Το χωρίον Κορκοτάς (Κορκοτά) της Χαλδίας του Πόντου
Αφήγηση του κ Παναγιώτη Αναστασιάδη, Διδάσκαλου και Ιεροψάλτη ο οποίος γεννήθηκε στον Κορκοτά Χαλδίας στις 4 Μαρτίου 1897. Ο Κορκοτάς επείχε απ την Τραπεζούντα 24 ώρες με τα συγκοινωνιακά μέσα της εποχής εκείνης. Βρισκόταν σε ψηλή τοποθεσία περιτριγυρισμένη από τρία βουνά απ' όπου διέκρινε κανείς το ψηλό Ζυγάνναιο όρος ή Ζύγαννα.
Ο πρώτος οικιστής του Κορκατά, κατά το Γεώργιο Κανδηλάπτη Κάνι, ήταν ο τιμαριούχος επί Κομνηνών, Ιωάννης Κουρκούας, ο οποίος έκτισε και τον πρώτο ναό, του Αγίου Ιωάννη του Χρυσόστομου. Το χωρίον Κορκοτάς (Κορκοτά) της Χαλδίας του Πόντου. Μετέπειτα το χωριό δέχτηκε και πολλούς κατοίκους της Ζερμούδας που ξεφυγαν τον εξισλαμισμό του 1828-30. Το χωριό είχε 60 περίπου Ελληνικές οικογένειες και μια εκκλησία της κοιμήσεως της Θεοτόκου καθώς και πολλά παρεκκλήσια από τα οποία σπουδαιότερα ήταν: Του Αρχιστράτηγου Μιχαήλ που βρισκόταν πάνω σ' ένα δάσος απέναντι απ' το χωριό και του Αγίου Ιωάννη που βρισκόταν σε απόσταση 500 μέτρων περίπου απ' το προηγούμενο και γιόρταζε στις 29 Αυγούστου. Κοντά στο παρεκκλήσι αυτό ανάβλυζε μεταλλικό νερό. Το χωρίο είχε ένα πλήρες δημοτικό σχολείο το οποίο μαζί με την εκκλησία ήταν κτισμένο πάνω σε ένα γήλοφο λίγο πιο έξω απ' το χωριό, η επιφάνεια του οποίου ήταν επίπεδη και ονομαζόταν Αγία Μαρίνα. Κάθε χρόνο στην εορτή της Αγίας Μαρίνας γινότανε μεγάλο πανηγύρι στο χώρο εκείνο. Το έδαφος του χωριού ήταν άγονο, ο δε γεωργικός κλήρος μικρός γι' αυτό οι περισσότεροι άντρες μετανάστευαν στη Ρωσία, όπου εργαζόμενοι σκληρά κατάφερναν να κερδίζουν τα αναγκαία για τη ζωή τους, βοηθώντας παράλληλα και τις οικογένειες τους. Πολλοί απ' αυτούς τους ξενιτεμένους απόκτησαν αξιόλογη κινητή και ακίνητη περιουσία. Το κοινοτικό δάσος του χωριού ήταν μικρό, πάνω κάτω 250 στρέμματα. Υπήρχαν δε και δύο νερόμυλοι, του Περτσινίδη και του Κωνσταντίνου Αναστασιάδη (του παππού δηλαδή του διηγούμενου την ιστορία αυτή), ο οποίος αργότερα τους πούλησε στο Νικόλαο Τσελεκτσίδη. Οι νερόμυλοι κινούνταν με τα νερά ενός μικρού ποταμιού που περνούσε από την άκρη του χωριού και που χρησίμευε παράλληλα στην άρδευση των κήπων και των χωραφιών. Ο πατέρας του κ Παναγιώτη είχε εγκαταλείψει νωρίτερα το χωριό και εγκαταστάθηκε στην Τραπεζούντα όπου άνοιξε και διατηρούσε εστιατόριο. Αργότερα, το 1904, κατέβηκε και η σύζυγος του μαζί με τον ηλικίας 7 ετών τότε Παναγιώτη οπότε τον έγραψαν στην πρώτη τάξη δημοτικού το οποίο στεγαζόταν στο περιλάλητο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Εκεί συνέχισε τις σπουδές του μέχρι το 1916 οπότε και αποφοίτησε. Από μικρό παιδάκι πήγαινε και έψελνε τον Ιερό Ναό της Υπαπαντής του Σωτήρος (Κεμέρκα) κοντά στον αείμνηστο