Μεταλλείον Σίμ ή Κιουμίς Μαδέν του Νομού Σεβάστειας του Πόντου

Μεταλλείον Σίμ ή Κιουμίς Μαδέν του Νομού Σεβάστειας του Πόντου - Χάρτης Βιλαετίου ΣεβάστειαςΗ ολοσχερής εξάντληση του γαληνίτου (ασημοχώματος) στα μεταλλεία της Αργυρούπολης και των πέριξ αυτής μεταλλείων, ο πυκνός συνωστισμός πολλών Ελλήνων οι οποίοι προσέτρεχαν στην Αργυρούπολη ωσάν στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ προκειμένου να βρούν ασφάλεια και σωτηρία, αλλά και ο ζωηρός πόθος της τουρκικής κυβέρνησης να εκμεταλλευτεί το πλούσιο υπέδαφος της αυτοκρατορίας χρησιμοποιώντας τον Ελληνικό πληθυσμό, αυτές ήταν οι τρείς αιτίες που ώθησαν τους εναπομείναντες αρχιμεταλλουργούς στην ανεύρεση νέων μεταλλείων.

Αναμφισβήτητες κύρους πληροφορίες βεβαιώνουν ότι το Κιουμούς̌ Ματέν ιδρύθηκε περι τις αρχές του 1800, αρχής γενομένης κατά το 1790 έτος ίδρυσης του Άκ-δάγ του νομού Άγκυρας για να επακολουθήσει ο αποικισμός πλέον των 10 μεταλλείων εκ των οποίων άξια μνείας ήταν τα του Κιουμούς̌-Ματενί, Πακήρ-Τσάϊ της Μερζιφούντας, Περεκετλή μετενί, Κεσκίν ματενί, Πουγά ματενί κλπ. Τα οποία άπαντα κατά το επικρατέν έθιμο υπάγονταν εκκλησιαστικώς στη Μητρόπολη Χαλδίας και Χερροιάνων. Μεταλλείον Σίμ ή Κιουμίς Μαδέν του Νομού Σεβάστειας του ΠόντουΜεταλλείον Σίμ ή Κιουμίς Μαδέν του Νομού Σεβάστειας του Πόντου - Μεταλλεία Πόντου, μεταλλουργοίΗ πεντηκονταετηρίδα του 1750 – 1800 ήταν για τον υπόδουλο Ελληνισμό μια απ τις ζοφερότερες και μελανές σελίδες της σκλαβιάς.Όπως μας γνωρίζει ο Αρχιμανδρίτης Πανάρετος Τοπαλίδης εις το περισπούδαστον έργον του : "ο Πόντος ανά τους αιώνας" στη σελίδα 107: Σουλτανικά φιρμάνια και φεβτάδες Μουφτήδων και Κατήδων έθεσαν εκτός νόμου το άπιστον και βρωμερόν έθνος των Γραικών και διέτασσον τους Τούρκους να επιστρατεύσουν πιστούς και να διαπεράσουν εν στόματι μαχαίρας όλους τους Έλληνας, να εξανδραποδίσουν τας γυναίκας και τα ανήλικα τέκνα των, να διαρπάσουν τας περιουσίας των και να μη μείνει εις τα Ελληνικά χωριά από όπου θα περάσουν, όχι άνθρωπος εν ζωή αλλά ούτε φωνή πετεινού να ακουσθή. Κατ' αυτήν λοιπόν την μοιραία 50ετίαν συνέπεσε να ιδρυθούν τα ως άνω αναφερόμενα νέα μεταλλεία. Η εγκατάλειψη των ιερών βωμών και εστιών, των προσφιλών συγγενών και φίλων και η εγκατάσταση και ίδρυση των νέων μεταλλείων ήταν αδύνατη την εποχή εκείνη χωρίς την υποστήριξη της κυβέρνησης. Ευτυχώς οι μεταλλουργοί ήταν εφοδιασμένοι με αυτοκρατορικά φιρμάνια και προνόμια και κανείς βάρβαρος δε μπορούσε να απλώσει πάνω τους χέρι. Με τέτοια φιρμάνια εφοδιασμένος ο εκ της ευάνδρου γενεάς των Σαρασιτών έλκων το γένος κατά τον ιστορικό εξ Αργυρουπόλεως Γεώργιον Κανδηλάπτη (Κάνιν), Χατζή Δημήτριος Χατζή Στ. Ζιβαρίανος (ή Ζηβαρίωνα) φαίνεται ως ο πρώτος ανακαλύψας τα μεταλλεία του Κιουμούς̌-Ματενί και πρώτος άποικος αυτού συνοδευόμενος από το Βαριλινό Εμινί. Το Κιουμούς̌-Ματενί κείται εις τα Νοτιοδυτικά του Πόντου και εις το Βορειοδυτικό άκρο του νομού Σεβάστειας δυτικά της Μερζιφούντας απ την οποία απέχει περι τα 25 χιλιόμετρα στις υπώρειες του όρους Ινιγίλ-δαγή (βουίζων όρος), όπου βρίσκονται τα κοιτάσματα του αργυρούχου μεταλλεύματος. Κείται νοτιοδυτικά τους Αμισού από την οποία απέχει 120 χιλιόμετρα με ύψος 850 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Έχει κλίμα υποκλίνον προς το θερμόν το καλοκαίρι και ήπιον κατά τον χειμώνα. Μπροστά του απλώνεται η μεγάλη και πλούσια πεδιάδα με το όνομα Σουλού-οβά (αρδευόμενη πεδιάδα). Μέσα αλλά και στα άκρα της πεδιάδος αυτής κείνται οι αρχαίες πόλεις Αμάσεια (η πατρίς του γεωγράφου Στράβωνα), Η Μερζιφούς η αρχαία Φαζημών (η πατρίς της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας), Το Μετζίτ-Ιοζού ή Αφχάτ-Χατζή-Κιοϊ, Τα αρχαία Ευχάϊτα και η Χάβζα ή Κάβσα ή Καίουσα όπου βρίσκονται τα θερμότατα ιαματικά λουτρά. Υπάρχει αφθονία σιτηρών, οπωρών και λαχανικών παράγει και τρέφει βοοειδή και παντός είδους αιγοπρόβατα. Αποκλειστική ασχολία των κατοίκων ήταν η εργασία στις υπόγειες γαλαρίες τους καλούμενους μαγαράδες και η εξαγωγή του γαληνίτη απ' τα σπλάχνα της γής με την επεξεργασία του οποίου παραγόταν ο άργυρος. Η εργασία στα σκοτεινά και ανήλεα υπόγεια των στοών ήταν υποχρεωτική σε όλα τα άρρενα τέκνα από την ηλικία των 15ετών ως και το 60ο έτος τους. Από την προσφώνηση την οποία έκαμον προς τον πατέρα νεογέννητου άρρενος τέκνου : "Φώς στα μάτα̤ σ' εποίκες τον τσ̌αγουλτσήν" συμπεραίνουμε ότι η εργασία στις στοές δεν θεωρούνταν ανιαρή αλλά μάλλον ευχάριστη. Πάνω από 25 μαγαράδες οι οποίοι έφεραν τα ονόματα των κατόχων τους (π.χ. τ' Αβιτάντων, τ' Αβραμάντων, τ' Ουστάπαση η μαγαρά κλπ) εργάστηκαν επι 100 και πλέον έτη. Οι σωροί απ΄ τα μαύρα υπολείμματα των φούρνων (τα λεγόμενα τσουρούφα̤) σχημάτιζαν ολόκληρους λόφους προ του Κιουμούς Ματενί σταθεροί μάρτυρες της σκληρής και γιναντιαίας εργασίας που επιτελέστηκε εκεί κατά την παρελθούσα 100ετία.Σε μικρό σχετικά διάστημα από την ίδρυση του μεταλλείου Σίμ οι πρώτες 10 – 15 οικογένειες είδαν με πολύ ευχαρίστηση την αυθόρμητη προσέλευση νέων αποίκων κι έτσι όπως μαρτυρούν οι γηγενείς κάτοικοι το Κιουμούς Ματενί ή Μεταλλείον Σίμ κατόρθωσε να διπλασιάσει τις υφιστάμενες 300 οικογένειες του κατά το έτος 1905.  π. Ιωάννης Σπυριδωνίδης Κάτω Θεοδωράκι Κιλκίς - Γκιουμούς Μαδέν Gümüşhacıköy.

