και πιο σπάνια «Τ’ ηλεστρόφ’» ίσως λόγω του θερινού ηλιοστασίου. Την παραμονή το βράδυ άναβαν φωτιές και πηδούσαν οι νέοι πάνω από αυτές. Ο κλήδονας παρόλα ταύτα δεν ήτανε πολύ γνωστός. Ανήμερα οι νέοι και οι νέες περνάνε τρόφιμα και πήγαιναν εκδρομή σε κατάλληλα μέρη όπου έτρωγαν, έπαιζαν κούκλες «τα κούκλας» και με αυτές έκαναν αναπαράσταση γάμου. Ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, Προφήτης και Πρόδρομος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού Την ίδια μέρα οι νοικοκυρές έβγαζαν τα ρούχα καθώς και τα προικιά των κοριτσιών στον ήλιο να ηλά̤σκουν δηλαδή να ηλιαστούν για να μην τα φάει η σέθα ή θέσα δηλαδή ο σκόρος. Επίσης απειλούσαν με ένα τσεκούρι και τα δέντρα που δεν έκαναν καρπούς και κόβοντας λίγη από τη φλούδα τους την περιέδεναν στον κορμό του δέντρου με κόκκινη κλωστή.  Το φοβέρισμα των δέντρων τη Μεγάλη Παρασκευή στη Σάντα του Πόντου. Υπήρχε δοξασία ότι την 24 Ιουνίου ανοίγουν οι ουρανοί και οτιδήποτε ζητήσει αυτός που ξαγρυπνάει την ώρα εκείνη γίνεται γιατί ο ήλιος τότε τρέμει ή γυρίζει και είναι θαμπερός.΄Ο Γ. Μέγας παραδίδει επίσης ότι στη Σινώπη ομάδες-ομάδες ξενυχτούσαν και γλεντούσαν χορεύοντας και το πρωί μόλις χάραζε, έβαζαν την μαγείρισσα μέσα στο καζάνι και περνώντας ξύλα από τις λαβές του καζανιού, το Σήκωναν τέσσερις στους ώμους οι άλλοι εξακολουθούσαν να χορεύουν και έτσι χορεύοντας πήγαιναν στη Φοινικίδα μια έξοχη της Σινώπης. Εκεί περίμεναν να βγει ο ήλιος, να δουν δηλαδή τον ήλιο πως γυρνά εκείνη την ημέρα και βγαίνει και πάλι με χορό γύριζαν πίσω και πήγαιναν στην εκκλησία. Ο ίδιος παραδίδει και το εξής σχετικό γεγονός που γινόταν στον Πόντο γράφοντας: «Διάφορες ομάδες έπιαναν πρωί-πρωί τα περάσματα στους δρόμους και όποιον συναντούσαν τον άρπαζαν και τρεχάλα τον πήγαινα στην ακρογιαλιά και τον έριχναν στη θάλασσα ντυμένο όπως ήταν. Μόνο αν έταζε κανένα καλό κέρασμα τότε μπορούσε να αποφύγει την ταλαιπωρία. Σε άλλο σημείο πάλι μας παραδίδει ότι στην Οινόη μικρά παιδιά γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και έριχναν σε αυτά πετρούλες «λαλάτσι͜α» τραγουδώντας το εξής: «τρόπου τρόπου ήλιε, που γυρίζουν στα λαλάτζα̤ σ’εμέτερα και σ’ εσέτερα». Τα ίδια περίπου μας πληροφορεί και ο Αρχιμανδρίτης Άνθιμος Παπαδόπουλος λέγοντας ότι: Στον Πόντο στις 24 Ιουνίου γινόταν διανυκτέρευση σε συμπόσια και χορούς. Τα παιδιά γυρνούσαν στα σπίτια και έριχναν σε αυτά λαλάτζ̌ια̤ δηλαδή βότσαλα θάλασσας ή ποταμού. Τότε άρχιζαν και τα θαλάσσια λουτρά και για αυτό έχουμε την παρετυμολογία του Λουτροπί’ ή Λιουτροπί’ ή Λουτρούπ’. Ο Ν. Ιωάννου αναφερόμενος στην ίδια εορτή τονίζει ότι στην Τραπεζούντα τη μέρα αυτή που γιορτάζεται σε όλο το πανελλήνιο με τις φωτιές του Αϊ Γιάννη την έλεγαν