μουσικοδιδάσκαλο Ζαχαρία Βασιλειάδη. Τον Απρίλιο του 1916 η Τραπεζούντα καταλήφθηκε απ' τα Ρωσικά στρατεύματα και το 1917 νεαρός τότε, ο κ. Παναγιώτης διορίστηκε αριστερός ψάλτης (λαμπαδάριος) στον Ιερό Ναό της Αγίας Μαρίνας Τραπεζούντας με δεξιό ψάλτη τον αείμνηστο Θεόδωρο Θεοδοσόπουλο. Το χρόνο εκείνο εκθρονίστηκε ο τσάρος της Ρωσίας και τον επόμενο χρόνο 1918 τα ρωσικά στρατεύματα εγκατέλειψαν αμαχητί όλα τα τουρκικά εδάφη, επιστρέφοντας στη Ρωσία. Πολλοί Τραπεζούντιοι φοβούμενοι αντεκδικήσεις από τους Τούρκους, ακολούθησαν κι εκείνοι την υποχώρηση του ρωσικού στρατού. Μαζί τους ακολούθησε και η οικογένεια του Παναγιώτη Αναστασιάδη και εγκαταστάθηκαν στη Συμφερούπολη της Κριμαίας. Στη Συμφερούπολη ανάλαβε τη διεύθυνση του εκεί δημοτικού σχολείου καθώς και τα καθήκοντα του δεξιού ψάλτη στον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδας. Το 1921 λόγω της μεγάλης ανομβρίας σ' ολόκληρη την επικράτεια, ενέσκηψε τρομακτική πείνα που στοίχισε τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους. Σημειώθηκαν μάλιστα και αρκετά κρούσματα κανιβαλισμού. Την ίδια εποχή διαλύεται η ελληνική κοινότητα Συμφερουπόλεως. Μετά απ' όλα αυτά αφηγείται ο συγγραφέας, αναγκάστηκα να φύγω και να ανοίξω τα σχολεία στις ελληνικές κοινότητες της Τάβελης και του Σουχμάκ της περιφέρειας Συμφερούπολης στα οποία έβρισκε κανείς λίγα τρόφιμα για να αντιμετωπίσει την πείνα που μάστιζε τον τόπο. Πέντε χρόνια δίδαξε στα σχολεία εκείνα και το Σεπτέμβριο του 1926 υπέβαλε την παραίτηση του στο Υπουργείο Παιδείας και εγκαταστάθηκε πλέον στη Γιάλτα απασχολούμενος ως δεξιός ψάλτης στον Ιερό Ναό των Αγίων Θεοδώρων αλλά και με την παράδοση μαθημάτων σε μαθητές διαφόρων οικογενειών, τρείς εκ των οποίων ήταν τα παιδιά της οικογένειας του αείμνηστου Θεοχάρη Καλλέ. Τον Αύγουστο του 1927 έγινε στη Γιάλτα ισχυρός σεισμός που προκάλεσε πολλά ανθρώπινα θύματα και σημαντικές υλικές ζημίες. Το γεγονός αυτό στάθηκε αφορμή να πάρει την απόφαση για να έρθει στην Ελλάδα. Το Δεκέμβριο του 1927 έφτασε στον Πειραιά. Εγκαταστάθηκε προσωρινά στην Καλλιθέα κι αργότερα στου Ζωγράφου. Διορίστηκε δημόσιος υπάλληλος στο γενικό λογιστήριο του κράτους απ' όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Το 1966 ο αείμνηστος Ιωάννης Αβραμάντης τον επισκέφθηκε και του πρότεινε να ιδρύσουν την Αδελφότητα Ποντίων "Παναγία Γουμερά" όπερ και εγένετο. Αργότερα έπεσε η ιδέα της ανιστόρησης της μονής Παναγίας Γουμερά στην περιοχή της κοινότητας Μακρυνίτσας την υπόθεση της οποίας υπηρέτησε ο ίδιος επι δεκαετία εκλεγείς μέλος του Κεντρικού Διοικητικού Συμβουλίου της Αδελφότητας. Πανηγυρισμός εις την Παναγίαν Γουμερά του Πόντου.
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com