Ηλίας Γραμματικόπουλος γεννηθείς το 1901 στο Γκιουμούς Μαδέν, αποβίωσε στη Βυρώνεια Σερρών 1933 (φωτο 1927)Όπου ανθούσε ο Ελληνισμός. Το Κιουμούς Μαδέν ή Μεταλλείον Σιμ   -   Σάββα Π. Ιωακειμίδου  - Ποντιακή Εστία Τεύχος 68-69 Αθήναι 1955

Οι μεταλλουργοί έφεραν διάφορα τουρκικά ονόματα όπως : Ουστά πασ̌ή, Καλτσή πασ̌ή, και Μαδεντζή πασ̌ή. Τα μεταλλεία που ίδρυσαν και εγκαταστάθηκαν οι εξ Αργυρουπόλεως μεταλλουργοί ήσαν τα : Ακ-δάγ στο νομό Άγκυρας, Κιουμούς̌-μαδέν (Μεταλλείον Σίμ) στο νομό Σεβάστειας, Δενέκ ή Κεσκίν Ματέν στο νομό Άγκυρας Μπερεκετλή μαδέν και Μπουγά Μαδέν στο νομό Ικονίου και Άργανα μαδέν στο νομό Διαρβεκίρ (αρχαία Αμίδης). Υπήρχαν και άλλα μεταλλεία δευτερεύουσας σημασίας όπως το της Μελανθίας, της Ζάρας και άλλα. Όσον αφορά στο μεταλλείο Μπουγά κάποιοι το καλούν εσφαλμένα Βουλγάρ μαδέν ενώ δεν έχει καμία σχέση ούτε κάν ονομαστική με τους Βούλγαρους. Το όνομα Μπουγά είναι μετάφραση του Ελληνικού ονόματος Ταύρος επειδή το μεταλλείο βρίσκεται κοντά στο όρος Ταύρος της Κιλικίας. Το όρος αυτό είναι γνωστό απ΄το δράμα της Μυθολογίας "Ιφιγένεια εν Ταύροις" αν και κάποιο θέτουν το δράμα αυτό στην Κριμαία της νοτίου Ρωσίας.Το μεταλλείον Σίμ έκειτο στο δυτικά της μαρτυρικής πόλεως της Μερζιφούντος έδρας του Αμερικάνικου κολλεγίου Ανατόλια. Όλος ο άρρεν πληθυσμός της Μερζιφούντας κατεσφάγη μαρτυρικώς από τις άγριες ορδές του αιμοβόρου Τοπάλ-Οσμάν την 13η Ιουλίου του 1921. Ο πληθυσμός του μεταλλείου Σίμ ήταν αμιγώς Ελληνικός. Αναφέρονται τα χωρία Καράλη, Οβατζίκ και άλλα με συνολικό πληθυσμό τις 6000 ψυχές περίπου. Το Μεταλλείον Σίμ βρισκόταν σε πλήρη λειτουργία μέχρι το τέλος του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα. Η λειτουργία του έπαυσε με την έλλειψη καύσιμης ύλης καθώς τα πέριξ αυτού δάση εξαντλήθηκαν και αποψιλώθηκαν. Έτσι οι κάτοικοι επιδόθηκαν στη γεωργία και την κτηνοτροφία αλλά και σε άλλα βιοποριστικά επαγγέλματα όπως χτίστες, σιδηρουργοί, έμποροι, υποδηματοποιοί, ράπτες κτλ. Αναδείχθηκαν διάσημοι αρχιτέκτονες της εποχής εκείνης οι οποίοι αναλάμβαναν την κατασκευή τζαμιών, μιναρέδων, γεφυρών και άλλων δημόσιων κτιρίων απ' το τουρκικό δημόσιο. Ακόμη και στις τελευταίες πρόσφατες ημέρες υπήρχαν τέτοιοι αρχιτέκτονες όπως ο αείμνηστος Καλτσίδης Λάζαρος ο πρεσβύτερος (μεγαλύτερος) διότι υπήρχε και νεότερος αλλά και ο εν Σιδηροκάστρω Σερρών διαμένων βαθύγηρως Νικόλαος Αμανατίδης. Δεν έλειπαν όμως και οι άνδρες που ασχολούνταν με τα κοινά όπως ο Κωνσταντίν εφένδης ο Ουσταπασίδης, ο Ηλίας Γιαγκαζίδης, ο υιός του πρώτου Γιάγκο εφένδης Ιωαννίδης, ο Χαράλαμπος Κοασίδης ή Δημητριάδης και τόσοι άλλοι. Διακρίθηκαν έτσι οι Έλληνες και στο εμπόριο την εντόπια βιομηχανία των υφασμάτων στο πλουσιόχωρο Χατζή-Κιοϊ το οποίο ήταν έδρα υποδιοίκησης (Καϊμακαμλήκ). Εκείνο που διέκρινε τους κατοίκους του Μεταλλείου Σίμ όπως και γενικότερα όλους τους Έλληνες του Πόντου ήταν το φιλόθρησκο και φιλόμουσο πνεύμα. Είχαν μεγάλη και ωραία εκκλησία (ναό) με λαξευμένους λίθους, διακοσμημένη εσωτερικά με ωραίες εικόνες, κανδήλες και πολυελαίους τιμώμενη στο όνομα του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου του Τροπαιοφόρου.Σε μισή ώρα απόσταση από την Κωμόπολη με νοτιοδυτική κατεύθυνση πάνω από την μαγευτική κοιλάδα με το όνομα Τζάτ βρίσκεται το μοναστήρι της Παναγίας με πολύ ωραίο ναό (καθολικό) και με ξενώνα με πολλά κελιά. Γινόταν πανηγύρι όπως και στην Παναγία Σουμελά κάθε χρόνο στις 15 Αυγούστου στο οποίο προσέρχονταν πολλοί προσκυνητές από τις πέριξ πόλεις και χωριά όπως την Αμάσεια, τη Μερζιφούντα, το Κιουμούς, το Χατζήκιοϊ, το Τζόρουμ και από την Υοσγάτην. Υπήρχαν εκτός του ναού του Αγίου Γεωργίου και ωραία σχολεία Αρρεναγωγείον με εννέα τάξεις και Παρθεναγωγείο με πέντε τάξεις. Τα σχολεία είχαν κοινή και ενιαία διεύθυνση και ήσαν υπο την εποπτεία της Δημογεροντίας την οποία αντιπροσώπευε σχολική εφορία (επιτροπή). Ο προϋπολογισμός της κοινότητας για τη συντήρηση των σχολείων και τη μισθοδοσία των διδασκόντων ανερχόταν ετησίως στις τριακόσιες ως τετρακόσιες χρυσές τουρκικές λίρες. Το ποσό αυτό εξασφαλιζόταν:
1ον από πόρους της εκκλησίας
2ον από έκτακτες εισφορές κατά τις σχολικές εορτές και τελετές και προ πάντων κατά την εορτή των Τριών Ιεραρχών (Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου) η οποία ήταν βέβαια γιορτή των γραμμάτων αλλά υπο τον μανδύα αυτόν κρυβόταν όλος ο εθνικός παλμός και η εθνική συνείδηση η οποία ήταν ακραιφνώς Ελληνική
3ον από δωρεές οι οποίες δεν έλειψαν ποτέ
4ον από τα δίδακτρα των μαθητών τα οποία καθορίζονταν όχι από την τάξη που ανήκαν οι μαθητές αλλά της οικονομικής καταστάσεως των γονέων και κηδεμόνων τους.
Τέτοια αλληλεγγύη υπήρχε μεταξύ της ομογένειας στην Τουρκία και τόσο μεγάλα έργα κατόρθωναν με την αλληλοϋποστήριξη τους οι Έλληνες με πνεύμα χριστιανικής αγάπης. Είχαν πραγματική αυτοδιοίκηση και κανόνιζαν στο ακριβές τα περί του δημόσιου βίου τους. Η ανακήρυξη του Τουρκικού συντάγματος το 1908 την οποία χαιρέτησαν με ανυπόκριτο σεβασμό οι σκλαβωμένοι λαοί της Τουρκίας και η οποία τίποτα άλλο δεν ήταν παρά φενάκη (ψευδής) μπρός στα μάτια των Ευρωπαίων για να καλύψουν τα καταχθόνια σχέδια των νεοτούρκων και έπειτα ακολούθησαν οι βαλκανικοί πόλεμοι του 1912 – 1913, ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος του 1914 – 1918, η μικρασιατική εκστρατεία του 1919 με την επακολουθήσασα καταστροφή της και με τα τόσα δεινά που ακολούθησαν βαθμιαία και οδήγησαν στην εξασθένηση και εξόντωση του Ελληνισμού του Πόντου. Τα λείψανα της κοινότητος του Μεταλλείου Σίμ με την άφιξη τους στην Ελλάδα συνεπεία της περιβόητης ανταλλαγής των πληθυσμών, εγκαταστάθηκαν ως άλλοι Ακρίτες όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες Πόντιοι στα μεθόρια της Βορείου Ελλάδος και συγκεκριμένα στα χωριά Βυρώνεια Σερρών όπου υπάρχει και ο κυριότερος όγκος τους, Άμπελοι και Λαγόνι της περιφέρειας Σιδηροκάστρου Σερρών αλλά και εις αυτό το Σιδηρόκαστρον, στα χωριά Μέταλλα Σερρών αλλά και μέσα στην πόλη των Σερρών και τέλος στα χωριά Δάφνη (παλιά Έξοβα) και Ορέστεια της περιφέρειας Νιγρίτας Σερρών. Υπάρχουν και άλλοι οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη όπου ασχολήθηκαν με το εμπόριο και τη βιομηχανία. Άλλοι πάλι απ τη Σαμψούντα έφτασαν στην Πόλη κι από κει στη Λευκάδα στην Ελλάδα. Έπειτα τους μετέφεραν στο Χαρμάνκιοϊ (Ελευθέρια Θεσσαλονίκης) κι από κει στο Οτμαλί του Κιλκίς για ένα χρόνο. Τελική εγκατάσταση είχαν κι αυτοί στη Βυρώνεια Σερρών. Η μουσικοχορευτική παράδοση των Ελλήνων του μεταλλείου Σίμ

Σοφία Γραμματικοπούλου γεννηθείς το 1881 στο Κιμίς Μαδέν, αποβίωσε στη Βυρώνεια Σερρών το 1967Κιουμούς - Ματέν Σεβάστειας – Ο Ελληνισμός του Πόντου  -   Ουσταμπασίδης, Κωνσταντίνος  και Γεωργιάδου Όλγα - Ποντιακή Ηχώ, Τεύχος 11ον Αθήναι 1983