Αελουτροπί (Αελίου – Ηλίου τροπαί). Ειδικότερα αναφέρει ότι μόλις σουρούπωνε διάφορες ομάδες έπιαναν τα περάσματα στους δρόμους και όποιον έπιαναν τον πήγαιναν να τον ρίξουν στη θάλασσα όπως ήταν, και μόνο τότε θα γλίτωνε αν έταζε κανένα καλό κέρασμα. Επίσης άναβαν φωτιές στις γειτονιές και τις πηδούσαν μικροί και μεγάλοι κοντά στην αμμουδιά. Εξηγεί το έθιμο, λέγοντας ότι ήταν συμβολικό ότι συμβόλιζε την έναρξη των θαλασσινών λουτρών. Επίσης τότε γινόταν και ο κλήδονας με τα σχετικά δίστιχα που τα λέγανε κοτσ̌άκια. Και στην Ινέπολη τη μέρα αυτή τη λέγανε του λουτρόπου από τις τροπές του ήλιου, μέρα κατά την οποία άρχιζαν επισήμως τα θαλάσσια μπάνια, χωρίς να παραμελούν και να ανάβουν φωτιές. Στη Ροδόπολη τη μέρα του Αελουτρουπί πίστευαν ότι ο ήλιος κάνει τρείς απότομες στροφές και θεωρούσαν μακάριο αυτόν που τις έβλεπε. Και στην Άνω Ματσούκα κατά πληροφορίες του Γιώργου Ζερζελίδη η ημέρα αυτή ήταν αφιερωμένη στη γιορτή Τ’ Αγε-Λουτροπί τ’ Αγεννί. Η εκκλησιαστική γιορτή είχε και λαϊκούς τίτλους. Έτσι λέγανε «του Κερασινού τ΄Αγεννί» δηλαδή του Ιουνίου του Αϊ-Γιάννη. Φαίνεται ότι την ημέρα αυτή μετοικούσαν (ανέβαιναν) ψηλά στα παρχάρια στους ορεινούς βοσκότοπους και γι αυτό έλεγαν « Τ’ Αγε Λουτροπί τ΄Αγεννί’ εξέβαν σον παρχάρ’».   Ακόμη υπήρχε παράδοση ότι την ημέρα αυτή αν κανείς παρακολουθούσε από ψηλή τοποθεσία την ανατολή του ηλίου θα έβλεπε καθαρά την στροφή του ήλιου, δηλαδή του στριφογυρίσματος και όχι του ξαναγυρίσματος κατά τον Ισημερινό. Έτσι λέγανε: «τέρεν πως κλώσ̌κεται ο ήλιον (στριφογυρνάει σαν σβούρα)». Φυσικά η ερμηνεία είναι απλοϊκή και ο κόσμος είχε την ψευδαίσθηση πως έβλεπε τον ήλιο να στριφογυρνάει τη στιγμή που πρόβαλε πίσω από το βουνό. Εκτός από τα προικιά την ημέρα αυτή οι γυναίκες συνήθιζαν να ηλιάζ’ νε τα ρούχα τα νυφαδακά̤ ‘τουν, τις φυλαγμένες νυφικές στολές τους. Η περιγραφή του κλήδονα ήταν διαφορετική σε κάθε πόλη του Πόντου. Στην Αμισό (Σαμψούντα) κατά πληροφορίες του Ελευθερίου Παπανανιάδη, την παραμονή της γιορτής επτά πρωτότοκα κορίτσια έπαιρναν ένα σκεύος γεμάτο νερό από επτά βρύσες. Το νερό αυτό το περιέφεραν σε διάφορα σπίτια και όποιος ήθελε έριχνε μέσα σε αυτό ένα αντικείμενο: δαχτυλίδι, χτενάκι κ.ο.κ. Αυτό το σκεύος το έβαζαν κάτω από μια τριανταφυλλιά όπου έμενε όλη τη νύχτα και το πρωί το πήγαιναν στην εκκλησία να το αγιάσει ο παπάς. Στις 7 η ώρα μαζεύονταν όλες μαζί σε κάποια πλατεία όπου σκέπαζαν το σκεύος με μια νυφική καλύπτρα και από κάτω έβαζε το κεφάλι του ένα πρωτότοκο ανύπαντρο κορίτσι. Μετά άρχιζε να παίζει η λύρα και η πιο μεγάλη από τις γυναίκες άρχισε να τραγουδάει ως εξής:
«Εμπαήλι, εβγαήλι, έλα καλορίζικα, δός την κυρά σημάδι,
όσα (φλωρία ή καταστήματα ή πλούτη, ή κακίες κ.ά.)
