Το χωριό Τσιλαχανά του Καρς. Του εκπαιδευτικού Γιάννη Κασκαμανίδη
Το χωριό Τσιλαχανά του Καρς - Αφιερώνεται στη μνήμη του δάσκαλου Γιάννη Καλαϊτζίδη (του εκπαιδευτικού κ. Γιάννη Κασκαμανίδης) - Τσιλαχανά 1893 – Τασκένδη 1963
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Το πλήρες όνομα του χωριού στο οποίο αναφέρεται η εργασία αυτή, όπως προέκυψε από τις συνεντεύξεις που έγιναν στα πλαίσια της εργασίας αυτής, είναι Τσιλαχανά. Στη βιβλιογραφία το χωριό αναγράφεται και με άλλα ονόματα, όπως Σιραχανά ή Τσισλαχανά.
2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ – ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ
Ήταν χωριό της επαρχίας Καγκισμάν και απείχε από το Καρς 45 χιλιόμετρα. Η περιοχή στην οποία ήταν χτισμένο το χωριό Τσιλαχανά είχε υψόμετρο χαμηλότερο απ’ ότι οι άλλες διοικήσεις του Κυβερνείου Καρς. Ο προσανατολισμός του χωριού ήταν ανατολικός και γι’ αυτό χαρακτήριζαν το χωριό ως ηλιακόν. Άλλωστε αυτή ήταν – και είναι – η τακτική όλων των οικιστών, που φρόντιζαν πάντα τα σπίτια τους να ‘βλέπουν’ προς την ανατολή, προκειμένου να εξασφαλίζουν περισσότερη ζέστη, λόγω των πολύ ψυχρών χειμώνων. Το χωριό βρισκόταν σε μια πεδινή έκταση περιτριγυρισμένο από τα βουνά Γαζίγοραν, Τρομπούτσιρα, Σαράζ. Το βουνό Τρομπούτσιρα ήταν όλο βράχια και πέτρες, ενώ από το Γαζίγοραν – όταν βέβαια το επέτρεπαν και οι καιρικές συνθήκες – φαινόταν το βιβλικό όρος Αραράτ. Η κορυφή του Αραράτ ήταν σκεπασμένη από χιόνια όλο το χρόνο. Έξω από την Τσιλαχανά περνούσε ο ποταμός Άραξος (Άραξ ή Άρας), που κατέληγε και χυνόταν στην Κασπία θάλασσα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η γη να είναι πολύ εύφορη. Τα πολλά και μεγάλα ψάρια του ποταμού τα έλεγαν αλάπαλουχ (πέστροφες) και οι Τούρκοι δεν τα έτρωγαν γιατί είχαν στο κεφάλι τους σταυρό. Το Αλάτ Νταγού (το βουνό του αλατιού) απείχε από τη Τσιλαχανά περίπου 30 χιλιόμετρα και δεν χρειαζόταν να διασχίσει κανείς το ποτάμι, προκειμένου να πάει στο βουνό αυτό, γιατί το χωριό και το βουνό βρισκόταν στην ίδια πλευρά του ποταμού. Γύρω από την Τσιλαχανά υπήρχαν τα εξής χωριά:
Α) Ελληνικά: Ορτάκιοϊ, Μολά Μουσταφά, Όλουχλη, Γιαλαγούζτσαμ, Απάν’ κι Αφκά Τσαπίκ, Αλήσοφη,
Β) Τουρκικά: Πασλί, Κένμερι, Τουρούτ, Τσαμασλί.
Στο Άνθεν Τσαπίκ λειτουργούσε διθέσιο εκκλησιαστικό ελληνικό σχολείο με διευθυντή τον ιερέα Κωνσταντίνο Μπαγανά. Το 1901 το σχολείο είχε 97 μαθητές (95 αγόρια και 2 κορίτσια) και δίδασκε ο Γιάννης Ιωαννίδης.
Στο Καγκισμάν (Γαβουσμάν ) πήγαιναν οι κάτοικοι του χωριού σε μια μέρα με τα κάρα, όχι μέσω του κεντρικού επαρχιακού δρόμου, αλλά ενός συντομότερου δρόμου που περνούσε από το τουρκικό χωριό Τσετέν.
3. ΚΛΙΜΑ
Η Τσιλαχανά βρισκόταν σε υψόμετρο χαμηλότερο από τις άλλες περιοχές του Καρς. Έτσι αν και το κλίμα ήταν ηπειρωτικό, δεν είχε τους βαρείς χειμώνες και τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες των άλλων περιοχών του Καρς. Ήταν ήπιο ηπειρωτικό και έμοιαζε με το κλίμα του χωριού στο οποίο εγκαταστάθηκαν όταν ήρθαν στην Ελλάδα, δηλαδή στις Κάτω Κλεινές Φλώρινας. Οι τέσσερις εποχές εναλλάσσονταν μεταξύ τους, είχαν χειμώνες με πολλά χιόνια, δροσερά καλοκαίρια, ενώ την άνοιξη και το φθινόπωρο έπεφταν πολλές βροχές. Ο νοτιάς (Γαπ – αέρ) σε αντίθεση με το βοριά ήταν ο αέρας που κατάφερνε να λιώνει τα χιόνια, και γι’ αυτό και οι κάτοικοι του χωριού τον ονόμαζαν «χιονοφάγο».
4. ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Διοικητικά το χωριό ανήκε στο Κυβερνείο Καρς (Κάρσκογιε Όμπλαστ) με έδρα την πόλη του Καρς, που από το 1878 ανήκε στη ρωσική επικράτεια, στη Διοίκηση Καγκισμάν με έδρα την πόλη Καγκισμάν και στην Υποδιοίκηση Καγκισμάν. Ανήκε επίσης και στο επαρχιακό γραφείο του ελληνικού χωριού Όλουχλη. Στο επαρχιακό γραφείο ανήκαν και τα παρακάτω χωριά: Μολά Μουσταφά σε απόσταση 23 χιλιομέτρων από το Καρς με 700 κατοίκους, το Καγκισμάν σε απόσταση 60 χιλιομέτρων με 250 κατοίκους, το Γαρά Κιλσά 18 χιλιόμετρα και 800 κατοίκους, το Γιαλαγούζ Τσαμ 35 χιλιόμετρα και 800 κατοίκους, Απάν’ κι Αφκά Τσαπίκ 33 χιλιόμετρα και 600 κατοίκους, Κετσηβάν 40 χιλιόμετρα και 400 κατοίκους, Ατκόζ 50 χιλιόμετρα και 400 κατοίκους, Όλουχλη 35 χιλιόμετρα και 600 κατοίκους, Ορτάκιοϊ 40 χιλιόμετρα και 500 κατοίκους και η Τσιλαχανά 45 χιλιόμετρα από το Καρς με 600 κατοίκους. Το κάθε χωριό εκπροσωπούνταν στο επαρχιακό γραφείο από το Γιούζμπαση (πρόεδρο), ο οποίος εκλεγόταν δια βοής στις συνελεύσεις (σχοτ) των κατοίκων του χωριού. Οι αρμοδιότητές του ήταν οι εξής: είσπραξη φόρων (μαχτάδων), εκτέλεση κοινωφελών έργων αλλά και αγγαρειών (πεκιάρια), πληρωμή του ελληνοδασκάλου καθώς και η επίλυση μικροδιαφορών μεταξύ των κατοίκων. Σπάνια οι διαφορές αυτές έφταναν στα δικαστήρια του Καρς, αφού οι κάτοικοι φρόντιζαν να τις επιλύουν μεταξύ τους κάνοντας αμοιβαίους συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. Μετά το 1910 πρόεδρος του επαρχιακού κοινοτικού γραφείου ήταν ο Σπ. Λεβεντίδης του Ιωάννη και γραμματέας ο Αναστάσιος Ευθυμιάδης.
5. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Μετά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1876-77, τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και το Συνέδριο του Βερολίνου το 1878, η περιοχή του Καρς αποσπάται από την οθωμανική επικράτεια και προσαρτάται στην αντίστοιχη ρωσική. Σ’ αυτή την περιοχή θα μεταναστεύσουν και θα εγκατασταθούν χιλιάδες Έλληνες του Πόντου, ιδιαίτερα από την περιοχή Χαλδίας, κατοικώντας σε 75 αμιγή ελληνικά χωριά. Τα χωριά αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα, τα περισσότερα με τα ίδια ονόματα που είχαν και τότε, ανήκουν όμως, από το 1920 στην τουρκική επικράτεια. Δύο είναι οι κυριότεροι λόγοι που οδήγησαν του Έλληνες να εγκαταλείψουν τις εστίες τους στον Πόντο και να εγκατασταθούν στο Κυβερνείο του Καρς:
1. Εμπιστεύονταν τους Ρώσους επειδή ήταν ομόθρησκοι,
2. Υπάρχαν άφθονα εδάφη για καλλιέργεια και βοσκές κοπαδιών, αφού τα είχαν ήδη εγκαταλείψει οι μουσουλμάνοι που κινήθηκαν προς τα οθωμανικά εδάφη.
Στην Τσιλαχανά θα εγκατασταθούν Έλληνες προερχόμενοι από την περιοχή της Τραπεζούντας και της Αργυρούπολης. Οι Ρωμανιδαίοι πριν την εγκατάστασή τους στα εδάφη του Καρς, ονομάζονταν Παπαδαντέτ’ γιατί προέρχονταν από το χωριό Παπαδάντων της Αργυρούπολης. Άλλες οικογένειες που θα εποικίσουν την Τσιλαχανά είναι οι Σιδηροπουλαίοι, οι Σιμηχανιδαίοι, οι Χαραλαμπιδαίοι και οι Τηλκεριδαίοι από το χωριό Σίχτορμι. Στη διάρκεια της εγκατάστασής του οι κάτοικοι δεν είχαν καμία αρωγή από το ρωσικό κράτος, έφτιαξαν τα σπίτια τους μόνοι, κουβαλώντας πέτρες και κορμούς δέντρων από τα κοντινά δάση.
6. ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ο αριθμός των οικογενειών της Τσιλαχανάς, σύμφωνα με την μαρτυρία του Ρωμανίδη Ρωμανού ήταν 35. Κατά το έτος 1913 ο αριθμός των οικογενειών ανερχόταν στις 27, ενώ οι κάτοικοι ήταν 224. Το σύνολο των ανδρών ήταν 120 και των γυναικών 104. Πάντως με προγενέστερα στοιχεία (1907) ο αριθμός των οικογενειών και κατοίκων ήταν μικρότερος. Υπήρχαν 22 οικογένειες, με 104 άνδρες και 115 γυναίκες, σύνολο 219 κάτοικοι. Τέλος το 1918 – λίγο πριν φύγουν – ο αριθμός των κατοίκων αυξάνεται και φτάνει τους 300.
7. ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ – ΕΞΩΚΛΗΣΙΑ
Οι Τσιλαχανέτ’ ήταν όλοι Έλληνες Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Η εκκλησία της Αναλήψεως ήταν χτισμένη στο ψηλότερο σημείο του χωριού και ανήκε στην Μητρόπολη της Τιφλίδας. Τα τελευταία χρόνια ιερέας του χωριού ήταν ο Ρωμανίδης (θείος του Ρωμανού Ρωμανίδη) κι ένας ακόμη ιερέας, ο Ισαάκ Αρχοντίδης (παπα - Ισάκ’ς), που ερχόταν από το διπλανό χωριό Ορτάκιοϊ. Στην μια πλευρά του βουνού, στο δρόμο για το Τουρούτ, υπήρχε ένας σταυρός που θεωρούνταν ιερός και οι κάτοικοι πήγαιναν και τον προσκυνούσαν. Αυτό προκάλεσε την οργή των Τούρκων που αγανακτισμένοι προσπάθησαν ζεύοντας δυο βόδια να τον βγάλουν, χωρίς τελικά να τα καταφέρουν. Στην άλλη πλευρά του βουνού υπήρχε μια εικόνα της Παναγίας ζωγραφισμένη πάνω στα βράχια.
8. ΣΧΟΛΕΙΟ
Τα σχολεία του Κυβερνείου Καρς ανήκαν σε δυο κατηγορίες:
1. Τα κυβερνητικά, υπό την εποπτεία του ρωσικού υπουργείου παιδείας.
2. Τα εκκλησιαστικά, υπό την εποπτεία της Ιεράς Συνόδου της Τιφλίδας.
Το δημοτικό σχολείο του χωριού ανήκε στα εκκλησιαστικά σχολεία. Διευθυντής τα τελευταία χρόνια ήταν ο ιερέας Ισαάκ Αρχοντίδης και δάσκαλος Αλέξανδρος Ευθυμιάδης. Το μονοτάξιο σχολείο βρισκόταν σε απόσταση 150 περίπου μέτρων από την εκκλησία, που ήταν χτισμένη στο ψηλότερο σημείο του χωριού, ενώ το σχολείο βρισκόταν χαμηλότερα απ’ αυτήν. Αρχικά, γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα οι ρωσικές αρχές απαγόρευαν τη χρήση της ελληνικής γλώσσας στο σχολείο. Μετά τη παρέμβαση της βασίλισσας Όλγας, κόρης του Κωνσταντίνου μεγάλου δούκα της Ρωσίας, οι Έλληνες ήταν ελεύθεροι να χρησιμοποιούν τη μητρική τους γλώσσα, την ποντιακή διάλεκτο. Στην Τσιλαχανά ο αριθμός των μαθητών ήταν περίπου 40, και προσέρχονταν για μάθημα καθημερινά μέχρι και το τέλος Μαρτίου, οπότε σταματούσαν για να βοηθήσουν τους γονείς τους στα χωράφια. Μάθαιναν ελληνικά και ρωσικά. Βιβλία είχε μόνον ο δάσκαλος, που μαζί με τον πίνακα και τις κιμωλίες αποτελούσαν τα εποπτικά του μέσα. Οι μαθητές κουβαλούσαν μαζί τους μια πλάκα που ήταν το αλφαβητάρι τους και ένα κουσ̆κούρ (κομμάτι ξερής κοπριάς σε μέγεθος πλιθιού) για να καίνε στη σόμπα. Κατά τα τελευταία χρόνια (μέχρι το 1918 οπότε και έφυγαν από το χωριό) δάσκαλος ήταν ο Γιάννης Καλαϊτζίδης με τη γυναίκα του Νίνα και κάποιος (ας ση Γαϊσκουράντας) από το κοντινό χωριό Τσαπίκ. Ο Γιάννης Καλαϊτζίδης γεννημένος στην Τσιλαχανά του Καρς το 1893 από φτωχή αγροτική οικογένεια, αφού τελείωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού, εγκαταστάθηκε για σπουδές στην πόλη Κουταΐδα της Γεωργίας. Εκεί λειτουργούσε το ρωσικό σεμινάριο δασκάλων, σχολή αντίστοιχη με τα ελληνικά διδασκαλεία της εποχής. Για τις υψηλές του επιδόσεις στο σεμινάριο η ρωσική κυβέρνηση του απονέμει υποτροφία. Με την ολοκλήρωση των σπουδών του επιστρέφει στο χωριό του, όπου και διδάσκει για τέσσερα χρόνια έως το 1918. Τη χρονιά αυτή η περιφέρεια του Καρς δοκιμάζεται από τις συνέπειες των ρωσοτουρκικών συγκρούσεων και την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Ο Γιάννης Καλαϊτζίδης αναγκάζεται, όπως και όλο το ελληνικό στοιχείο του Κυβερνείου, να φύγει πρόσφυγας προς τη Γεωργία και τελικά να μεταναστεύσει στην Ελλάδα. Το 1925 ο Καλαϊτζίδης εγκαθίσταται στο χωριό Κάτω Κλεινές της Φλώρινας, όπου και διορίζεται δάσκαλος. Με προσωπικές του ενέργειες αλλά και ατομική χειρωνακτική εργασία αποπερατώνεται η ανοικοδόμηση του σχολικού κτιρίου μέσα σε ένα χρόνο. Αργότερα (1928 – 1929) διδάσκει στο Πρότυπο Δημοτικό Σχολείο του Διδασκαλείου Φλώρινας, όπου με τον υποδιευθυντή Θεόδωρο Κάστανο (πρωτεργάτης του εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης, με παιδαγωγικές σπουδές στη Γερμανία), εφαρμόζουν τις αρχές του Σχολείου Εργασίας. Έρχεται έτσι σε αντίθεση με τη συντηρητική παράταξη της Φλώρινας και απολύεται το 1931 με την κατηγορία ότι είναι κομμουνιστής. Επαναπροσλαμβάνεται και μετά από δυσμενείς μεταθέσεις, αντιστασιακή δράση, φυλακίσεις, εξορία, ζητάει και τελικά πηγαίνει στην Τασκένδη της Σοβιετικής Ένωσης, εκεί όπου βρίσκεται η οικογένειά του. Πέθανε ακριβώς πέντε ημέρες μετά την άφιξή του εκεί.
