Ερζιγκιάν, η αρχαία Ερσίγγη ή Αρσίγγη ή Άζιρις ή Ρωμανόπολις του Πόντου

Ομάδα Ελλήνων γλεντοκόπων στο Ερζιγκιάν στο 1937Στην εσχατιά του Πόντου, πέρα απ' το Ερζερούμ (τη γη των Ρωμιών), στο Ερζιγγιάν υπήρχε μια χούφτα Ελλήνων μέσα σε ένα πληθυσμό 23.000 Τούρκων και Αρμενίων. Ελάχιστοι ακόμη και Έλληνες Πόντιοι γνωρίζουν την ύπαρξη και τη δράση της κοινότητος του Ερζιγκιάν. Για το λόγο αυτό θεωρούμεν σκόπιμο να σκιαγραφήσουμε την γεννέθλιον πατρίδα μας την τόσο αγαπητή στους ολίγους εναπομείναντες Ερζιγκιαλήδες. Η Αρσίγγη ή Ερζιντζάν ή Ερζιγκιάν είναι η αρχαία Άζιρις, η οποία μετονομάστηκε κατα την εποχή του Ρωμανού του Διογένους σε Ρωμανόπολιν και αρμενιστί Υερσίγγη.

Δείτε το βίντεο για την Ελληνική Πόλη Αρσίγγη ή Ερζιντζάν ή Ερζιγκιάν την αρχαία Άζιρις, η οποία μετονομάστηκε κατά την εποχή του Ρωμανού του Διογένους σε Ρωμανόπολιν και αρμενιστί Υερσίγγη.

Είναι πόλη της τουρκικής Αρμενίας και Σαντάκι του βιλαετίου Ερζερούμ. Κείται δυτικά του Ερζερούμ σε απόσταση 185 χιλιομέτρων. Η πόλις βρίσκεται στο κέντρο ρομβοειδούς πεδιάδας παρά την όχθη του Ευφράτου ποταμού εις τα 1300 μέτρα από την επιφάνεια της θαλάσσης. Η πεδιάδα αυτή περιστοιχίζεται από ψηλά βουνά και είναι πολύ εύφορη με πολλά νερά τα οποία κατέρχονται των ορέων. Ο Ευφράτης ποταμός εισέρχεται δια του στενωπού Σανσάρ Τερεσί διαρρέει κατά μήκος την πεδιάδα και διέρχεται δυτικά δι' άλλης στενωπού Κεμάν Πογασί καλουμένης, όπου κατεσφάγησαν ολοσχερώς οι Αρμένιοι των περιφερειών Ερζερούμ και Ερζιγγιάν υπό των τούρκων κατά το έτος 1915. Υπήρξε έδρα του Σαντζακίου και της 4ης στρατιάς και είχε ωραίους μεγαλοπρεπείς και επιβλητικούς στρατώνες. Λειτουργούσε στρατιωτική σχολή αξιωματικών στην οποία φοιτούσαν και ορισμένοι νέοι ομογενείς μας. Είχε επίσης πειραματικό κτηνιατρικό σταθμό εφάμιλλο των ευρωπαϊκών με πλήρεις εγκαταστάσεις με διευθυντή και διοργανωτή τον ομογενή εκ Σαράντα Εκκλησιών κύριο Ν. Σγουρόν. Μέχρι το 1915 υπήρχαν εργοστάσια υφαντουργίας, αρβυλοποιίας, βυρτσοδεψίας και αλευροποιίας, διευθυνόμενα υπο των Αρμενίων ενώ δίπλα στο Κεμάχ υπήρχε ανθρακωρυχείο και αλυκές (Τούζλα) τα οποία εκμεταλλεύονταν από την υπηρεσία του δημόσιου οθωμανικού χρέους (δεγιούνι-ουμιμιγιέ) προϊστάμενος της οποίας ήταν ο Έλλην ποντιακής καταγωγής Ν. Λαμτσίδης.

