Τα Άδανα της Κιλικίας, της Μικράς Ασίας - Ά Μέρος
Η πόλη των Αδάνων υπήρξε παλιό αστικό κέντρο της Κιλικίας, ευφορότατης περιοχής της νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας. Η πόλη άκμασε κατά τη Ρωμαϊκή εποχή ως διοικητικό και οικονομικό κέντρο. Η περιοχή διατηρήθηκε υπό τον έλεγχο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέχρι και την εμφάνιση του Ισλάμ. Από τότε η Κιλικία αποτέλεσε ένα από τα πολιτισμικά και γεωγραφικά σύνορα στα οποία συναντήθηκαν, ανταγωνίστηκαν και συναλλάχθηκαν ο ισλαμικός και ο χριστιανικός κόσμος. Ήδη από τον 7ο αιώνα η περιοχή της Κιλικίας και της πόλης των Αδάνων άλλαξε πολλές φορές χέρια, καθώς υπήρξε το επίκεντρο της αντιπαράθεσης Βυζαντινών, Αράβων και Αρμενίων. Κατά το 13ο και 14ο αιώνα η πόλη των Αδάνων άκμασε ως κέντρο του βασιλείου της Μικράς Αρμενίας.
Η περιοχή των Αδάνων ενσωματώθηκε τυπικά στο οθωμανικό κράτος στις αρχές του 17ου αιώνα. Παρά το γεγονός ότι ο οθωμανικός στρατός είχε καταλάβει την Κιλικία κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στην Αίγυπτο (1516-1517), η περιοχή ενσωματώθηκε αρχικά στο κρατίδιο των Ραμαντάνογλου (Ραμαζάνογλου), που ήταν υποτελές στην Πύλη. Το 1608 τα Άδανα αποτέλεσαν επαρχία (εγιαλέτι) με έδρα την πόλη των Αδάνων, καθεστώς που διατηρήθηκε μέχρι την οθωμανοαιγυπτιακή σύρραξη της δεκαετίας του 1830. Με την ανακωχή της Κιουτάχειας (1833) η Κιλικία παραχωρήθηκε στην Αίγυπτο, αλλά το 1840 η εξουσία της Πύλης αποκαταστάθηκε στην περιοχή. Μέχρι το 1868 η πόλη των Αδάνων ήταν πρωτεύουσα του ομώνυμου σαντζακιού του βιλαετιού Χαλεπίου. Το έτος αυτό η οθωμανική διοίκηση, στο πλαίσιο της διοικητικής αναδιοργάνωσης της αυτοκρατορίας που εγκαινιάστηκε το 1864 με το νέο νόμο των βιλαετιών, αποφάσισε τη δημιουργία ενός νέου νομού στην Κιλικία, μια περιοχή άμεσου ενδιαφέροντος για την οθωμανική διοίκηση, με έδρα τα Άδανα. Το νέο βιλαέτι δημιουργήθηκε μετά την απόσπαση των σαντζακιών των Αδάνων, του Kozan και του Cebelibereket από το βιλαέτι του Χαλεπίου, καθώς και του σαντζακιού του İcel από το βιλαέτι του Ικονίου, τα οποία αποτέλεσαν και τη βάση του νέου νομού. Ειδικότερα για το σαντζάκι των Αδάνων, αυτό χωριζόταν σε τέσσερις καζάδες (Άδανα, Μερσίνα, Ταρσός, Καραϊσαλί). Η συνολική έκταση του νέου βιλαετιού έφτανε τα 40.000 τ.χμ. και περιλάμβανε 1.664 συνοικισμούς, πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά. Πρωτεύουσα του νέου νομού ορίστηκε η πόλη των Αδάνων.
Τα Άδανα, χτισμένα σε λόφο στους πρόποδες του Ταύρου, βρίσκονται στο κέντρο της Κιλικίας (Çukurova) και περιβρέχονταν από τον ποταμό Σάρο (Seyhan), έναν από τους κυριότερους της Κιλικίας, μαζί με τον Πύραμο (Ceyhan) και τον Καλύκαδνο (Gök-Su). Η πόλη είχε ανεπτυγμένο ιστό ήδη από τη Ρωμαϊκή εποχή, πολλά δε ρωμαϊκά οικοδομήματα διασώθηκαν σε καλή κατάσταση. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο ενισχύθηκαν αισθητά οι οχυρώσεις της πόλης, μέρος των οποίων διασώθηκε μέχρι το 1836 όταν καταστράφηκαν από το στρατό του Μωχάμετ Άλι. Το κλίμα της περιοχής επηρεαζόταν από τα μεγάλα έλη που είχαν σχηματιστεί στη νότια πεδινή πλευρά της επαρχίας. Το νοσηρό και υγρό κλίμα ήταν ιδιαίτερα αισθητό κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν οι κάτοικοι της πόλης των Αδάνων αλλά και πολλοί κάτοικοι της πεδιάδας εγκατέλειπαν προσωρινά τις οικίες τους για να εγκατασταθούν σε βορειότερα και ορεινότερα σημεία. Παρά τη σημαντική οικονομική ανάπτυξη του 19ου αιώνα τα αποξηραντικά έργα που έγιναν ήταν περιορισμένα και το νοσηρό κλίμα της περιοχής δε μεταβλήθηκε ιδιαίτερα. Κατά τη διάρκεια της περιήγησής του στην Κιλικία το 1911 ο Sir Mark Sykes, ο μετέπειτα σχεδιαστής της διανομής των οθωμανικών αραβικών επαρχιών ανάμεσα στη Βρετανία και τη Γαλλία, αναφέρθηκε στα Άδανα με περιφρόνηση ως μια πόλη γεμάτη πυρετούς και σκόνη, την οποία εγκατέλειψε με μεγάλη ικανοποίηση. Η έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου ματαίωσε τα σχέδια της οθωμανικής κυβέρνησης για την πλήρη αποξήρανση των ελών.