Μεταξύ των πρώτων στο Μεταλλείο Σίμ αποίκων εξ Αργυρουπόλεως (Κιμισ̌χανάς) αναφέρονται τα ονόματα των:
• Ιωάννη Γιανκάζ ή Ουστάμπασης
• Αυγητάντων
• Αβραμάντων
• Γιουματσάντων
• Καλτσάντων
• Καρακασάντων
• Πεχλιβανάντων
• Γιαβουτζάντων
• Φελεκάντων &
• Αμανατάντων
Όλοι οι παραπάνω αναφερόμενοι ήσαν μεταλλωρύχοι (Ματεντσήδες) όμως σημαντικότερη μορφή ανάμεσα τους ήταν ο Κωνσταντίνος Ιωαννίδης ή Γιανκάζ ο οποίος ήταν Αρχιμεταλλουργός με ευρεία μόρφωση ο οποίος έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους Τούρκους. Η κύρια εργασία των μεταλλωρύχων γινόταν μέσα στις υπόγειες στοές ή γαλαρίες και τα στόμια τους τα είχαν στις κορυφές των βουνών και όχι στις πλαγιές τους. Απ' το ασημόχωμα (γαληνίτη) που εξόρυσσαν μετά από ειδική επεξεργασία έβγαζαν το ασήμι. Τις υπόγειες στοές (μαγαράδες) τις κατασκεύαζαν οι αρχιεργάτες που ονομάζονταν καματεροί. Μόνο στο Κιουμούς̌ Ματέν υπήρχαν περί τις 60 μαγαράδες. Το αργυρούχο μετάλλευμα το συγκέντρωναν μέσα στη γαλαρία σε σωρούς, το φόρτωναν έπειτα μέσα σε σακιά τα οποία συνήθως μετέφεραν νεαρά άτομα έξω προς την επιφάνεια, αυτοί ονομάζονταν "τσαγουλτζήδες". Ακολούθως το φορτώνανε σε μουλάρια και το μετέφεραν σε μεγάλα καμίνια ή "φουρνία" στα οποία γινόταν η "χώνευση". Στα φουρνία υπήρχαν ειδικοί μεταλλουργοί οι καλούμενοι "καλτσήδες" οι οποίοι ήξεραν να μετατρέπουν το ασημόχωμα σε ασήμι. Οι φούρνοι έκαιγαν με πετροκάρβουνο και το μείγμα αφού έλιωνε το έχυναν σε λάκκους για να ολοκληρωθεί η χώνευση. Η μεταφορά σε μικρότερους λάκκους γινόταν με σιδερένιες κουτάλες προκειμένου να πήξει. Ακολουθούσε μεταφορά του μείγματος σε νέους μικρότερους λάκκους προκειμένου να ψυχθεί κι έπειτα σε άλλους φούρνους για να ακολουθήσει άλλη επεξεργασία διαχωρισμού του ασημιού από άλλες μεταλλικές προσμίξεις. Από κάθε επεξεργασία προέκυπταν 4 με 6 ή 8 με 10 οκάδες καθαρό ασήμι. Οι προσμίξεις αποτελούνταν κυρίως από "μουρτεσένκ" και "ράντα". Από το μουρτεσένκ βγάζανε μικρή ποσότητα μαύρου μολυβιού ενώ από την ράντα μεγαλύτερη. Στους φούρνους εκτός από τους ιδιοκτήτες και τους Καλτσήδες παρευρίσκονταν και 1 – 2 υπάλληλοι της κυβέρνησης για να εμποδίσου τυχόν απόπειρες λαθρεμπορίου του αργύρου. Το παραγόμενο ασήμι το παραλάμβανε μπροστά στον Κάλ-Αγασή στον επιστάτη δηλαδή του φούρνου, στον αστυνόμο και στον ιδιοκτήτη του μεταλλείου, ο Μουδίρης ο οποίος αφού το σφράγιζε το έστελνε στο χαζινή (θησαυροφυλάκιο) στην Κωνσταντινούπολη. Εκείνο μαζί με το Μαδέν Μαζαρετί (Υπουργείο των Μεταλλείων) καθόριζε την τιμή του ασημιού της ράντας  και του μουρτεσένκ την οποία παραλάμβανε ο Ουστάμπασης από το ταμείο της αρεσκείας του. Η εργασία των μεταλλείων του Κιουμούς̌ Ματέν σταμάτησαν το 1897 λόγω υποτίμησης της αξίας του αργύρου. Επαναλήφθηκαν επι των νεοτούρκων το 1915 αλλά μετά από δύο χρόνια διακόπηκαν οριστικά. Ο κ. Κωνσταντίνος Ουσταμπασίδης αναφέρει ότι το Κιουμούς̌ Ματέν αριθμούσε 1700 Ελληνικές οικογένειες. Ήταν αμιγές Ελληνικό χωριό ενώ οι περί τις 400 τουρκικές οικογένειες έμεναν σιμά αλλά όχι μαζί με τους Έλληνες.Ο ναός του Αγίου Γεωργίου ήταν Βυζαντινού ρυθμού με πλούσια διακόσμηση. Ο γυναικωνίτης του είχε τρία πατώματα. Στο πρώτο στο ισόγειο προσεύχονταν οι γριές, στο δεύτερο οι μεσήλικες (από 35 εως 55 ετών) και στο τρίτο οι νεώτερες (από 20 εως 35 ετών). Τα κορίτσια που ήταν μικρότερα των 20 ετών ή μάλλον οι ανύπανδρες –γράφει ο Ιωάννης Παπαπέτρου – εθεωρούντο άτοπον να εκκλησιαστούν !!! Αυτές έρχονταν μετά την απόλυση της λειτουργίας για να μεταλάβουν των αχράντων μυστηρίων τέσσερις φορές το χρόνο, Τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, των Αγίων Αποστόλων και τον Δεκαπενταύγουστο. Υπήρχαν και εξωκλήσια όπως του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Παύλου, του Προφήτη Ηλία, του Αγίου Χαραλάμπους και του Αγίου Θεράποντα. Εφημέριοι του χωριού ήταν ο παπα Χαράλαμπος Γαβριηλίδης, ο παπα Δημήτρης Απατσίδης, ο παπα Πέτρος Παπαπέτρου, ο παπα Ηλίας Πεχλιβανίδης και ο παπα Ευστάθιος Αναστασιάδης. Οι κυριότεροι μαχαλάδες του χωριού ήταν του Χατζή Λαζάρ, του Ουσταμπασίμπεη, τη Ταπανή, των Δαντηλάντων, τη Μωρέσας, του Κατζόγλου κ.ά. Όλοι οι μαχαλάδες αρδεύονταν από 15 κοινόχρηστες βρύσες εκτός απ την οικογένεια του Ουσταμπασίδη που είχε ιδιόκτητη βρύση στο σπίτι του. Υπήρχαν τρία παντοπωλεία : του Κωνσταντίνου Κοσμίδη τον οποίο κρέμασαν οι τούρκοι το 1920, του Ευθύμιου Γαβριηλίδη και του Γεώργιου Ουσταμπασίδη. Τα δύο καφενεία που υπήρχαν ανήκαν στους Γαβριήλ Γαβριηλίδη και Σταύρο Μουμτζίδη. Οι διδάσκαλοι και διδασκάλισσες που δίδαξαν στο σχολαρχείο (Αρρεναγωγείο και Παρθεναγωγείο) ήταν πάνω από 40 στον αριθμό. Μεταξύ αυτών οι τελευταίοι ήσαν: Γεώργιος Γεωργιάδης (διευθυντής), Ανδρέας Γαβριηλίδης, Ιωάννης Παπαπέτρου, Κωνσταντίνος Πατσολίδης και ο Αβραάμ Πολυχρονιάδης ο οποίος διετέλεσε το 1928 και βουλευτής Σερρών. Ο αριθμός των μαθητών στο μεν αρρεναγωγείο ήταν γύρω στους 700 ενώ στο παρθεναγωγείο περίπου 400 μαθήτριες.