δέσκουνταν, να είν’ του ριζικού της».
Πυροβασίες κατά την περίοδο του Κλήδονα Η φράση Εμπαήλι – Εβγαήλι ίσως να προήλθε από το έμπα ήλιε έβγα ήλιε γιατί κατά την ημέρα αυτή πίστευαν ότι αρχίζει η θερινή τροπή του ήλιου. Έτσι, μαζί με αυτήν αρχίζει και νέα περιστροφή της τύχης για τον καθένα. Το κορίτσι που ήταν σκεπασμένο έβγαζε κάθε φορά και ένα αντικείμενο και σε όποιαν ανήκε, σ’ εκείνη αφορούσε και το τραγούδι που έλεγαν δηλαδή για τα φλουριά, τα πλούτη, τις κακίες κτλ. Όταν τελείωνε και το τελευταίο αντικείμενο και καθεμιά έπαιρνε το χρησμό της, τότε τελείωνε και το παιχνίδι αυτό. Στα Κοτύωρα, όπως μας πληροφορεί ο Άκογλου Ξενοφώντας (Ξένος Ξενίτας) υνήθιζαν την ημέρα του τ’ Α-Γιαννί ή τ’ Α-Λουτρουπί (τροπή του ήλιου) να παίρνουν θαλασσόνερο από εφτά κύματα «ασ’ σα εφτά βίας» σε πήλινη στάμνα όπου να χωράει το χέρι και στη συνέχεια γινόταν το παιχνίδι του κλήδονα κατά τα συνηθισμένα, ενώ κάθε μία έλεγε και από ένα δίστιχο κοτσ̌άκ (πληθυντικός τα κοτσ̌άκι͜α) για έρωτα, ευτυχία, γάμο, αρραβώνα, ταξίδι, στενοχώρια κ.ά. Μετά το παιχνίδι καθεμιά που άκουγε την τύχη της, έβαζε στο στόμα της νερό και έβγαινε στο δρόμο χωρίς να μιλήσει με κανέναν. Πίστευαν ότι όποιο όνομα πρωτάκουγε εκείνο το όνομα θα είχε και ο άντρας που θα έπαιρνε. Το νερό αυτό το έλεγαν αμίλητον νερόν. Επίσης τα παιδιά άναβαν φωτιές στις γειτονιές προς το βράδυ και τις πηδούσαν παίζοντας με θόρυβο και φωνές που σκορπούσαν την ευθυμία στις συνοικίες. Ο Γ. Τ. Φωτιάδης μας πληροφορεί ότι στην Τραπεζούντα και στην Κρώμνη γινόταν ο Κλήδονας με τον ακόλουθο τρόπο. Από την παραμονή 23 Ιουνίου, ιδίως στην Κρώμνη μέσα σε ένα μαύρο πήλινο σκεύος όπου ψήνανε τη φασολάδα και το λέγανε τζάπαν κάθε ανύπαντρη έβαζε μέσα ένα αντικείμενο της (σημάδι) κατά τα καθιερωμένα. Το σκεύος αυτό το έδιναν σε ένα πρωτότοκο παιδί «πρωτικάρ’ παιδίν» που μάζευε και τα γέμιζε με νερό από εφτά διαφορετικά πηγάδια χωρίς να μιλήσει σε κανέναν. Αυτό ήταν και το «αμίλητο νερό». Την επόμενη μέρα γινόταν το παιχνίδι του Κλήδονα. Το δοχείο το κρατούσε μια παντρεμένη και έλεγε σε πρωτικάρ’ κορίτσ΄: «χάλα καλορίζικος και έβγαλ’ το ριζικό σ’». (Προστατική του ρήματος χαλάνω με την έννοια του βάζω το χέρι κάπου για να πάρω κάτι παραδείγματος χάρη: εχάλασαν σην τζ̌έπα̤ μ’). Την ώρα που η κοπέλα έβγαζε από το δοχείο ένα από τα σημάδια, άλλη έλεγε ένα άλλο δίστιχο, ένα κοτσ̌άκ ως επί το πλείστον στην ελληνική για έρωτα, γάμο κ.τ.