Το σαντζάκι των Αδάνων αποτέλεσε το επίκεντρο της οικονομικής δραστηριότητας του βιλαετιού, καθώς εκεί αναπτύχθηκε μεγάλος αριθμός καλλιεργειών. Η περιοχή αποτελούσε φυσικό σιτοβολώνα, αλλά δίπλα στην καλλιέργεια των δημητριακών εμφανίστηκαν και νέες καλλιέργειες με προεξάρχουσα αυτή του βαμβακιού. Η καλλιέργεια αυτή έμελλε να έχει σημαντική επίδραση στην οικονομική ανάπτυξη του νομού, διότι γύρω της επικεντρώθηκε μια σειρά παραγωγικών δραστηριοτήτων που άλλαξαν τη φυσιογνωμία της Κιλικίας. Η υψηλή διαθεσιμότητα γαιών και η περιορισμένη ύπαρξη εργατικών χεριών, που δεν μπορούσε να την καλύψει απόλυτα ούτε η εποχιακή μετανάστευση ούτε ο μόνιμος εποικισμός, είχαν αποτέλεσμα τη στροφή προς την εκμηχάνιση της καλλιέργειας του βαμβακιού. Το σαντζάκι των Αδάνων είχε από τους υψηλότερους ρυθμούς εκμηχάνισης της καλλιέργειας με συνολική επένδυση σε αγροτικά μηχανήματα που ξεπέρασε σε αξία τις 40.000 στερλίνες. Στα 1909 ο Βρετανός υποπρόξενος υπολόγιζε ότι υπήρχαν ήδη 220 ατμοκίνητες αλωνιστικές μηχανές και άροτρα, ενώ κάθε χρόνο εισάγονταν 200-250 θεριστικές μηχανές.
Η ανάπτυξη της βαμβακοκαλλιέργειας, σε συνδυασμό με την ένταξη νέων γαιών στην καλλιέργεια με την αποξήρανση ελών, ενίσχυσε τον οικονομικό ρόλο της περιοχής και ανέδειξε τη σημασία της Κιλικίας ως παραγωγικής ζώνης. Επιπλέον, η συσσώρευση κεφαλαίου από το εμπόριο και την παραγωγή βαμβακιού ενθάρρυνε την επένδυση στη βιομηχανική επεξεργασία του βαμβακιού, καθώς και σε τομείς της ελαφριάς βιομηχανίας τόσο στην πόλη των Αδάνων, όσο και στα άλλα δύο σημαντικά αστικά κέντρα του σαντζακιού, στην Ταρσό και τη Μερσίνα.
Παραγωγή βαμβακιού στα Άδανα
1893 20.000 τόνοι
1902 40.000
1903 42.000
1904 42.000
1905 45.000
1906 50.000
1907 60.000
1908 75.000
1909 40.000
1910 64.000
1911 80.000
1912 100.000
Η οικονομική σημασία της περιοχής υπογραμμίστηκε από την κατασκευή σιδηροδρομικού δικτύου που ένωνε τα τρία μεγάλα κέντρα του βιλαετιού, τα Άδανα, την Ταρσό και τη Μερσίνα. Η κατασκευή της γραμμής στη δεκαετία του 1890 έγινε από αγγλογαλλική εταιρεία, η οποία εξαγόρασε το προνόμιο από τους Mehmed Nahid bey και Κωστάκη Θεοδωρίδη, στους οποίους είχε αρχικά παραχωρηθεί το 1883. Ωστόσο η προοπτική της σύνδεσης της γραμμής αυτής με το σιδηρόδρομο της Βαγδάτης που είχε φτάσει μέχρι την Ηράκλεια του Ικονίου δεν κατέστη δυνατή, όπως ελπιζόταν, μέχρι την έκρηξη του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου.