Κυριότερα παρχάρια ήταν:
Η Ομπαγιά
Το Αλμπάπουναρ
Το Σιλικλή
Των Τσετενίων
Το Ιπρίχ
Το Καρτμέδες και
Το Γοντζάχ ή Γουτσάχ
Στα παρχάρια οι χωρικοί παρασκεύαζαν το βούτυρο και το πασ̌κιτάν (μυζήθρα) κι όσοι είχαν έσφαζαν και από καμιά αγελάδα για να παρασκευάσουν τον καβουρμά, τον παστουρμά και τα σουτζούκια της χρονιάς τους. Πολλοί κάτοικοι ασχολούνταν με την καλλιέργεια της χάσχας (μήκωνος της υπνοφόρου) και το εμπόριο του οπίου (αφιονιού). Με ειδικά εργαλεία τα "τζιζγούτ" που κατέληγαν σε βελονοειδή άκρα, χάραζαν το απόγευμα τα κεφάλια της χάσχας και το πρωι με την ανατολή του ήλιου μάζευαν το πυκνόρρευστο γαλάκτωμα που έβγαινε απ τις χαραματιές με ειδικά μαχαίρια μέσα σε ειδικά χωνιά. Το προϊόν αυτό έπειτα το πουλούσαν σε εμπόρους από την Αμάσεια, την Τοκάτη, τη Μερζιφούντα και την Αμισό. Το Κιουμούς̌ Ματέν είχε αρκετά μεγάλη εμπορική κίνηση στην οποία οι τούρκοι έφερναν και πουλούσαν τα προϊόντα τους. Εκτός των παραπάνω αναφερθέντων μπακάλικων υπήρχε το υφασματοπωλείο του Κοσμίδη, ο φούρνος του Αρμένη Σιρακιάν τον οποίο σκότωσαν οι τούρκοι, το ψιλικατζίδικο του Κιόρ-Γιάννε και το Ουζοπωλείο της Χαρμανίδου το οποίο βρισκόταν μέσα στο σπίτι της και πουλούσε ούζο παραγωγής της. Επίσης υπήρχε ένα μεγάλο χαμάμ με 15 βρύσες με κοινή χρήση από Έλληνες και Τούρκους. Υπήρχαν ακόμα και αμάξια που εκτελούσαν μεταφορές επιβατών. Ο πατέρας της Όλγας Γεωργιάδου είχε 5 ζευγάρια άλογα και παϊτόνια δύο επιβατών και αμάξια 6 επιβατών με τα οποία μετέφερε επιβάτες από το χωριό τους στη Σαμψούντα, στη Σεβάστεια και σε άλλα μέρη. Οι προύχοντες του Κιουμούς̌ ήταν ο Κωνσταντίνος Ουσταμπασίδης (Ιωαννίδης) ο οποίος εκτελούσε χρέη επάρχου, ο Ηλίας Γεωργιάδης με χρέη ειρηνοδίκη, ο Σταύρος Αβραμίδης, ο μαστρο-Λάζαρος, ο Γαβριήλ Γραμματικόπουλος (Γιαζιτζόγλου), ο Μιχαήλ Αυγητίδης, ο Χαράλαμπος Μαυροφρύδης και άλλοι. Οι λαικοί οργανοπαίκτες που ψυχαγωγούσαν το χωριό ήτα οι δύο λυράρηδες: ο Τισλένον και ο Τη Γατούρ ενώ οι τέσσερις βιολιτζήδες : τη Χατζή ο Λάζαρον, Τη Χατζή ο Νεόφυτον, ο Λάζαρον τη Σόνας και ο Γαλανόν. Η εθνική αντίσταση των κατοίκων του Κιουμούς̌ Ματέν αποφασίστηκε στις αρχές Σεπτέμβρη του 1914 σε μία σύσκεψη που έλαβε χώρα στο γραφείο της μητρόπολης του χωριού όπου πήραν μέρος οι :
Λάζαρος Καλτσίδης – έξαρχος
Ιωάννης Παπαπέτρου – διδάσκαλος
Ανδρέας Γαβριηλίδης – διδάσκαλος και ο
Χαράλαμπος Χατζή Σάββα Κολούκησα (Κοντοβραχιονίδης).
Σχημάτισαν μια μυστική οργάνωση η οποία στρατολογούσε άτομα που ενέπνεαν μεγάλη εμπιστοσύνη για τον ιερό αγώνα. Κατασκεύαζαν πυρίτιδα και κανόνια και οι δοκιμές γινόντουσαν στο παρχάρι του Σιλικλή. Το Κιουμούς̌ Ματέν δέχτηκε 52 επιδρομές από τούρκους. Οι φυγόστρατοι Έλληνες εντάχθηκαν σε κανονικές στρατιωτικές ομάδες και αντέδρασαν δυναμικά. Από τους αξιόλογους οπλαρχηγούς (Τσετέ πασή) του Κιουμούς̌ Ματέν ήταν ο Ευάγγελος Κωνσταντίνου – Ιωαννίδης με το ψευδώνυμο Ελβάν και ο Χαράλαμπος Χατζή Σάββα Κοντοβραχιονίδης με το ψευδώνυμο Χαμδής.