9. ΚΤΙΣΜΑΤΑ – ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ
Στην Τσιλαχανά υπήρχαν δυο μαχαλάδες. Πλατεία το χωριό δεν είχε, είχε όμως ένα κεντρικό σημείο φάρδους περίπου 40 μέτρων όπου μαζεύονταν τα ζώα του χωριού για να μεταβούν στις βοσκές. Οι δρόμοι του ήταν χωμάτινοι και είχαν φάρδος 4 περίπου μέτρα. Τα σπίτια απλά και φτιαγμένα για να εξυπηρετούν τις ασχολίες των κατοίκων (γεωργοί κατά κύριο λόγο και κτηνοτρόφοι), αλλά και να τους προστατεύουν τόσο από τις καιρικές συνθήκες, όσο και από τους επίδοξους ληστές. Η διαδικασία για το χτίσιμο του σπιτιού ξεκινούσε, όπως και σήμερα, με σκάψιμο της γης για τα θεμέλια. Σ’ αυτά τοποθετούσαν ένα μπουκάλι με αγιασμό. Τις πέτρες με τις οποίες έφτιαχναν τα σπίτια τους, τις κουβαλούσαν στις πλάτες και χρησιμοποιούσαν χαρμάνι αποτελούμενο από χώμα και ασβέστη. Τα παράθυρα ήταν λίγα και μικρά για να μην μπαίνουν κλέφτες, ενώ υπήρχε κι ένας φεγγίτης (ρδανίν) στη σκεπή. Οι στέγες, που ονομαζόταν ρδανία (από το όνομα του φεγγίτη), φτιάχνονταν από κορμούς δέντρων, τους οποίους επικάλυπταν με λάσπη και από πάνω έριχναν χώμα. Έπειτα έβαζαν τα ζώα να το πατάνε. Χρησιμοποιούσαν δηλαδή το χώμα για μόνωση. Ο καθαρισμός της στέγης, κατά τους χειμερινούς μήνες, από τα χιόνια γινόταν με ξύλινα φτυάρια. Νερό κουβαλούσαν από ένα πηγάδι που υπήρχε στο χωριό. Στο κυρίως κτίσμα του σπιτιού περιλαμβάνονταν και ο στάβλος. Η εξώπορτα του σπιτιού ήταν κοινή για ανθρώπους και ζώα, ενώ ο διάδρομος (αγιάτ) οδηγούσε στα δωμάτια (οτάδας). Το δωμάτιο όπου μαζεύονταν τα βράδια για νυχτέρι (παρακάθ’) λεγόταν μισαφίρ’ οτασί και θερμαινόταν με τη σόμπα (πέσκον). Εκεί μαζεύονταν το χειμώνα ενώ το καλοκαίρι χρησιμοποιούσαν περισσότερο το αγιάτ’. Μερικά σπίτια διέθεταν κλίβανο (κλιβιάν) στον οποίο έψηναν τα λαβάσα και τα έβγαζαν με το τσαγκάλ’. Αποσκευή ή κελάρ’ έλεγαν την αποθήκη. «Αυτή είναι η πόρτα. Δεξιά είχαμε τους στάβλους, στην άκρη. Από ’κει μπαίνανε κι από το διάδρομο βγαίναν έξω [τα ζώα]. Περνούσαν την οτά, την αποθήκη. Τρία στάβλους είχαμε. Δυο στάβλους είχαμε μεγάλα ζώα και ένα στάβλο τα πρόβατα. Όλα από ’κει θα βγαίνανε [η κεντρική πόρτα ήτανε για ανθρώπους και ζώα]. Πόρτες δεν ανοίγαμε πολλά, γιατί οι Τούρκοι μας λήστευαν. Μια βραδιά χάλασαν τον τοίχο του στάβλου για νά ’βγαζαν τα ζώα. Αυτουνού του Αλέξανδρου ο πατέρας, ακούει αυτά τα σκυλιά που γαβγίζανε έξω, τι πράγμα είναι; Ξύπνησε, κοιτάζει, ούι την πίστης! Τελειώνουν θα βγάλουν τα ζώα. Πήρε το ραβδί και τους κυνήγησε. Ήταν άντρας εκείνος, δέκα άντρες δεν τους λογάριαζε.» Τα αγόρια μετά το γάμο τους έμεναν με τους γονείς τους. Για τα νιόπαντρα ζευγάρια έφτιαχναν ειδικό πατάρι ψηλά μέσα στο στάβλο και έβαζαν κρεβάτι (καραβάτ’) για να κοιμούνται. Αλλιώς η τεκνοποίηση των ζευγαριών θα ήταν αδύνατη αν κοιμόνταν μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια σε κοινό κοιτώνα. Αχυρώνες δεν είχαν και μάζευαν τα χόρτα στην αυλή σε θημωνιές (τεάδας). «Ένα χρόνο μας τά ’καψαν οι Τούρκοι. Ένας Τούρκος, Χαβάτς τον λέγανε, άλλος Σουρλής από το Τουρούτ (τουρκικό χωριό). Ήρθε το καλοκαίρι, δεν έχουμε να ταΐσουμε τα ζα, θα οργώσουμε, τι θα κάνουμε; Από ’δω και από ’κει τ’ αφήσαμε.» Για τις κότες δεν υπήρχε κοτέτσι. Κοιμόντουσαν καθισμένες πάνω σε ξύλινα ραβδιά (τη κοσάρας το τασ) που ήταν κρεμασμένα από το ρδανίν (χωματοσκεπή) του στάβλου. Στο κέντρο της οροφής τους στάβλου υπήρχε ένας φεγγίτης μέσω του οποίου οι κότες, πετώντας έβγαιναν έξω.
10. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ – ΑΣΧΟΛΙΕΣ
Οι κάτοικοι του χωριού στην πλειοψηφία τους ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Όπως είπαμε παραπάνω, ο ποταμός Άραξος περνούσε έξω από το χωριό. Το νερό εκμεταλλεύονταν οι Τσιλαχανέτ’ στους μύλους. Οι μύλοι αυτοί ήταν ιδιοκτησία ενός Μαλακάνου. Αργότερα τους διεκδίκησε ένας Τούρκος και δικαιώθηκε από το δικαστήριο, μετά από πέντε χρόνια δικαστικών αγώνων. Τρεις ήταν οι νερόμυλοι (χαμαιλέτε) στο χωριό και οι δυο απ’ αυτούς έφτιαχναν αλεύρι. Ο τρίτος αποτελούμενος από μια μόνο πέτρα χρησίμευε για να φτιάχνουν το πλιγούρι. Κάθε οικογένεια είχε αρκετά ζώα, αγελάδες, βόδια, πρόβατα. Η οικογένεια του Ρωμανού Ρωμανίδη είχε περίπου 20 μεγάλα ζώα. Η φορολογία ήταν ανάλογη με τα άτομα κάθε οικογένειας και όχι ανάλογη με τον αριθμό των ζώων που είχε η κάθε οικογένεια ή τα στρέμματα χωραφιών που καλλιεργούσε. Έτσι κάθε άτομο ήταν υποχρεωμένο να πληρώνει φόρο ένα ρούβλι το χρόνο. Για τη βοσκή των ζώων εκτός από τα λιβάδια που βρίσκονταν μπροστά στο χωριό, νοίκιαζαν γη από ένα κουρδικό χωριό, το Παστάμ. Οι κάτοικοι το καλοκαίρι για να θερίσουν τα χόρτα από τα λιβάδια, αλλά και για τις άλλες αγροτικές δουλειές τους, προσλάμβαναν βοηθούς (παραγιάδες). Οι βοηθοί αυτοί ήταν αλλόφυλοι, Τούρκοι, Κούρδοι και οι σχέσεις τους με τους Έλληνες ήταν καλές γιατί και αυτοί πήγαιναν και βοηθούσαν στα δικά τους χωράφια.
Τα πρόβατα που εξέτρεφαν ήταν μεγαλόσωμα με μεγάλες και φαρδιές ουρές (γουϊρούχα), όλο λίπος, που ζύγιζαν 10 – 15 οκάδες. Όταν έσφαζαν τα πρόβατα το λίπος της ουράς το τοποθετούσαν σε πιθάρια (κοβλάκια). Με το πυκνό μαλλί τους έφτιαχναν το στρώμα (τεσάκ), το πάπλωμα (γεργάν), το μαξιλάρι (μαξιλάρ’). Το γάλα που μάζευαν από τα πρόβατα και τις αγελάδες, μια φορά την εβδομάδα το έκαναν βούτυρο. Το βούτυρο αλλά και το ηλιέλαιο (κιντσίτ γιαγούν) το χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική τους, ενώ το ελαιόλαδο που αγόραζαν το χρησιμοποιούσαν για την καντήλα του σπιτιού. Όταν ήθελαν να κάνουν τυρί, δανείζονταν γάλα από τους γείτονες και το έφτιαχναν στις αποθήκες μέσα σε σκάφες, αφού τις καθάριζαν πολύ καλά με μεγάλες σκούπες αποτελούμενες από βέργες. Εάν ήθελαν να κάνουν ελαφρύ τυρί αφαιρούσαν το ανθόγαλα. Τα χωράφια τους τα έσπερναν με σιτάρι, κριθάρι, βρίζα. Η σπορά διαρκούσε μέχρι την άνοιξη (Κωνσταντίνου και Ελένης). Όσα χωράφια είχαν χορτάρι τα όργωναν, αφού τα θέριζαν, προς το τέλος Ιουλίου. Το όργωμα γινόταν σταυρωτά για να είναι περισσότερο αποτελεσματικό και με ξύλινα αλέτρια. Μάλιστα όργωναν τα μισά χωράφια τη μια χρονιά για να τα σπείρουν την επόμενη και έσπερναν τα άλλα μισά που είχαν οργωθεί την προηγούμενη χρονιά. Εφάρμοζαν δηλαδή για τα μισά χωράφια την αγρανάπαυση. Όργωναν το ίδιο χωράφι δυο φορές κι μια ακόμη την επόμενη χρονιά, λίγο πριν το σπείρουν, για να μη σαπίσουν τα σπαρτά λόγω των πολλών χιονιών. Η Τσιλαχανά φημίζονταν για τα άφθονα και εξαιρετικής ποιότητας οπωροκηπευτικά της, λόγω του ποταμού Άραξου του οποίου το νερό χρησιμοποιούσαν για να αυξήσουν την παραγωγή. Τα φυτώριά τους αποτελούμενα από μηλιές και βερικοκιές, δεν είχαν πάντα ικανοποιητική παραγωγή γιατί τις περισσότερες φορές σάπιζαν επειδή δεν τα ράντιζαν και άλλες φορές από τις άσχημες καιρικές συνθήκες (χαλάζι). Τα βερίκοκα τα άπλωναν στον ήλιο πάνω στη χωματοσκεπή για να ξεραθούν (τσίρια) και μ’ αυτά έφτιαχναν κομπόστα (χοσάφ). Στο χωριό υπήρχε μόνο ένα εμπορικό μαγαζί, αυτό του Χαράλαμπου Χαραλαμπίδη, που πέθανε στο Βλαντικαυκάς, από το οποίο αγόραζαν σαπούνι, πετρέλαιο, ζάχαρη, στραγάλια, σπόρια (σίμισκας). Χάνια στο χωριό δεν υπήρχαν και το κοντινότερο απείχε δύο χιλιόμετρα. Η μελισσοκομική ήταν ελάχιστα ανεπτυγμένη επί Τουρκοκρατίας, όμως, αναπτύχθηκε αρκετά μετά την ρωσική κυριαρχία στην περιοχή. Στο χωριό τα μελίσσια που υπήρχαν, ανήκαν σ’ έναν Μαλακάνο γεωπόνο που είχε έρθει από την Τιφλίδα. «Τα μελίσσια που είχε δεξιά και αριστερά του αυλακιού έμπαιναν στα γένια του.» Οι Μαλακάνοι έκαναν αγώγια. Πήγαιναν στο αλατωρυχείο (Αλάτ Νταγού) και γύριζαν στα χωριά για να πουλήσουν αλάτι. Οι κτηνοτρόφοι έβαζαν στα παχνιά των ζώων κομμάτια αλατιού για να μην αδυνατίζουν τα ζώα το χειμώνα. Οι περισσότεροι εργάτες του αλατωρυχείου ήταν Αρμένιοι. Μαλακάνικα χωριά κοντά στην Τσιλαχανά δεν υπήρχαν. Αυτά ήταν κοντά στο Καρς, όπως το χωριό Τικμιάδες και το Τσακμάκ.
11. ΠΑΡΧΑΡΙΑ (ΓΙΑΪΛΑΔΕΣ)
«Στη γιαϊλάν (παρχάρ’) πήγαμε μόνο δυο χρονιές. Τη μια χρονιά πήγαμε στη γιαϊλάν που ήταν κοντά στο Αλάτ Νταγού και σ’ ένα χωριό Παστάμ. Η γιαϊλάν ανήκε στους κατοίκους του χωριού αυτού και το νοίκιαζαν για να έχουν δικαίωμα βοσκής. Την άλλη χρονιά πήγαν σε άλλη γιαϊλά στην τοποθεσία Κιμίστεπε κοντά στο ελληνικό χωριό Τσαπίκ.». Στη γιαϊλά ανέβαιναν οι κτηνοτρόφοι από το Μάιο ως τις 15 Σεπτεμβρίου περίπου. Τα βόδια τα έζευαν, δεν τα ανέβαζαν στη γιαϊλά, γιατί έπρεπε κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού να γίνουν οι γεωργικές εργασίες. Στη γιαϊλά έπαιρναν τις αγελάδες, τα πρόβατα και τα στείρα ζώα. Εκεί υπήρχαν πέτρινες καλύβες ημιυπόγειες σκεπασμένες με ένα μίγμα λάσπης και χόρτων (τσιμ). Οι καλύβες εξασφάλιζαν την απαραίτητη δροσιά για τη διατήρηση των γαλακτοκομικών προϊόντων που παρήγαγαν. «Εκόλιζαν το γάλαν, εποίναν ξύγαλαν, δουρβάνιζαν και εβγάλναν το βούτορον. Με τ’ ατό εγόμωναν τα κοβλάκια για τον χειμωγκόν.»
12. ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ – ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΕΙΣ
Στην Τσιλαχανά δεν υπήρχε κανένα καφενείο. Ο μόνος χώρος για να συγκεντρώνονται και να ανταλλάσσουν κουβέντες ήταν τα σπίτια τους. Στο δωμάτιο του σπιτιού (μισαφίρ’ οτασί) που είχε σόμπα υποδέχονταν τους επισκέπτες. Στα σπίτια μαζεύονταν πολλές οικογένειες, αφού τελείωναν με τις δουλειές τους, και κάθονταν ως αργά το βράδυ και «εποίναν παρακάθ’». Ευκαιρία για διασκέδαση αποτελούσαν οι γάμοι που γίνονταν στα σπίτια αλλά και το πανηγύρι του χωριού, την ημέρα της Αναλήψεως. Η λύρα συνόδευε τους χορούς και τα τραγούδια τους. Στο πανηγύρι της Παναγίας της Λάλογλης τον Δεκαπενταύγουστο πήγαιναν οι Τσιλαχανέτ’ από την προηγούμενη ημέρα, όπως και όλοι οι Έλληνες του Κυβερνείου αλλά και άλλων περιοχών του Αντικαυκάσου. Η Παναγία τη Λάλογλης ήταν για το νότιο Καύκασο ότι και η Παναγία Σουμελά για τον Πόντο. Μετά τον ξεριζωμό έφεραν την εικόνα της Παναγίας στην Ελλάδα, στο χωριό Μεσονήσι της Φλώρινας.
13. ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
Στα νυχτέρια η νύφη ήταν υποχρεωμένη να στέκεται όρθια πίσω από την πόρτα και να μην μπαίνει στο δωμάτιο που υποδέχονταν τους ξένους. Έπρεπε να πλένει κάθε βράδυ τα πόδια του πεθερού της αλλά και των επισκεπτών. Για να δείξει σεβασμό στα πεθερικά της αλλά και στους μεγαλύτερους κουνιάδους της δεν τους μιλούσε (εκράτ’νεν μασ̆). Η σιωπή αυτή, το μασ̆ , μπορούσε να κρατήσει μέχρι και πέντε χρόνια. Όσο μεγαλύτερη ήταν η διάρκεια, τόσο μεγαλύτερος και ο σεβασμός που έδειχνε στο σόι του άντρα της. Η νύφη εξάλλου στη διάρκεια του φαγητού έπρεπε να κάθεται όρθια και να περιμένει να φάνε όλοι. Όταν τελείωναν και περίσσευε φαγητό, καθόταν να φάει. Τον πατέρα φώναζαν τετέ και πασά, την μητέρα μάνα, τον παππού πάππο, τη γιαγιά καλομάνα, το θείο θείο και τετέ ή ταή (και από την πλευρά του πατέρα και από την πλευρά της μητέρας). Θεωρούνταν ντροπή να αγκαλιάζουν οι γονείς τα παιδιά τους μπροστά στον παππού των παιδιών. Όταν γινόταν κάτι τέτοιο, οι γονείς εισέπρατταν το ειρωνικό σχόλιο: «Αρ, εξέρουμε ντο έν’ τ’ εσόν το παιδίν. Άλλο ντο φιλείς ατό εμπροστά ’μουν;» Είναι χαρακτηριστικό ότι τις παραπάνω συνήθειες εξακολούθησαν να διατηρούν και μετά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα.
14. ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΑΡΜΕΝΙΩΝ
«Γύρω στο 1915 όταν ήμουν 9 χρονών πήγαινα τα βόδια για βοσκή. Πίσω από το σχολείο υπήρχε κόσμος στοιβαγμένοι και επειδή ήταν μεσημέρι νόμιζα ότι κοιμούνται. Τα βόδια πηδούσαν από πάνω τους. Οι Αρμένιοι είχαν σφάξει 1000 Τουρκμένους και σκότωσαν κι ένα αγόρι μικρό τρία χρονών θα ήταν . Εγώ φοβήθηκα και μου είπαν μη φοβάσαι εσύ, δε σε σκοτώνουμε. Τα πτώματα τα παράχωσαν σε μικρές λίμνες (τσόλια) σαν βάλτους.»
15. Η ΠΟΡΕΙΑ: ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
Στο Καρς και στη γύρω περιοχή, συγκεντρώθηκαν την άνοιξη του 1918 (ύστερα από την συνθήκη του Μπρεστ – Λιτόφσκ) και έως το φθινόπωρο του 1919 οι Έλληνες των εξής περιοχών :
Α) Μερικά χωριά της Υποδιοίκησης Χοροσάν, δηλαδή το Καράουργκαν, το Αμπουλβάρτ, το Γενίκιοϊ, το Κιόρογλου, το Σουρμπασάν και οι μισοί σχεδόν κάτοικοι του Μετζικέρτ. Ένα μέρος απ’ αυτούς δε σταμάτησε στο Καρς, αλλά συνέχισε την πορεία του προς τα ενδότερα της Ρωσίας και εγκαταστάθηκε προσωρινά στα νότια της Ρωσίας, κυρίως στην περιοχή του Κουμπάν. Η μετακίνησή τους έγινε τον Απρίλιο του 1918 και στους κατοπινούς μήνες του ίδιου χρόνου.