Τα εγκαίνια του Ιερού Ναού του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου στο Ερζιγκιάν στις 21 Νοεμβρίου του 1911Κατά την απογραφή του 1892 η πόλις αριθμούσε 23.000 κατοίκους εκ των οποίων 7.800 ήταν Αρμένιοι (δεν διεσώθη κανείς τους απ' τις σφαγές). Η Ελληνική κοινότητα αριθμούσε 23 οικογένειες στο σύνολο της οι οποίες εγκαταστάθηκαν στην πόλη του Ερζιγγιάν κατά περιόδους μετά το Ρωσσοτουρκικό πόλεμο του 1874 προερχόμενες απ' την περιφέρεια Αργυρουπόλεως. Η Ελληνική κοινότητα διατηρούσε πλήρες Ελληνικό σχολείο και περικαλλή ναό προς τιμή του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου σε βυζαντινό ρυθμό, η ανέγερση των οποίων έγινε με δαπάνη της Ελληνικής κοινότητας το έτος 1910 στο κέντρο της Ελληνικής συνοικίας. Οι Έλληνες της πόλης ασχολούνταν με το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο του τόπου. Κάποιοι υπηρετούσαν ως στρατιωτικοί γιατροί και φαρμακοποιοί στα νοσηλευτικά ιδρύματα της στρατιάς ενώ άλλοι ως δημόσιοι υπάλληλοι σε δημόσιες θέσεις και οι υπόλοιποι ήταν βιοτέχνες. Η Ελληνική κοινότητα διατηρήθηκε και ήκμαζε εν μέσω αλλοφύλων στοιχείων χάρις εις την προσωπική επιρροή που απέκτησαν στις τουρκικές αρχές οι κατά περιόδους ομογενείς μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση κατείχε ο Παναγιώτης Λαμτσίδης "Πανίκα Εφέντης" ο οποίος εκλέχθηκε αντιπρόσωπος της Ελληνικής Κοινότητας στο τοπικό μικτό δικαστήριο ο οποίος είχε να αποκτήσει την εκτίμηση τόσο των τοπικών παραγόντων ώστε κατόρθωσε να φτάσει στο βαθμό του αντιεισαγγελέα τιμηθείς δι' εκδόσεως σουλτανικού φιρμανίου ώστε να φέρει σπάθη και επίσημη δικαστική στολή με παράσημο διακεκριμένων υπηρεσιών. Βόρεια και πέρα από τον Ευφράτη ποταμό στις υπώρειες του όρους Μιρτό Καλεσή (Καρδούχων όρη) σε απόσταση 10 χιλιομέτρων σε μαγευτική τοποθεσία βρίσκονταν τα ερείπια παλιού ελληνικού χωριού εξακριβωμένου από τις επιγραφές στο νεκροταφείο παραπλεύρως του οποίου η ελληνική κοινότητα εποίκησε αυτή την τοποθεσία με οκτώ οικογένειες, ανήγειραν εκ θεμελίων την παλιά εκκλησία, μικρόν ναΐσκο προς τιμή της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, όπου διορίστηκε ιερεύς ο οποίος ήτο συγχρόνως και διδάσκαλος των τέκνων των εκεί εγκατεστημένων Ελλήνων ομογενών. Κατά παράδοση το χωρίον αυτό είχε ελληνική τοπωνυμία Κιγή απ' όπου και το παρακείμενο τουρκικό χωρίον προσέλαβε την τοπωνυμία αυτή και τη διατηρεί μέχρι σήμερα. Προς διάκριση απ' το Τουρκικό, το Ελληνικό λεγόταν Ρούμ-Κιγή. Όλα τα διεσπαρμένα σποραδικώς εις την περιφέρεια ολίγα μέν Ελληνικά χωρία διατηρούσαν τον εθνισμόν τους αμείωτον εν μέσω των αλλοφύλων. Κατά τον ευρωπαϊκό πόλεμο η πόλις καταλήφθηκε την 16η Ιουλίου 1916 απ' τον ρωσικό στρατό. Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 όλα τα κατακτηθέντα εδάφη εγκαταλείφθηκαν μαζί με όλες τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις και τα εφόδια τα οποία ανέλαβαν οι Αρμένιοι της Ρωσίας και οι διασωθέντες Αρμένιοι της Τουρκίας οι οποίοι συγκρότησαν απελευθερωτικά τάγματα εθελοντών υπό την αρχηγία του Αντρανίκ πασσά προς δημιουργία της μεγάλης Αρμενίας. Λόγω έλλειψης συνοχής διαλύθηκαν σύντομα με την εμφάνιση άτακτου τουρκικού στρατού και οπισθοχώρησαν τον Ιανουάριου του 1918. Μαζί με τα Αρμενικά αυτά τάγματα συνέπραξαν και κάποιοι Έλληνες ομογενείς νέοι του Ερζιγγιάν των οποίων την απρονοησία πλήρωσαν ακριβά οι εναπομείνασες ελληνικές οικογένειες. Μετά την επικυριαρχία στα εκεί εδάφη από τα επανακάμψαντα τουρκικά στρατεύματα χάρις εις την προσωπική φιλία του ομογενούς Σ. Συμεωνίδη με τον διοικητή της Στρατιάς του Καυκάσου Βεχίπ Πασσά, σώθηκαν οι υπόλοιποι Έλληνες οι οποίοι πήραν τον δρόμο του προσφυγιάς ερχόμενοι ως ανταλλάξιμοι στην Ελλάδα.