'Ελληνες του Πόντου στα τάγματα εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού)Το σύνολο των οπλαρχηγών και ανταρτών ήταν γύρω στους 100-150 και η δράση τους κράτησε μέχρι την περιβόητη ανταλλαγή των πληθυσμών. Χάρη στη σθεναρή δράση και αντίσταση των ανταρτών κατόρθωσαν οι κάτοικοι του Κιουμούς̌ και των περιχώρων να επιβιώσουν. Ο Χαράλαμπος Χατζή Σάββα Κοντοβραχιονίδης με το ψευδώνυμο Χαμδής γεννήθηκε το 1885. Σε ηλικία 23 ετών άρχισε να ασχολείται με τα κοινά του χωριού. Σε ηλικία 30 ετών κλήθηκε να καταταγεί στα εργατικά τάγματα αλλά αρνήθηκε κι έτσι έπιασε το ντουφέκι σα λιποτάκτης από το 1914 ως το 1922. Έδωσε πολλές μάχες ενάντια σε 60μελή συμμορία του τούρκου Μουσά Τσαούς. Ο Μουσά Τσαούς κατάφερε να σκοτώσει ένα από τα παλληκάρια του Κοντοβραχιονίδη, τον Κλεάνθη κ. Γαβριηλίδη ή Τσάκαλο που πήγε να συνεννοηθεί μαζί του. Παράδωσε το κεφάλι του στον Πιαλτζινί Σαλήφ ο οποίος τον αντάμειψε με 100 χρυσές λίρες υποσχόμενος ότι θα του δώσει ακόμη 200 αν του έφερνε και το κεφάλι του Κοντοβραχιονίδη. Όταν πληροφορήθηκε ο Κοντοβραχιονίδης τα καθέκαστα περικύκλωσε το χωριό του Σαλήφ αγά, μάζεψε τους χωρικούς και μπροστά τους είπε στον Σαλήφ : "Σου έφερα το κεφάλι μου πάρ'το και δώσε μου τις 200 λίρες". Δεν προχώρησε όμως σε αντίποινα μετά από παρέμβαση των χωρικών οι οποίοι του πρόσφεραν 200 χρυσές λίρες κι έτσι σταμάτησε το κακό. Εκτός του καπετάν Κοντοβραχιονίδη του οποίου η δράση και τα ανδραγαθήματα εξυμνήθηκαν τόσο από τους Έλληνες όσο και από τους Τούρκους, ισάξια παλληκάρια στην περιφέρεια του Κιουμούς̌ υπήρξαν οι Χαράλαμπος Χατζηθόδωρος Ηλιάδης, Λάζαρος Ξανθόπουλος, Θεόδωρος Ξανθόπουλος, Φώτιος Π. Τερζόπουλος, Κλεάνθης Κ. Γαβριηλίδης, Ευστάθιος Τεληγιαννίδης. Κατά την επιστράτευση του 1914 αρκετούς έστειλαν στα Αμελέ Ταμπουρού και εξοντώθηκαν, τους άντρες του χωριού από 14 εως 60 ετών τους εξορίσανε, ενώ τους προύχοντες τους πήγαν στην Αμάσεια όπου τους κρέμασαν. 

Πηγές:
1. Ιστορική και λαογραφική μελέτη Ιωάννου Παπαπέτρου Δημοδιδασκάλου - Ποντιακή Εστία Τεύχος 11ον Αθήναι 1950
2. Όπου ανθούσε ο Ελληνισμός. Το Κιουμούς Μαδέν ή Μεταλλείον Σιμ - Σάββα Π. Ιωακειμίδου - Ποντιακή Εστία Τεύχος 68-69 Αθήναι 1955
3. Kιουμούς - Ματέν Σεβάστειας – Ο Ελληνισμός του Πόντου - Ουσταμπασίδης, Κωνσταντίνος και Γεωργιάδου Όλγα - Ποντιακή Ηχώ, Τεύχος 11ον Αθήναι 1983 

Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com 

English version of the text
Sim Mine or Kumish'Maten of the Sebastia Prefecture of Pontus Historical study by Ioannis Papapetrou Demodidaskalou Pontian Estia Issue 11th Athens 1950