λ.. Ακόμα υπήρχε η πρόληψη ότι αυτόν που θα συναντούσε τον πρώτο ανύπαντρο ή θα άκουγε αντρικό όνομα η κοπέλα, αυτός θα ήταν ο μέλλων σύζυγός της ή θα είχε το όνομα που πρωτάκουσε. Επίσης στην περιφέρεια της Τραπεζούντας στις 23 Ιουνίου το βράδυ άναβαν φωτιές στις διάφορες συνοικίες, κυρίως όμως σε όλη την παραλία. Στην παραλία της ενορίας της Αγίας Μαρίνας πάνω στην αμμουδιά, οι νεαροί της ενορίας μάζευαν διάφορα εύφλεκτα υλικά για τις φωτιές και ιδιαιτέρως κατασκεύαζαν ομοίωμα Εβραίου με ημίψηλο καπέλο ξανθή γενειάδα και μαύρη ενδυμασία, παραγεμισμένο με ξερά χόρτα και καμιά φορά και με εκρηκτικές ύλες. Εκεί τοποθετούσαν και ένα τραπέζι με ποτά. Την ώρα που άναβαν τις φωτιές αν περνούσε κανείς χωρίς να κεράσει την παρέα, τον έριχναν στη θάλασσα με τα ρούχα του. Το ίδιο γινότανε και κάτω από την Ιερά Μητρόπολη πάνω σε ένα βράχο, καθώς και στην παραλία της Δαφνούντας (ενορία της Τραπεζούντας), όπου γινόταν πλειοδοσία για εκείνον που θα κερνούσε τα περισσότερα ενώ έριχναν στη θάλασσα αυτόν που μειοδοτούσε. Στη Ματσούκα μάζευαν τζ̌ίκουτα, δηλαδή ξερόκλαδα από έλατα έκαναν σωρό και άναβαν τη φωτιά, την πύρα̤ν όπως έλεγαν και την πηδούσαν. Οταν η φωτιά γινότανε χαβζάλ (στάχτη) πηδούσαν και τα παιδάκια. Επίσης στη Ματσούκα το πρωί της 24ης Ιουνίου μόλις ξημέρωνε για να πάνε στο πανηγύρι του Αϊ Γιάννη στη Μονή του Βαζελώνος ανέβαιναν σε ύψωμα για να παρακολουθήσουν «πώς κλώσ̌κεται ο ήλεν» δηλαδή πως γυρίζει ο ήλιος, πώς γίνεται η τροπή του ήλιου. Ο κ. Αλεξιάδης μας πληροφορεί ότι στην Ινέπολη την τελετή του Κλήδονα τη λέγανε Μαχτουπάρα̤. Στις 24 Ιουνίου τη γιορτή τη διοργάνωνε μια νιόνυφη της χρονιάς στην αυλή του σπιτιού της. Από το βράδυ της προηγούμενης μέρας με ένα μπακράτσι νερό από τη θάλασσα και από εφτά διαφορετικές βρύσες ή πηγάδια. Μέσα σε αυτό έβαζαν άνθη των μαχτουπαριών που ήταν συνήθη στην περιοχή. Είχαν χρώμα γαλάζιο προς το ιόχρουν. Κάθε νέα της συνοικίας ή και άλλες γυναίκες και άντρες ακόμη έριχναν μέσα ένα διακριτικό αντικείμενο κλειδί, δαχτυλίδι, νόμισμα κ.τ.λ. και τέλος το έκλειναν με κρεμαστή κλειδαριά και το σκέπαζαν με ένα πάνινο κάλυμμα. Την επόμενη ημέρα της γιορτής μαζεύονταν όλες οι γυναίκες της συνοικίας, έπαιρναν ένα μικρό κοριτσάκι του οποίου ζούσαν και οι δυο γονείς, σκέπαζαν το κεφάλι του με νυφικό πέπλο και το κάθισαν μπροστά στο σκεύος των μαχτουπαριών, σχηματίζοντας κύκλο γύρω του. Στη συνέχεια η επικεφαλής της παρέας τραγουδούσε τα εξής τέσσερα δίστιχα του Κλήδονα:
«Ανοίξετε την κλειδέρη την κατακλειδωμένη,
Η κόρη-ν επαράδωσε, βρέθηκε κλειδωμένη.