Ο Αείμνηστος Γεώργιος Κανδηλάπτης ο Κάνης. Η προσφορά του στην Ιστορία, τη Γεωγραφία και τη Λαογραφία του Πόντου είναι τεράστιαΣυμπληρωματικές σημειώσεις υπό του Γεωργίου Κανδηλάπτου περί του Ερζιγγέν.
Το γνωστό τουρκιστί Ερζιγγέν η Αρσίγγη των Κομνηνών και η Ρωμανόπολις των Βυζαντινών υπήρξε κέντρο σπουδαίας ελληνικής παροικίας στην οποία ηγεμών υπήρχε ο ισχυρός Εμίρης Ταχαρτάν ( ο οποίος κατά τον ιστορικό Πανάρετο) έλαβε ως σύζυγο την Ελληνίδα πριγκίπισσα του αυτοκρατορικού οίκου των Κομνηνών της Τραπεζούντας, αποκατέστησε συγγενικές και εμπορικές σχέσεις μετά των Ελλήνων του Πόντου όταν πολλοί απ' αυτούς ακολούθησαν την Ελληνίδα Πριγκίπισσα και σχημάτισαν εκεί λαμπρή ελληνική παροικία. Αυτό επιβεβαιώνεται από τις αρχαίες ελληνικές επιτύμβιες επιγραφές τις οποίες ανέγνωσα και αντέγραψα κατά το έτος 1907 όταν δίδασκα εκεί. Τις επιτύμβιες λίθους του ανακαλυφθέντος αρχαίου ελληνικού νεκροταφείου αγόρασε η ελληνική κοινότητα και χρησιμοποίησε για την ανέγερση του ναού του Αγίου Γεωργίου. Τις επιγραφές αυτές οι οποίες έφεραν χρονολογίες 1020 έως 1385 αντέγραψα και έστειλα στη διεύθυνση του Αρχείου του Πόντου. Η πόλις Ερζιγγέν επίσης θρυλείται ότι υπήρξε τόπος διαμονής του ήρωος Βασιλείου Διγενή Ακρίτα ο οποίος ίδρυσε τον περικαλλή του κήπο δίπλα στην όχθη του ποταμού Ευφράτη, όπου κατά τη λαϊκή μούσα έφερε και φύτεψε όλα τα άνθη του κόσμου και τα οπωροφόρα δέντρα και όπου όλα των ειδών τα πτηνά έρχονταν να ψάλλουν. Τα εκτός του παλαιού φρουρίου προπύλαια με βυζαντινό ρυθμό εφ' ών μέχρι σήμερον υπήρχε εσκαλισμένος σταυρός, λέγεται ότι ήτο το φρούριον και ανάκτορον του Ακρίτα, προπύργιον εναντίον των επερχόμενων πολυπληθών ανατολικών φυλών. Μετά την άλωση καταστράφηκε και η ελληνική εκεί παροικία και μόνο μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο όταν όλοι οι ομογενείς κάτοικοι πέραν του Ευφράτου ποταμού ελληνικών χωρίων μετανάστευσαν εις την Ρωσίαν. Ένας ομογενής απ΄ το Μπασέν-Οβασί ονομαζόμενος Ιωσήφ Λαζαρίδης αντί της Ρωσίας προτίμησε να εγκατασταθεί στο Ερζιγγέν όπου αποκτήσας την συμπάθεια και εύνοια των βέηδων και αγάδων αγόρασε αγρούς και έκτισε ναό επ' ονόματι του Αγίου Γεωργίου όπου κάθε χρόνο από περιοδεύοντες μοναχούς των εν Χαλδία μονών Χουτουρά, Γουμερά και Χαλιναρά, αγιαζόμενος εκτελούσε τα χριστιανικά του καθήκοντα. Αυτόν λοιπόν τον Ιωσήφ Λαζαρίδη μιμήθηκαν και άλλοι στη συνέχεια και κατέφθασαν εκ μέν της Χουσιλής Αργυρουπόλεως ο Ευθύμιος Συμεωνίδης, εκ Κορόνιξας ο Παναγιώτης Λαμτσίδης και άλλοι από την Αργυρούπολη, τη Μούζαινα, το Τορούλ, τα Τσ̌ιαμούρια̤ και σχηματίστηκε η ελληνική παροικία η οποία επιδόθηκε στο εμπόριο. Το χαρακτηριστικό παντός Έλληνος είναι η προσήλωσις του εις την πίστην των πατέρων του και η δια της παιδείας αναμόρφωσις αυτού, δια τούτο το 1907 ίδρυσαν μέγα και ευρύχωρον ναόν πλησίον του υπό του Λαζαρίδου ιδρυθέντος επ' ονόματι και πάλιν του Αγίου Γεωργίου και έδωσαν περισσότερη επιμέλεια στη σχολή με την πρόσληψη πεπειραμένων διδασκάλων των οποίων τα ονόματα παραθέτουμε. Πρόκειται για εξονυχιστική μελέτη εκ του αρχείου της σχολής.

Πηγές :
* Ποντιακή Εστία - Τεύχος 5ον - Αθήναι 1950 - Γράφει ο Κ. Λαμψίδης
* Ποντιακά Φύλλα - Τεύχος 24ον - Αθήναι 1938 - Γράφει ο Γεώργιος Κανδηλάπτης (Κάνης)

Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com  

Pin It

Print

Add comment


Security code
Refresh

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