The complete exhaustion of galenite (silver soil) in the mines of Argyroupolis and its surrounding mines, the dense crowding of many Greeks who came to Argyroupolis as if in the font of Siloam in order to find safety and salvation, but also the lively desire of the Turkish government to exploit the rich subsoil of the empire using the Greek population, these were the three reasons that prompted the remaining master metallurgists to find new mines. Undeniable authoritative information confirms that Kumus' Maten was founded around the beginning of 1800, starting in 1790 when Ak-dag of Ankara prefecture was founded, followed by the colonization of more than 10 mines, of which Kumus-Mateni, Paker-Tsai of Merzifounta, Pereketli meteni, Keskin mateni, Puga mateni etc. All of which, according to the prevailing custom, belonged ecclesiastically to the Metropolis of Chaldia and Cherroian. The fiftieth anniversary of 1750 – 1800 was for the enslaved Hellenism one of the darkest and darkest pages of slavery. As Archimandrite Panaretos Topalidis knows us in his elaborate work: "Pontus through the ages" on page 107: Sultan firmans and feftas of Muftis and Katis outlawed the infidel and filthy nation of the Grecians and ordered the Turks to recruit believers and pierce all Greeks in the mouth of a knife, to enslave their wives and underage children, to plunder their property and not to remain in the Greek villages through which they will pass, not a living man but not a rooster's voice to be heard. During this fateful 50 years, it coincided that the above-mentioned new mines were founded. The abandonment of the sacred altars and hearths, of dear relatives and friends, and the establishment and establishment of new mines was impossible at that time without the support of the government. Fortunately, the metallurgists were provided with imperial firmans and privileges, and no barbarian could lay a hand on them. With such firmans equipped the generation of Sarasites ulcers from the Evandros genus according to the historian from Argyroupolis Georgios Kandilaptis (Kanin), Hadji Dimitrios Hadji St. Zivarianos (or Zivarion) appears to be the first discoverer of the mines of Kumus-Mateni and its first settler, accompanied by Varino Emini. Kumus-Mateni is located in the Southwest of Pontus and the northwestern edge of the prefecture of Sebastia west of Merzifounta from which it is about 25 km at the foot of Mount Inigil-dagi (Vouizon mountain), where the deposits of silver ore are located. It lies southwest of Amisos, from which it is 120 km with a height of 850 meters above sea level. It has a climate that bows to the warm in summer and mild in winter. In front of it lies the large and rich plain called Sulu-ova (irrigated plain). Within and at the edges of this plain lie the ancient cities of Amasya (the homeland of geographer Strabo), Merzifous, ancient Fazimon (the homeland of Saint Barbara the Great Martyr), Metzit-Iozou or Afhat-Hadji-Köy, Ancient Efchaita and Havza or Kavsa or Kaiousa where the hot thermal baths are located. There is an abundance of grains, fruits and vegetables, producing and feeding cattle and all kinds of sheep and goats. The sole occupation of the inhabitants was the work in the underground galleries, the so-called magarades, and the extraction of galenite from the bowels of the earth with the processing of which silver was produced. Work in the dark and barren basements of the galleries was compulsory for all male children from the age of 15 to their 60th year. From the address I made to the father of a newborn male child: "Light in the eyes of the settlers the ts'aultsin" we conclude that working in the galleries was not considered boring but rather pleasant. More than 25 magarades who bore the names of their owners (e.g. Avitanta, Abramanta, Ustapasis, Magara, etc.) worked for more than 100 years. The piles of black remains of the ovens (the so-called tsourufa) formed entire hills before Kumus Mateni, constant witnesses of the hard and gigantic work carried out there over the past 100 years. In a relatively short period of time since the foundation of the Sim mine, the first 10-15 families saw with great pleasure the spontaneous arrival of new settlers and as the native inhabitants testify, Kumus Mateni or Sim Mine managed to double its existing 300 families in the year 1905.
Where Hellenism flourished. To Kümuš Madén or Shim Mine Savva P. Ioakimidou Pontian Estia Issue 68-69 Athens 1955 The metallurgists bore various Turkish names such as: Ousta pašor, Kaltsi pašor, and Madentzi pašor. The mines founded and settled by the metallurgists from Argyroupolis were: Ak-dag in the prefecture of Ankara, Kumus-maden (Sim Mine) in the prefecture of Sevastia, Denek or Keskin Maten in the prefecture of Ankara Bereketli maden and Buga Maden in the prefecture of Konya and Argana maden in the prefecture of Diravekir (ancient Amidis). There were other mines of secondary importance such as Melanthia, Zara and others. As far as the Buga mine is concerned, some mistakenly call it Bulgarian made, while it has nothing to do with the Bulgarians, not even by name. The name Bouga is a translation of the Greek name Taurus because the mine is located near Mount Taurus in Cilicia. This term is known from the mythological drama "Iphigenia in Taurus", although some place this drama in the Crimea of southern Russia. The Sim mine was located west of the martyr city of Merzifountos, seat of the American College of Anatolia. The entire male population of Merzifounta was martyred by the savage hordes of the bloodthirsty Topal-Osman on July 13, 1921. The population of the Sim mine was purely Greek. The villages of Karali, Ovacik and others with a total population of about 6000 souls are mentioned. The Sim Mine was fully operational until the end of the first half of the last century. Its operation ceased due to the lack of fuel as the surrounding forests were exhausted and deforested. Thus, the inhabitants engaged in agriculture and livestock farming but also in other livelihood professions such as builders, blacksmiths, merchants, shoemakers, tailors, etc. Famous architects of that time emerged who undertook the construction of mosques, minarets, bridges and other public buildings by the Turkish state. Even in the last recent days there were such architects as the late Kaltsidis Lazaros the elder (older) because there was also a younger one and Nikolaos Amanatidis in Sidirokastro of Serres. However, there were also men who were involved in public affairs such