Σήμερις μέρα μέρωσε, σήμερις του λουτρόπου,
κι όσα σουντούκια ανοίγονται, κόρη μ’ το ριζικό σου.
Τρία μηλίτσια κόκκινα, χρυσή μου παλαρέτσα (χαϊδευτικό),
Εδιάλεξα κ’ εμύλεξα και πάλ’ εσέν επήρα.
Μαχτουπαριού κωδωνισμός και του χτενιού ο χτύπος,
της κόρης ο κελαϊδισμός τον νου μου θενά πάρει».
(Λεξιλόγιο: Εμύλεξα = Ξεδιάλεξα. Μυλέγω & μυλά̤ζω = καθαρίζω)
Προετοιμασία της φωτιάς του ΚλήδοναΤα δίστιχα αυτά αποτελούσαν το προοίμιο της γιορτής, κατόπιν τραγουδούσαν διάφορα άλλα δίστιχα εκ περιτροπής και το κοριτσάκι «η νύμφη των μαχτουπαριών» μετά από κάθε δίστιχο έβγαζε και από ένα αντικείμενο που το αναγνώριζε ο κάτοχος του οπότε σχολιάζοντας την έννοια του δίστιχου προσπαθούσαν να εξηγήσουν κατά πόσο εφαρμόζεται με επιτυχία στη μοίρα του καθενός. Εκτός από το είδος αυτό της μαντείας έκαναν και κάτι άλλο. Γέμιζαν ένα φλιτζάνι του καφέ με νερό μαζί με τα άνθη το κρατούσαν μετά επάνω στα τρία δάχτυλα ενωμένα. Έβαζαν κάτι στο νου τους και αν έβλεπαν ότι στριφογυρίζει κάπως το φλυτζανάκι, πίστευαν ότι αυτό είναι σημάδι πως θα πετύχουν το ποθούμενο. Την τελετή αυτή καμιά φορά την πλαισίωναν και με μουσικά όργανα και αναψυκτικά. Πληροφορίες για Τη Λουτροπί’ τον Αϊγιάννε μας δίνει και ο Γεώργιος Θ. Κανδηλάπτης (Κάνις) τονίζοντας ότι μια από τις εξέχουσες λαϊκές ποντιακές γιορτές ήταν και το γενέθλιο του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στις 24 Ιουνίου. Στα Μεσόγεια του Πόντου ήταν γνωστή με το όνομα τ΄Αγιαννί’ του Λουτροπί’ ή Κερασινού, ενώ στα παράλια της Κερασούντας και της επαρχίας Χαλδίας ως «Έμπα ήλε ή Λουτρουπί’ Αέννες ή Αε-λουτροπί’ Αέννες». Πρόκειται για γνωστή γεωργική γιορτή που έχει διάφορα ονόματα σε όλη την Ελλάδα. Εξηγώντας το νόημα της γιορτής ο Κανδηλάπτης τονίζει ότι στο όνομα του Προφήτη Ιωάννη ζητούσε να γνωρίσει ο καθένας τη μοίρα του άσχετα αν ήταν νέος νέα γέρος ή μεσόκοπος. Το απόγευμα της παραμονής ομάδες κοριτσιών ηλικίας 15 έως 20 χρονών γέμιζαν στις αυλές των σπιτιών του χωριού και μάζευαν οτιδήποτε παλιό πεταμένο έβρισκαν, ψάθες, κόσκινα, γαλότσες, λαβές γεωργικών εργαλείων και κηπουρικών. Όλα αυτά τα συγκέντρωναν στην πλατεία ή σε κάποιο αλώνι και ανάβοντας φωτιές τις πηδούσαν όλοι ανεξάρτητα από την ηλικία τους φωνάζοντας: «Αέτς να σπάν’νε οι τουσ̌μάν (έτσι να σκάσουν οι εχθροί), αέτσ’ να στραβούνταν οι τουσ̌μάν’, αέτσ’ να καίουνταν και ξεραίνουνταν τα χωράφα̤ ‘τουν, τα κεπία (λαχανόκηποι), τα παχτζ̌άδες ατουν (οι κήποι με τα οπωροφόρα δέντρα τους)». Μετά από αυτό, 3-4 κοπέλες από αυτές που έπαιρναν μέρος στην όλη διαδικασία της γιορτής με ένα παρχάτσ’ στα χέρια πήγαιναν σε εφτά βρύσες του χωριού από όπου περνάνε λίγο νερό, το οποίο πήγαιναν και άφηναν μυστικά σε ένα απόκεντρο μέρος της εκκλησίας. Το ξημέρωμα της άλλης μέρας έρχονταν και το παίρνανε και γυρίζοντας όλα τα σπίτια του χωριού ζητούσαν από τον καθένα ένα σημάδι τύχης, ένα ιδιαίτερο αντικείμενο, π.