Ο θώπεκας κι ο άρκον. Παραμύθια απ' τον Όφι του Πόντου
Ένας άρκος κι ένας θώπεκας εποίκανε καρτασλούκ και εξέβανε ‘ς σ’ άβ. Επείασε άρκο ένα πρόβατο και έφερεν α ΄ς ση μαγαρά, απόθε εμένανε και εποίκαν α καβουρμά και έβαλαν α σ΄ένα σκεύος. Ας σ’ ένα δύο ημέρας υστέρ επήγε άρκο ΄ς σοι χοισίμους ατ’ και ο θώπεκας απ΄αδά μερέα έφαε την καβουρμά και εγόμωσε το σκεύος σαχτάρα̤. Άντα έρθε άρκο και είδε το σκεύος, ερώτεσε τον θώπεκα : «Ντο έχ αδαμπέσ’;» εκείνος πάλ’ είπε : «εβρουχνέασε τ’ απανκές η καβουρμά, φύσα ‘το ας χάται η βρούχνα». Άρκο παλ εφύσεσε και τα μάτια̤ π’ εγομώθανε σαχτάρα̤ και εστραβώθε, και ο θώπεκας εδώκεν α φωτία.
Λεξιλόγιο:
Θώς/θώπεκα = τσακάλι
Καρτασλούκ = αδερφοσύνη/φιλία
Άβ = κυνήγι
Καβουρμάς = Με προέλευση από τον Πόντο, και ονομασία από το τούρκικο kavurma που σημαίνει καβουρδίζω, η συνταγή αυτή για συντήρηση του κρέατος. Kυριολεκτικά σημαίνει καβουρντισμένο.
Απ΄αδά μερέα = απ’ την άλλη πλευρά
Χοισίμους = φίλους
Σαχτάρια = στακτάρια – στάκτη
Άντα = όταν
Αδαμπέσ’ (αδ’ απέσ΄) = εδώ μέσα
Βρούχνα = μούχλα
Πηγή: Ι.Παρχαρίδης - Αστήρ του Πόντου, τεύχος 7ον