as Konstantin Effendi, Ustapasides, Ilias Giagazidis, the son of the first Yiangos Effendis Ioannidis, Charalambos Koasidis or Dimitriadis and so many others. Thus, the Greeks also distinguished themselves in the trade of the local textile industry in the rich village of Hadji-Köy, which was the seat of sub-administration (Kaimakamlik). What distinguished the inhabitants of the Sim Mine as well as all the Greeks of Pontus in general was the religious and music-loving spirit. They had a large and beautiful church (temple) with carved stones, decorated internally with beautiful icons, lamps and chandeliers honored in the name of the Holy Martyr George the Trophy-bearer. Half an hour away from the town in a southwest direction above the enchanting valley named Jat is the monastery of Panagia with a very nice church (catholic) and a guesthouse with many cells. There was a festival like Panagia Soumela every year on August 15, which was attended by many pilgrims from the surrounding towns and villages such as Amasya, Merzifouda, Kiumus, Hadjiköy, Tzorum and Yosgati. Apart from the church of Agios Georgios, there were also beautiful schools: a boys' school with nine classes and a girls' school with five classes. The schools had a common and unified management and were under the supervision of the Senate which was represented by a school board (committee).
The community's budget for the maintenance of schools and teachers' salaries amounted annually to three hundred to four hundred gold Turkish liras. This amount was guaranteed: 1st from church resources 2nd from extraordinary contributions during school holidays and ceremonies and above all during the feast of the Three Hierarchs (Basil the Great, Gregory the Theologian and John Chrysostom) which was of course a celebration of letters but under this cloak was hidden all the national pulse and national consciousness which was purely Greek 3rd from donations that were never missing 4th by the pupils' tuition fees, which were determined not by the class to which the pupils belonged but by the financial situation of their parents and guardians. Such solidarity existed among the diaspora in Turkey and such great projects were achieved by the Greeks with their mutual support in a spirit of Christian love. They had real self-government and arranged precisely their public life. The proclamation of the Turkish constitution in 1908, which was greeted with unfeigned respect by the enslaved peoples of Turkey and which was nothing but false before the eyes of Europeans to cover up the sinister plans of the Young Turks, followed by the Balkan Wars of 1912-1913, the First World War of 1914-1918, the Asia Minor campaign of 1919 with its subsequent destruction and with the many sufferings that gradually followed and led to the weakening and extermination of the Hellenism of Pontus. The remains of the community of the Sim Mine, upon their arrival in Greece as a result of the notorious exchange of populations, settled as other Akrites like many other Greek Pontians on the borders of Northern Greece and specifically in the villages of Vironia in Serres where their main volume exists, Ambeli and Lagoni in the region of Sidirokastro Serres but also in this Sidirokastron, in the villages of Metalla in Serres but also in the city of Serres and finally in the villages of Dafni (old Exova) and Oresteia in the region of Nigrita, Serres. There are others who settled in Athens and Thessaloniki where they were engaged in trade and industry. Others from Samsun arrived in Constantinople and from there to Lefkada in Greece. Then they were transferred to Harmanköy (Eleftheria of Thessaloniki) and from there to Otmali of Kilkis for a year. They also had their final settlement in Vironia, Serres.
Kioumous - Maten Sebastias – The Hellenism of Pontus Oustabasidis, Konstantinos and Georgiadou Olga Pontian Echo, Issue 11 Athens 1983 Among the first settlers from Argyroupolis (Kimisichanas) in the Sim Mine are mentioned the names of: Ioannis Yankaz or Ustabasis Avgitanton Avramanton Yumachaton Kaltsanton Karakasadon Pechlivanandon Yavuzanton Felekanton & Amanatanton All the above mentioned were miners (Matentsides) but the most important figure among them was Konstantinos Ioannidis or Yankaz who was a Chief Metallurgist with wide education who was highly regarded by the Turks. The main work of the miners was done in the underground galleries or galleries and their mouths were on the tops of the mountains and not on their slopes. From the silver soil (galenite) that they extracted after special processing, they extracted silver. The underground galleries (magarades) were constructed by the chief workers called kamateroi. In Kümus ̌ Maten alone there were about 60 magarades. The silver ore was collected in the gallery in piles, then loaded into sacks which were usually carried by young people out to the surface, these were called "cobblers". Then they loaded it on mules and transported it to large furnaces or "furnaces" in which the "digestion" took place. In the bakeries there were special metallurgists called "socks" who knew how to turn silver soil into silver. The ovens were burned with petrocharcoal and the mixture after melting was poured into pits to complete digestion. The transfer to smaller pits was done with iron ladles in order to thicken. The mixture was then transferred to new, smaller pits in order to be cooled and then to other furnaces to be followed by another process of separating the silver from other metal impurities. Each processing resulted in 4 to 6 or 8 to 10 okas of pure silver. The impurities consisted mainly of "murtesenk" and "rada". A small amount of black pencil was drawn from the murtesenk, while a larger amount was drawn from the rada. In addition to the owners and the Kaltsides, 1-2 government employees were present at the bakeries to prevent any attempts to smuggle silver. The silver produced was received in front of Kal-Agasis, the caretaker of the bakery, the policeman and the owner of the mine, Moudiris who, after sealing it, sent it to the hazini (treasury) in Constantinople. This, together with Madén Mazareti (Ministry of Mining), determined the price of silver, rada and murtesenk, which Ustabasis received from the treasury of his choice. The work of the mines of Kumush ̌ Maten ceased in 1897 due to the depreciation of the value of silver. They were repeated under the Young Turks in 1915 but after two years they were permanently discontinued. Mr. Konstantinos Oustabasidis mentions that Kumous' Maten