χ. δαχτυλίδι, νόμισμα κ.ά., όπως σε όλη την Ελλάδα. Όταν συγκέντρωναν όλα τα αντικείμενα σε καθορισμένη ώρα γύρω στο μεσημέρι, μετά το χτύπημα της καμπάνας της εκκλησίας (τσ̌αλπάρ) μαζεύονταν όλοι στην πλατεία εκεί όπου είχε γίνει και η φωτιά, εκεί καθόταν κάποια καταγής πάνω σε σχοινί για να είναι τα χρόνια της μακριά σαν το σκοινί, της σκέπαζαν το κεφάλι με ένα μαύρο αδιαφανές ύφασμα και τότε σαν άλλη Πυθία έβγαζε ένα-ένα τα αντικείμενα από το σκεύος για τον κάθε δικαιούχο, καθώς όλοι συνωστίζονταν γύρω της, ενώ συγχρόνως έλεγε το εξής τετράστιχο:
«Έμπα, ήλε μ’, χάλα, τριήλε μ’,
καλορίζικον να έν’ το ριζικό σ’
Αϊ-Γιάννε μ’, να δίς ατον
έναν ζευγάρ’ βούδα̤»
Αυτό το επαναλάμβανε σε κάθε αντικείμενο αλλάζοντας το τέλος έτσι σε άλλη ευχόταν την απόκτηση αρσενικού παιδιού, σε άλλη προσεχή γάμο, σε άλλη καλή γέννα, πολλαπλασιασμό ζώων, πλούσια σοδειά, επάνοδο ξενιτεμένου κ.ά. Συνέβαινε όμως η ευχή να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Έτσι μπορούσε να ακούσει κάποιος άνδρας 50 χρονών ότι θα γεννήσει αγόρι, ή μια γριά ότι θα παντρευτεί, ή ότι ένα ανήλικο αγόρι θα παντρευτεί κ.τ.λ. οπότε όλοι έσκαγαν στα γέλια και όλοι διασκέδαζαν με την ψυχή τους. Μετά το τέλος της τελετής αυτής οι παρέες των νέων ξεχύνονταν στα χωράφια όπου διασκέδαζαν και έτρωγαν τα πρόχειρα φαγώσιμα που είχαν μαζί τους, συζητώντας για τις προφητείες που είχαν ακούσει πριν από λίγο. Και στην περιοχή Τορούλ Μεσοχαλδίου Αρδάσης στις 24 Ιουνίου γιορταζόταν τη Λουτροπί Αέννες ή τ’ Αελουτροπί Αέννες, ενώ πολλοί έλεγαν πως είχαν απλώς και μόνον την εορτή τ’ Αϊννί. Τότε συνήθιζαν να ανάβουν φωτιές και να πηδούν από πάνω. Η συνήθεια όμως αυτή φαίνεται ότι επικρατούσε στα παράλια. Από το ημερολόγιο λεύκωμα της Παναγίας Σουμελά του 1965 έχουμε τις πληροφορίες ότι στις 24 Ιουνίου συνήθιζαν τ’ Αγιαννί το κουτίν με τα κοτσ̌άκια του Κλήδονα. Γεγονός είναι ότι στον Πόντου πηδούσαν τις φωτιές, αλλά όμως όχι παντού. Το έθιμο αυτό έδωσε αφορμή στο γιατρό και μεγάλο πνευματικό μας άνθρωπο Φίλωνα Κτενίδη να γράψει το θεατρικό έργο (ηθογραφία) «Ο Κλήδονας». Η Αλεξάνδρα Ιασωνίδου Αργυροπούλου εξετάζοντας τα λαογραφικά στοιχεία που υπάρχουν σε αυτό το θεατρικό έργο επεσήμανε ότι την παραμονή τ’ Αγιαννιού αποβραδίς τ’ αγούρα̤ λαγκεύ’νε τα φωτίας, ενώ τα κορίτσια ανήμερα πήγαιναν ση κουτί το άνοιγμα. Μέσα στο κουτί βρισκόταν το αμίλητο νερό από εφτά πηγάδια και το κορτσόπον (η νυφίτσα) που κρατούσε το κουτί τ’ Αγιαννιού έπρεπε να είναι πρώτη (πρωτικάρ’) και από πρώτα στεφάνια μάλιστα. Τα κορίτσια προχωρούσαν σε εξοχικό μέρος και η νυφίτσα ανέσυρε από το κουτί διάφορα μικροπράγματα, δαχτυλίδια, δαχτυλήθρες και άλλα. Τότε έλεγαν ένα τετράστιχο και έβγαζαν ένα-ένα τα αντικείμενα, οπότε γινόταν ένα είδος ζευγαρώματος, όπως το ορίζει η μοίρα. Εκτός όμως από τον κυρίως Πόντο, το πανάρχαιο έθιμο του κλήδονα ήταν γνωστό τόσο στο Καρς όσο και στον Καύκασο γενικότερα με το όνομα Ατές Καϊτασί. Όσοι κατοικούσαν στα παράλια έπαιρναν τ’ αμίλητο νερό από τα εφτά κύματα της θάλασσας «ασά εφτά βίας». Όσοι όμως κατοικούσαν στα μεσόγεια το έπαιρναν από εφτά πηγάδια μέσα σε πήλινη στάμνα. Μέσα στο νερό έβαζαν διάφορα σημάδια, δαχτυλίδια, βραχιόλια σταυρούς κ.ά. τα οποία και άφηναν το βράδυ της παραμονής του Άη Γιάννη κάτω από τα άστρα και το φεγγάρι για να μαγευτούν και να τους φανερώσουν το γαμπρό. Όταν την άλλη ημέρα θα άρχιζε ο κλήδονας, ακολουθούσε ο γνωστός τρόπος όπως ακριβώς γινόταν ο κλήδονας στο Πανελλήνιο. Επίσης άναβαν και φωτιές στις γειτονιές επάνω από τις οποίες φώναζαν «εξέβαμε ασον κακόν καιρόν κι εσέβαμε σον καλόν».  

Τη ΚΗ (28η) του μηνός Ιουνίου τιμάται η μνήμη του δικαίου και μακαρίου Σεργίου Μαγίστρου, του συστησαμένου την μονή την Υπεραγίας Θεοτόκου, την εν τω κόλπω Νικομηδείας, και ούτω λεγομένην του Νικητιάτου.
«» Ο Σέργιος, μάγιστρος ών πρίν εν βίω
«» Θεού μάγιστρος, νύν δέδεικται εν πόλω.
Ούτως ο άγιος ήτο εκ της χώρας των Παφλαγόνων από χωρίον ονομαζόμενον Νικήτια, το οποίο ευρίσκεται πλησίον εις την πόλιν Άμαστριν, την εν τη Μαύρη Θαλάσση, εν έτει ωμβ΄ (842), όθεν από το χωρίον αυτό ονομάσθη το μοναστήριον Νικητιάτου. Ούτος λοιπόν ήτο αγαθός και αγαθών γονέων υιός, είχε δε και συγγενείς την αοίδιμον Θεοδώρα την βασίλισσα την σύζυγον Θεοφίλου του Εικονομάχου και τον ταύτης υιόν Μιχαήλ τον βασιλέα. Χρημάτισε δε ζηλωτής διάπυρος της ορθοδόξου πίστεως και πολλά ηγωνίσθη ο μακάριος εις το να γείνη η ορθοδοξία και αναστήλωσις των αγίων και σεπτών εικόνων. Επειδή δε τω τότε καιρώ εκατέβη εις την Κρήτην ο βασιλικός στόλοςμ εστάλη και αυτός από τον βασιλέα Μιχαήλ και όλη την σύγκλητον, (οίτινες μόλις τον κατέπεισαν εις τούτο διά να εξουσιάζη και να κυβερνά όλα τα στρατιωτικά τάγματα, διότι είχε ευφυία και επιτηδειότητα και ήτο ικανός να επιστατεί επάνω εις όλα τα των Ρωμαίων πράγματα. Εκεί δε μεταβάς απήλθε προς Κύριον και τότε μεν ενεταφιάσθη το άγιον αυτού λείψανον εις το εν τη Κρήτη ευρισκόμενον μοναστήριον το μέχρι της σήμερον ονομαζόμενον του Μαγίστρου. Ύστερον δε ανεκομίσθη και απετέθη εις το μοναστήριον, το οποίον αυτός έκτισεν εν τω κόλπω της Νικομηδείας, το οποίο ευρίσκεται μεταξύ των δύω Εμπορίων, του καλού Αγρού και του Δόρκωνος.