Β) Τα χωριά της Υποδιοίκησης Καγκισμάν (Γιαλανγούζ Τσαμ, Κετσιβάν, Όλουχλη, Ορτάκιοϊ, Τσιλαχανά, Άνω και Κάτω Τσαπίκ) που είχαν συγκεντρωθεί στις 25 Μαρτίου 1918 στο Καράκλησε, κατέφυγαν προς το Καρς. Μετά τη σύγκρουσή τους όμως με τους Αρμένιους ένα μέρος απ’ αυτούς επέστρεψε στις εστίες τους, ενώ το μεγαλύτερο μέρος συνέχισε το αρχικό δρομολόγιο δηλαδή την πορεία προς το Καρς. Οι κάτοικοι της Τσιλαχανά στα τέλη Φεβρουαρίου 1918 και φτάνουν μέσω Γιαλανγούζ Τσαμ στο ελληνικό χωριό Αλήσοφη. Εκεί θα μείνουν ένα μήνα περίπου. Από το Αλήσοφι πηγαίνουν στο χωριό Καράκλησε, όπου συναντιούνται με τους άλλους Έλληνες των άλλων χωριών του Καγκισμάν και αρχίζει η κοινή πορεία προς το Καρς. Το μεγαλύτερο κύμα φυγής πραγματοποιείται στις αρχές του 1918. Έχει προηγηθεί η Οκτωβριανή Επανάσταση τον Οκτώβρη του 1917 και τα ρωσικά στρατεύματα αποχωρούν. Με τη συνθήκη του Μπρεστι – Λιτόφσκ (Μάρτιος 1918) το Κυβερνείο του Καρς επιδικάζεται στην Τουρκία. Χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής μέχρι την συνθήκη της Λοζάννης το 1923, οπότε και ολοκληρώνεται η ‘Έξοδος’ των ελληνικών πληθυσμών είναι η ένταση μεταξύ των εθνοτήτων. Τελικά, το Μάιο του 1919 με τη μεσολάβηση της Αγγλίας, το Κυβερνείο του Καρς παραχωρείται στη Δημοκρατία της Αρμενίας, εκτός από εφτά χωριά της περιοχής του Αρταχάν που παραχωρήθηκαν στη Γεωργία. Παράλληλα στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ, με δεξί του χέρι τον Τοπάλ Οσμάν και με το πρόσχημα της προστασίας των Ελλήνων του Πόντου από επιθέσεις Τούρκων άτακτων στρατιωτών, αρχίζει τη δεύτερη και οδυνηρότερη φάση της Γενοκτονίας. Μια άλλη περίπτωση έντασης μεταξύ των εθνοτήτων αποτελεί και η σύγκρουση ανάμεσα στους Έλληνες και τους Αρμένιους στο χωριό Καράκλησε (Γαράκλησε). Οι Έλληνες των χωριών Γιαλανγούζ Τσαμ, Κετσιβάν, Όλουχλη, Ορτάκιοϊ, Τσιλαχανά και Απάν’ κι Αφκά Τσαπίκ, συγκεντρώνονται στο Καράκλησε στις αρχές Μαρτίου του 1918, προκειμένου να συζητήσουν την τραγική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί και να αποφασίσουν για την Έξοδό τους από το Κυβερνείο. Εντωμεταξύ οι Ρώσοι υποχωρούν από τα εδάφη του Κυβερνείου και τα καταλαμβάνουν οι επερχόμενοι Τούρκοι. Φοβούμενοι οι Έλληνες των παραπάνω χωριών, όπως και αυτοί του Καράκλησε, αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το Καράκλησε. Ορίζουν ως ημερομηνία αναχώρησης την 25η Μαρτίου 1918. Τη δύσκολη θέση, στην οποία επρόκειτο να βρεθούν οι Έλληνες γνώριζε ο Καλλίνικος Γαβριηλίδης (Κόλιας) που ήταν ταγματάρχης του τσαρικού στρατού. Γεννημένος στο Αφκά Τσαπίκ, είχε σπουδάσει νομικά στη Μόσχα. Στην επιστράτευση του 1914, επιστρατεύτηκε και τοποθετήθηκε στο Καρς. Αρχικά οι συγχωριανοί του δεν άκουσαν τις συμβουλές του να μετακινηθούν στα ενδότερα της Ρωσίας, αλλά όταν τα πράγματα αγρίεψαν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Καράκλησε. Σ’ όλη τη διαδρομή ο Γαβριηλίδης έφιππος έλεγχε την ατέλειωτη φάλαγγα των προσφύγων από την αρχή μέχρι το τέλος, από το Καρς ως την Τιφλίδα. Όσοι επέζησαν από τις κακουχίες, μιλούν με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτόν. Όπως προαναφέρθηκε, στις 25 Μαρτίου του 1918 συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του Καράκλησε, οι κάτοικοι των επτά χωριών, μαζί με τους κατοίκους του Καράκλησε, εκτός από τους Όλουχληδες και Μολαμουσταφαλήδες που έφυγαν χωρίς να περιμένουν. Αφού εκκλησιάστηκαν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του χωριού Καράκλησε, ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν. Μάλιστα σαν καλοί χριστιανοί μετάλαβαν και ζήτησαν τη βοήθεια του Θεού. Πριν ξεκινήσουν, στην πλατεία έφτασαν δώδεκα Αρμένιοι ιππείς μαζί με τον ίλαρχό τους, οι οποίοι ζήτησαν από τους Έλληνες να τους παραχωρήσουν σαράντα άλογα. Η άρνηση των Ελλήνων να δώσουν άλογα, αφού για τους ίδιους ήταν η σανίδα σωτηρίας στο μακρύ ταξίδι της φυγής, προκάλεσε τον εκνευρισμό του αξιωματικού των Αρμενίων και άρχισε τις βρισιές και τις απειλές: «Αρπαλάρ πιτστίκ πογτά καλτί» (θερίσαμε τα κριθάρια έμειναν τα σιτάρια). Με κριθάρια παρομοίαζε τους Τούρκους, των οποίων η σφαγή είχε προηγηθεί, ενώ τα σιτάρια ήταν οι Ρωμιοί. Ο πρόεδρος της κοινότητας Καράκλησε, Ευστάθιος Κακουλίδης, έκανε νεύμα στους Έλληνες να μην αντιμιλήσουν. Ο ίλαρχος νόμισε ότι έδινε σύνθημα επίθεσης εναντίον του και τον σκότωσε με μια σφαίρα στο μέτωπο. Ακολούθησε συμπλοκή και οι Έλληνες εξαγριωμένοι σκότωσαν τους Αρμένιους, εκτός από έναν ο οποίος έφυγε στο γειτονικό αρμένικο χωριό Πέρνια, όπου έδρευε στρατιωτική αρμενική δύναμη. Ήρθε ο αρμένικος στρατός και άρχισε μια πραγματική διήμερη μάχη. Οι συγκεντρωμένοι στο Καράκλησε Έλληνες με τους έφεδρους αξιωματικούς του ρωσικού στρατού: α) Βασίλειο Γ. Μυστακίδη, β) Θεόδωρο γ. Μωυσείδη, γ) Θεόδωρο Γ. Καλανταρίδη κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τους Αρμένιους. Όταν όμως οι Αρμένιοι έφεραν τα κανόνια, οι Έλληνες αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν άλλοι προς το Τσαπίκ και άλλοι προς το Γιαλανγούζ Τσαμ. Στο Γιαλανγούζ Τσαμ συναντήθηκαν με τον τουρκικό στρατό του οποίου διοικητής ήταν ο Απτούρ Αχμάν Μπέη. Τους υποδέχθηκε με εγκαρδιότητα. Τους πρότεινε μάλιστα να συνεργασθούν εναντίον των Αρμενίων και αυτοί αρνήθηκαν. Επιδίωξαν συνθηκολόγηση με τους Αρμενίους αλλά η προσπάθεια απέτυχε. Οι Έλληνες καταγγείλανε το βομβαρδισμό του Καράκλησε στην κυβέρνηση του Αντικαυκάσου. Φτάνοντας στο Καρς βγάζουν βίζα και με τα πόδια και τα κάρα πηγαίνουν προς τα σύνορα της Γεωργίας και φτάνουν στο Αγουρτσελέκ. «Περάσαμε ένα βουνό που το έλεγαν Τσάκο. Φεύγοντας από εκεί οι Τούρκοι τζανταρμάδες έπιασαν δυο κορίτσια. Εκείνη την ώρα κατέβηκαν πάνω από το βουνό δυο στρατιώτες Τούρκοι και αφού τους χτύπησαν, επέστρεψαν τα κορίτσια στις οικογένειές τους.» Στη συνέχεια μπήκαν στη Γεωργία. Στα σύνορα τους είπαν να κατασκηνώσουν στη μια πλευρά της σιδηροδρομικής γραμμής, γιατί στην άλλη απαγορεύονταν.