numbered 1700 Greek families. It was a pure Greek village while about 400 Turkish families lived but not with the Greeks. The church of Agios Georgios was of Byzantine style with rich decoration. Its women's loft had three floors. In the first on the ground floor the old women prayed, in the second the middle-aged (from 35 to 55 years old) and in the third the younger ones (from 20 to 35 years old). Girls who were younger than 20 years old, or rather unmarried – writes Ioannis Papapetrou – were considered inappropriate to attend church !! These came after the dismissal of the liturgy to partake of the holy sacraments four times a year, Christmas, Easter, the Holy Apostles and the Fifteenth of August. There were also chapels such as Agios Georgios, Agios Pavlos, Profitis Ilias, Agios Charalambos and Agios Therapontas. The priests of the village were Father Charalambos Gavrielides, Pope Dimitris Apatsidis, Father Petros Papapetrou, Pope Elias Pechlivanidis and Pope Efstathios Anastasiades. The main mahalades of the village were those of Hadji Lazar, Ustabasibey, Tapani, Dantilandes, Moresa, Katzoglou etc. All the mahalades were irrigated by 15 communal fountains except for Oustabasidis' family who had his own fountain in his house. There were three grocery stores: Konstantinos Kosmidis who was hanged by the Turks in 1920, Efthymios Gavrielidis and Georgios Oustabasidis. The two cafes that existed belonged to Gabriel Gavrielidis and Stavros Moumtzides. The teachers who taught at the school (Boys' School and Girls' School) were more than 40 in number. Among them, the latter were: George Georgiadis (director), Andreas Gavrielides, Ioannis Papapetrou, Konstantinos Patsolidis And Avraam Polychronidis, who served in 1928 as MP for Serres. The number of students in the boys' school was around 700 while in the girls' school about 400 students. The main parharia were: Obaya The Albapunar Silikli Of the Tsetenians Iprich To Kartmedes and Gonjah or Wuchach In Parharia, the villagers used to prepare butter and paškitan (mizithra) and those who had them slaughtered a cow to prepare the crab, pastourma and soutzoukia of their year. Many inhabitants were engaged in the cultivation of hasha (opium poppy) and the opium trade (afion). With special tools, the "jizguts" that ended in needle-shaped ends, they carved the heads of the hash in the afternoon and in the morning with the sunrise they collected the dense emulsion that came out of the cracks with special knives in special funnels. This product was then sold to merchants from Amasya, Tokati, Merzifonta and Amiso. Kümus ̌ Maten had quite a large commercial traffic in which the Turks brought and sold their products. Apart from the above mentioned grocery stores, there was the fabric shop of Kosmidis, the bakery of Armenis Sirakian who was killed by the Turks, the convenience store of Kior-Gianne and the ouzo shop of Charmanidou which was located in her house and sold ouzo of her production. There was also a large hammam with 15 fountains shared by Greeks and Turks. There were even cars that carried out passenger transport. Olga Georgiadou's father had 5 pairs of horses and horses of two passengers and cars of 6 passengers with which he transported passengers from their village to Samsun, Sebastia and other places. The notables of Kiumous' were Konstantinos Oustabasidis (Ioannidis) who served as prefect, Elias Georgiadis as justice of the peace, Stavros Avramidis, Mastro-Lazaros, Gabriel Grammatikopoulos (Yazitzoglou), Michael Avgitidis, Charalambos Mavrofrydis and others. The folk instrumentalists who entertained the village were the two lyre players: Tislenon and Ti Gatour, while the four violinists: Hadji Lazaron, Hadji Neophyton, Lazaron, Sonas and Galanon. The national resistance of the inhabitants of Kumus' Maten was decided in early September 1914 at a meeting held in the office of the village metropolis where the following took part: Lazaros Kaltsidis – exarch Ioannis Papapetrou – teacher Andreas Gavrielides – teacher and Charalambos Hadji Savva Kolukisa (Kontovrachionidis). They formed a secret organization that recruited individuals who inspired great confidence in the holy cause. They manufactured gunpowder and cannons and the tests took place in the parhari of Silicles. Kümus ̌ Maten was raided 52 times by the Turks. The fugitive Greeks joined regular military groups and reacted vigorously. Among the notable chieftains (Tseté pasha) of Kumush Maten was Evangelos Constantinou – Ioannidis under the pseudonym Elvan and Charalambos Hadji Savva Kontovrachionidis under the pseudonym Hamdis. The total number of chieftains and guerrillas was around 100-150 and their action lasted until the notorious exchange of populations. Thanks to the vigorous action and resistance of the rebels, the inhabitants of Kumush and its surroundings managed to survive. Charalambos Hadji Savva Kontovrachionidis under the pseudonym Hamdis was born in 1885. At the age of 23 he began to be involved in the village's public affairs. At the age of 30 he was called up to join the labor battalions but refused, so he took the rifle as a deserter from 1914 to 1922. He fought many battles against a 60-member gang of the Turkish Musa Çaus. Moussa Tsaous managed to kill one of Kontovrachionidis' lads, Kleanthis Mr. Gavrielidis or Tsakalos who went to confer with him. He handed over his head to Pialtzini Salif, who rewarded him with 100 gold sovereigns, promising to give him another 200 if he brought him Kontovrachionides' head. When Kontovrachionidis was informed of everything, he surrounded the village of Salif aga, gathered the villagers and in front of them said to Salif: "I brought you my head, take it and give me the 200 pounds". However, he did not retaliate after the intervention of the villagers who offered him 200 gold sovereigns and thus stopped the evil. Apart from Captain Kontovrachionidis whose actions and deeds were praised by both Greeks and Turks, equal lads in the region of Kiumous' were Charalambos Hadjithodoros Eliades Lazaros Xanthopoulos Theodoros Xanthopoulos Fotios P. Terzopoulos Kleanthis K. Gavrielidis Efstathios Teligiannidis During the mobilization of 1914, many were sent to Amele Tambourou and exterminated, the men of the village from 14 to 60 years old were exiled, while the notables were taken to Amasya where they were hanged.
Pontian History & Folklore – Vasilios V. Polatidis – www.kotsari.com 

Pin It

Print

Add comment


Security code
Refresh

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