Πηγή: Μέγας Συναξαριστής του εν Αγίοις Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου.
ΟΙ Άγιοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος Την 29η του μήνα τιμάται η μνήμη των Αγίων Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Στις 29 Ιουνίου, ημέρα γιορτής των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στον Πόντο συνήθιζαν «να εβγαίνε σον παρχάρ» μαζί με τα γαλακτοφόρα ζώα, αγελάδες πρόβατα και γίδια. Η μέρα εκείνη ήτανε σωστό πανηγύρι. Ο πανηγυρισμός αυτός της εξόδου στα παρχάρια διατηρήθηκε από τους βυζαντινούς χρόνους, από τότε δηλαδή που βρισκόταν σε ακμή η κτηνοτροφία και οι γεωργικές γιορτές. Έτσι εννοώ ότι η γιορτή του Αγίου στις 23 του Απριλίου τη θεωρούσαν ως ημέρα έναρξης του κτηνοτροφικού έτους, την ημέρα των Αγίων Αποστόλων 30 Ιουνίου τη θεωρούσαν ως ενάρξεως των παρχαριών. Κατά παρόμοιο τρόπο και στους τούρκους το κτηνοτροφικό έτος άρχιζε στις 23 Απριλίου (του Αγίου Γεωργίου, χιτίρ Ελιάς) ενώ τελείωνε στις 26 Οκτωβρίου (του Αγίου Δημητρίου Κασίμ). Στα Κοτύωρα (Ορτού) η 29η Ιουνίου τ΄ Αε-Παυλή ήταν ημέρα νηστείας των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου «Τ’ Αε-Παυλή η νεστεία». Η διάρκεια της νηστείας αυτής δεν ήταν ορισμένη. Εξαρτιόταν πάντα από το Πάσχα που ήταν κινητή γιορτή. Πάντως το τέρμα της ήταν ορισμένο δηλαδή η 29η Ιουνίου. Οπωσδήποτε η νηστεία αυτή δεν ήταν τόσο αυστηρή. Την ημέρα αυτή όσοι ήταν στο παρχάρι των Κοτυώρων το Τσάμπαση πήγαιναν στο χωριό Ίνταλα μια ώρα δρόμο περίπου μακριά όπου γινόταν πανηγύρι και διασκέδαση με νταούλια και ζουρνάδες. Έτσι μετά από μια μικρή ανάσα που τους έδιναν οι γιορτές του Ιουνίου, οι πατέρες μας παίρναν δύναμη και ετοιμάζονταν για τις δύσκολες δουλειές που έφερναν μαζί τους ο Ιούλιος και ο Αύγουστος. Σύμμεικτα Ροδοπόλεως Πόντου (περί των μηνών του έτους)
Αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Μέγα Συναξαριστή: "Ιούνιος μήν λήξιν ώδε λαμβάνει, Θεώ δε δόξαν τώ αλήκτω προσφέρει"  Οι μήνες του έτους απο το Τυπικόν (Χειρόγραφον) της Μονής του Αγίου Ευγενίου Τραπεζούντος 

Πηγή για τα λαογραφικά των μηνών του έτους αποτελεί η ανεπανάληπτη εργασία της κυρίας Έλσας Γαλανίδου - Μπαλφούσια, έκδοση της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών του Αρχείου του Πόντου, (παράρτημα 19, Αθήνα 1999),  υπό τον τίτλο Ποντιακή Λαογραφία "Οι Τέσσερις Εποχές και οι μήνες τους". 

Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com 

Pin It

Print

Add comment


Security code
Refresh

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