Στην Τιφλίδα έμειναν αρκετό καιρό. Από εκεί θα σκορπίσουν σε διάφορες κατευθύνσεις. Μια ομάδα πήγε στο Βλαντικαυκάς με τα πόδια και με τα κάρα. Εκεί έμειναν ένα περίπου χρόνο, σε στρατώνες. Μάλιστα μετέφεραν και πουλούσαν ξυλεία. Άλλη ομάδα κατευθύνθηκε προς το λιμάνι Πότι. «Η αδερφή μου πέθανε εκεί.» Όταν τα αγγλικά στρατεύματα μπήκαν στα εδάφη του Κυβερνείου Καρς, μερικοί από το Βλαντικαυκάς επέστρεψαν στο χωριό τους. Έμειναν εκεί ενάμισι περίπου χρόνο, έσπειραν καλαμπόκι, κεχρί, αλώνισαν και έφυγαν για το Καρς το φθινόπωρο του 1919. Επιβιβάστηκαν για πρώτη τους φορά σε τρένα. Μετά πήγαν στο Βατούμ, μέσω Τιφλίδας, όπου έμειναν αρκετό καιρό. «Εκεί καλά μας κοιτούσανε. Τότε ήτανε ο Βενιζέλος. Το μεσημέρι μας έδιναν ένα τέντζερη φαΐ κι ένα μεγάλο ψωμί. Περνούσαμε μια χαρά. Απ’ εκεί μας ζήτησε η Αμερική. Όποιοι θέλετε ελάτε να σας πάρουμε στην Αμερική. Όχι! Εμείς θα πάμε στην πατρίδα. Κι έτσι ανεβήκαμε στο πλοίο. Πεντακόσια ζώα και χίλια πεντακόσια άτομα. Το πλοίο το έλεγαν Παρτιάν. Όταν φύγαμε μάζευαν καλαμπόκια, φθινόπωρος ήτανε. Μετά ήρθαμε στο Καράπουρουν.». Το Πάρθιαν ήταν ένα από τα ατμόπλοια που μετέφεραν τον ελληνικό πληθυσμό του Καρς. Το συγκεκριμένο δρομολόγιο από Βατούμ για Θεσσαλονίκη έγινε στις 13 Νοεμβριου 1920 με 1550 επιβάτες και 500 ζώα. Εκτός από τα ζώα οι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους προσωπικά είδη, είδη οικοσκευής και ότι ήταν δυνατόν να μεταφερθεί. Φθάνουν έτσι στο Καραμπουρνάκι Καλαμαριάς. Πολλοί από τους πρόσφυγες, εξουθενωμένοι από την μακρά πορεία και το κλίμα που επικρατούσε στο Καραμπουρνάκι πέθαναν. Τ’ έρημον το Καράπουρον, τριγύλ’ τριγύλ’ ταφία, Ανοίξτεν και τερέστ’ ατά, όλια Καρσλί παιδία. Οι γιατροί έδιναν σε όλους κινίνο σε υγρή μορφή με το κουτάλι. Έμειναν εκεί ένα μήνα περίπου, αλλά στη συνέχεια αναζήτησαν μια περιοχή που να ταιριάζει, κλιματολογικά, στους ορεσίβιους Καρσλήδες. Στη συνέχεια φεύγουν και εγκαθίστανται στις Σαράντα Εκκλησιές της Ανατολικής Θράκης, που εντωμεταξύ είχε καταληφθεί από τον ελληνικό στρατό, σ’ ένα χωριό που είχε τρία ονόματα: Κοΐνμπαμπα, Κοΐνγιαλου, Ραχόν. Εκεί θα παραμείνουν μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή (Αύγουστος – Σεπτέμβριος 1920). Στο χωριό έμειναν δυο καλοκαίρια και ένα χειμώνα. Το χωριό είχε δυο εκκλησίες, μια βουλγάρικη και μια ελληνική που ήταν πολύ παλιά. Έφυγαν με την οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού, αφού αλώνισαν το σιτάρι και τη βρίζα. Τα καλαμπόκια δεν πρόλαβαν να τα αλωνίσουν. Στο χωριό αυτό πρέπει να πήγαν την άνοιξη του 1921. Από εκεί μέσω Καραγάτς ήρθαν στο Σουφλί, όπου έμειναν ένα μήνα περίπου και στη συνέχεια σε ένα χωριό Τάμια της Αλεξανδρούπολης. Στο χωριό αυτό κατοικούσαν Θρακιώτες. Ήρθαν Βούλγαροι και τους ζήτησαν όπλα και αφού δεν τους τα έδωσαν πήραν εφτά ζευγάρια βόδια και ένα παιδί των Θρακιωτών και έφυγαν. Οι πρόσφυγες φοβούμενοι τους Βούλγαρους κομιτατζήδες έφυγαν και ήρθαν στη Σκύδρα με το τρένο. «Εκεί [στη Σκύδρα] έναν γερό άνθρωπο δεν έβλεπες. Όλοι κίτρινοι. Βρε, αυτοί οι άνθρωποι γιατί είναι έτσι κίτρινοι; Ε, τι να κάνουμε ελονοσία έχουμε. Ούι την πίστης! Αυτοί όλοι θα πεθάνουνε. Οι ντόπιοι είχανε ελονοσία, ήταν και πρόσφυγοι από εμάς μπροστά που ήρθανε. Όλο βουβάλια έβλεπες, άλλα ζώα δεν έβλεπες. Ένα μήνα δεν κάτσαμε. Στείλαμε τρία άτομα να πάτε να ιδείτε όπου είναι καλό κλίμα, εκεί θα πάμε. Ο ένας ήταν ο δικός μας ο Γιάννης [ο μεγαλύτερος αδερφός του Ρωμανού], άλλος ήτανε από τους Τηλκεριδαίους [Σάββας Τηλκερίδης], άλλος ήτανε Αμανάτ’ς [Σιδηρόπουλος]. Ήρθανε εδώ [περιοχή Άνω και Κάτω Κλεινών Φλώρινας], είδαν το δάσος. Δάσος δεν είχε, τσαλιά είχε τότε. Οι Γάλλοι το κατάστρεψαν. Λάχανα θέλεις, νερό θέλεις, πέτρες θέλεις, ό,τι θέλεις υπάρχει εκεί. Μωρέ, αφού έχει πέτρες και νερό, μπορούμε να κάνουμε σπίτια. Όπως ήτανε εδώ ήτανε και στο Καρς. Ήρθαμε το ’23 – ’24, εκεί ανάμεσα. Το Σεπτέμβριο ήρθαμε.». Αρχικά οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στις Άνω Κλεινές Φλώρινας και ζούσαν ειρηνικά με τους ντόπιους. Στις Κάτω Κλεινές είχαν εγκατασταθεί νωρίτερα οι Θρακιώτες. «Εμείς πρώτα στην Άνω Κλειναί ήρθαμε. Και μετά εμείς δε θα μπορούμε εδώ να ζήσουμε. Κάναμε ανταλλαγή. Από δω [Κάτω Κλεινές] που ήτανε Θρακιώται πήγανε στην Άνω Κλειναί και εμείς που ήμασταν εκεί ήρθαμε εδώ κάτω. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αυτοί (οι Θρακιώτες) όλοι στη Βουλγαρία ήτανε. Πέντε χρόνια στη Βουλγαρία κάθισαν. Η Βουλγαρία τους πήρε, εξορία, στη Βουλγαρία μέσα. Μετά γύρισαν.» Τον πρώτο καιρό στις Κάτω Κλεινές οι πρόσφυγες έμειναν σε τούρκικα σπίτια, και σπίτια που κτίσθηκαν από τον Εποικισμό (Ε.Α.Π.). «Μερικοί [από τους ντόπιους] είχαν αγοράσει τούρκικα κτήματα, αλλά πολλά λεφτά έδωσαν. Δεν έκαναν τα χαρτιά τους καλά, δεν πήγαν στην εφορία. Μετά τους έπιασε το κράτος, όσοι μπόρεσαν τα πλήρωσαν, όσοι δεν μπόρεσαν λευκά [υπάχθηκαν στα ανταλλάξιμα κτήματα], τα βάλανε στη διανομή.» Από τους συγγενείς του Καλλίνικου Γαβριηλίδη (Κόλιας) άλλοι ήρθαν από το Καρς στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στην Καλαμαριά (1920 – 1921). Τα αδέρφια του πήγαν στο Κρασνοντάρ όπου παρέμειναν και ακόμα και σήμερα οι απόγονοί τους ζουν εκεί. Άλλες συγγενικές του οικογένειες φεύγουν και πηγαίνουν στην Κριμαία. Θα εγκατασταθούν στο χωριό Αρατούκ της Κριμαίας, κοντά στη Συμφερούπολη, όπου όλοι οι κάτοικοι (100 – 200) άτομα ήταν πρόσφυγες, ενώ ο ίδιος ο Καλλίνικος Γαβριηλίδης πεθαίνει στα Ουράλια όπου εργαζόταν ως δάσκαλος. Από το Αρατούκ, μετά την ανάληψη του εξουσίας από τον Στάλιν, με ενέργειες ενός συγγενή από το Τσαπίκ, που ήδη βρισκόταν στην Ελλάδα (Πολυχρόνης Παραστατίδης), η οικογένεια Σαββίδη Νικολάου ξεκινάει το ταξίδι για την πατρίδα. Αρχικά πηγαίνουν στη Συμφερούπολη, μετά στη Σεβαστούπολη και με μικρά βαπόρια στην Οδησσό. Εκεί τους έβαλαν σε καραντίνα. Έφτασαν με ότι ήταν δυνατό να μεταφερθεί εκτός από χρήματα που δεν τους επέτρεπαν. Πέρα από τις πραμάτειές τους έφεραν ένα μεγάλο σιδερένιο άροτρο (κοτάν’) και ένα λαντόνι (λενέικα). Η οικογένεια Νικολάου Σαββίδη φθάνει στη Θεσσαλονίκη και φιλοξενείται από την οικογένεια Γαβριηλίδη. Κάποιες άλλες οικογένειες από το Τσαπίκ ήρθαν κατευθείαν στην Θεσσαλονίκη και αφού παρέμειναν εκεί προσωρινά, μετακινήθηκαν προς την Φλώρινα Αρχικά εγκαταστάθηκαν στην πόλη της Φλώρινας και μετά στις Κάτω Κλεινές.
16. ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Τσιαπηκλήδες είναι εγκατεστημένοι εκτός από τις Κάτω Κλεινές Φλώρινας, στην Κοκκινιά Κιλκίς, στο Παλαιόκαστρο Σερρών, στην Ποντοκώμη Κοζάνης, στο Μελισσουργιό και στην Κοκκινιά Κιλκίς. Από το χωριό Τσιλαχανά αρκετές οικογένειες εγκαταστάθηκαν στις Κάτω Κλεινές (Κλέστινα) Φλώρινας. Τσιλαχανέτ’ είναι εγκατεστημένοι στους Επτάμυλους, Μαυροθάλασσα (Παυλιδαίοι), Λευκώνα Σερρών (Αρχοντίδης, Μελεγγίδης), και στην Πολίχνη Θεσσαλονίκης (Χρυσουλιδαίοι). Στο χωριό Κάτω Κλεινές οι οικογένειες προσφύγων που εγκαταστάθηκαν, ανάλογα με τον τόπο καταγωγής τους, είναι οι παρακάτω:
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Θεωρώ χρέος μου να αναφερθώ στην καταγωγή της οικογένειάς μου, αφού ανήκω στην τρίτη προσφυγική γενιά. Ο προπάππος μου Αθανασιάδης Ιωάννης (Γιάννες) γεννήθηκε στο Καστρίκ του Πόντου. Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο 1876-1877 θα μετοικήσουν στο Νότιο Καύκασο. Εγκαταστάθηκαν στο Αφκά Τσαπίκ του Κυβερνείου Καρς του Αντικαυκάσου. Με τα γεγονότα του 1919 αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Θα μετακινηθούν στα ενδότερα της Ρωσίας και να εγκατασταθούν στο Κρασνοντάρ. Όταν αρχίζουν οι σταλινικές διώξεις (1937) με τις εκκαθαρίσεις των εθνικών μειονοτήτων, ο παππούς μου με τα παιδιά του αλλά και τα ανίψια του θα πάρει το δρόμο της προσφυγιάς και πάλι (1939). Τ’ άλλα του αδέρφια συλλαμβάνονται και εξορίζονται στη Σιβηρία. Σήμερα οι απόγονοί τους ζουν στη Ρωσία. Η οικογένεια Αθανασιάδη θα εγκατασταθεί τελικά στις Κάτω Κλεινές Φλώρινας, όπου από νωρίτερα έχουν φθάσει και άλλοι Τσαπικλήδες. Το παρατσούκλι της οικογένειας ήταν Καστρικιανάντ’ και Σκοτεινοί (επειδή ήταν φιλήσυχοι άνθρωποι). Εγώ είμαι ας σο Τσαπίκ και ας ση Καστρικιανάντας. Χωρίς εμέν κι ήντανε σουμάδια και χαράντας.
ΠΡΟΦΟΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Αθανασιάδης Ιωσήφ (Γιόσκας), κάτοικος Κάτω Κλεινών, γεννηθείς στο Κρασνοντάρ το 1934, καταγωγή από το Τσαπίκ
Ρωμανίδης Ρωμανός, κάτοικος Κάτω Κλεινών, γεννηθείς στις 12 Μαρτίου 1906 στο χωριό Τσιλαχανά του Καρς
Σαββίδης Ευστάθιος (Στάκας), κάτοικος Κάτω Κλεινών, γεννηθείς το 1925 στο χωριό Αρατούκ της Κριμαίας, καταγωγή από το Τσαπίκ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γρηγοριάδης Γεώργιος, , Ο Πόντος και το Καρς, Ιστορία – Λαογραφία και ο κορπακόρτς ο Πέτρον, Αθήνα 1973
Γρηγοριάδης Γεώργιος, Οι Πόντιοι του Καυκάσου περιφέρειας Καρς – Αρδαχάν, Ιστορία – Λαογραφία, Θεσσαλονίκη 1957
Καζταρίδης Ιωάννης, Η «Έξοδος» των Ελλήνων του Καρς της Αρμενίας (1919-1921), Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1996
Λαυρεντίδης Ισαάκ, «Η κατά το 1895-1907 μετοικεσία Ελλήνων Ποντίων του Καυκάσου εις Ελλάδαν, περ. Αρχείον Πόντου, τομ. 31ος, Αθήνα 1971-1972
Μαυρογένης Στυλιάνος, Το Κυβερνείον Καρς (Κάρσκαγια Όμπλαστ) Αντικαυκάσου και το εν αυτώ ελληνικόν στοιχείον κατά την περίοδον 1878 – 1920, εκδ. Ε.Λ.Θ., Θεσσαλονίκη 1963
Φραγκίδης Βαγγέλης, Πατρίδες Καρς Καυκάσου (Τσαπίκ, Κιασσάρ, Παντζαρότ, κ.τ.λ. 1878-1920) – Μελισσουργιό Κιλκίς (1920-1988) - (Ιστορική, λαογραφική και πολιτιστική επισκόπηση της ζωής των κατοίκων 1878-1988), εκδ. Συλλόγου Μελισσουργιωτών Θεσ/νίκης, Θεσ/νίκη 1988
Φωτιάδης Κώστας (επι), Οι Έλληνες στις χώρες της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. (Ιστορία – Παιδεία), εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1995
Χασιώτης Ι.Κ. (επι), Οι Έλληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης – Μετοικεσίες και Εκτοπισμοί, Οργάνωση και ιδεολογία, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1997