Η οικονομική ανάπτυξη που γνώρισε το σαντζάκι των Αδάνων συνοδεύτηκε και από μια αισθητή δημογραφική αύξηση που αφορούσε τόσο τη μουσουλμανική όσο και τις μη μουσουλμανικές κοινότητες. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε συνηγορούν στην εκτίμηση ότι η δημογραφική αύξηση αποτελεί υπόθεση του 19ου αιώνα και συνδέεται με τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις και τη φιλελευθεροποίηση του οθωμανικού κράτους κατά την περίοδο αυτή, αλλά και με τις γενικότερες γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή. Χαρακτηριστική είναι η εγκατάσταση μεγάλου αριθμού Κιρκασίων στην Κιλικία που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους με τον Κριμαϊκό πόλεμο. Οι δημογραφικές πληροφορίες που διαθέτουμε είναι αντιφατικές μεταξύ τους ως προς το δημογραφικό μέγεθος των διαφορετικών θρησκευτικών ομάδων, αλλά όχι ως προς την αυξητική τάση του συνολικού πληθυσμού.
Σύμφωνα με τη στατιστική του Αυστριακού στρατιωτικού ακολούθου στην Κωνσταντινούπολη A. Ritter zur Helle von Samo, που συντάχθηκε με βάση τους οθωμανικούς επαρχιακούς δημογραφικούς οδηγούς (salname), στην επαρχία των Αδάνων κατοικούσαν 324.000 άτομα. Η οθωμανική στατιστική του 1881/1882, η πρώτη η οποία συντάσσεται με συγκρίσιμους όρους, ανεβάζει τον πληθυσμό του βιλαετιού σε 396.349 άτομα.3 Στα 1891, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε ο Vital Cuinet, το βιλαέτι αριθμεί 403.000 άτομα. Η οθωμανική στατιστική του 1906 αναφέρει ότι κατοικούσαν συνολικά στο βιλαέτι 504.396 άτομα,4 νούμερο που θα μειωθεί αισθητά κατά την επόμενη απογραφή του 1914 στα 411.023.5 Η κατανομή του πληθυσμού αυτού γίνεται στη βάση των θρησκευτικών κοινοτήτων. Παρά τις αισθητές αποκλίσεις που υπάρχουν στις δημογραφικές πληροφορίες ως προς το ακριβές μέγεθος των κοινοτήτων αυτών, δε φαίνεται να υπάρχει αμφιβολία σχετικά με την απόλυτη δημογραφική κυριαρχία των μουσουλμάνων κατοίκων του νομού. Από τις χριστιανικές κοινότητες μεγαλύτερη σε μέγεθος ήταν η αρμενική, η οποία ξεπερνούσε τα 50.000 άτομα, και ακολουθούσε, σε απόσταση, η ορθόδοξη κοινότητα. Υπήρχαν επίσης λίγοι καθολικοί και προτεστάντες. Ο αρμενικός πληθυσμός της Κιλικίας μειώθηκε αισθητά μετά τις σφαγές του 1909. Υπολογίζεται ότι μόνο στα Άδανα καταστράφηκαν πάνω από 2.000 κτίσματα, τα περισσότερα Αρμένιων κατοίκων της πόλης, ενώ οι συνολικές απώλειες των Αρμενίων υπολογίζονται σε 15.000 έως 20.000.
Σύμφωνα με τις οθωμανικές στατιστικές, τα δημογραφικά δεδομένα του σαντζακιού των Αδάνων είναι τα ακόλουθα: για τα έτη 1881/1882 156.164,6 για το 1906 123.6397 και για το 1914 144.820 άτομα.8 (Σημειωτέον πως κατά το 1881/1882 η περιοχή και η πόλη της Μερσίνας και της Ταρσού υπάγονταν ακόμη στο σαντζάκι των Αδάνων, ενώ αποσχίστηκαν από αυτό και αποτέλεσαν ξεχωριστό σαντζάκι το 1889.) Οι αριθμοί αυτοί πάντως δεν πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την παρουσία ενός κυμαινόμενου πληθυσμού εποχιακών εργατών ή μεταναστών που κατοικούσαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο σαντζάκι. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Cuinet υπολογίζει το συνολικό αριθμό των κατοίκων του σαντζακιού σε 174.062, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα την παρουσία αυτού του πληθυσμού.9 Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την ίδια πηγή ο αστικός πληθυσμός του σαντζακιού των Αδάνων ήταν ιδιαίτερα ψηλός σε σχέση με τα υπόλοιπα σαντζάκια του νομού Αδάνων. Τα Άδανα, η Μερσίνα και η Ταρσός συγκέντρωναν περίπου 70.000 μόνιμους κατοίκους, εκ των οποίων οι 30.000 κατοικούσαν στα Άδανα.Η ορθόδοξη κοινότητα των Αδάνων
Κατά το 19ο αιώνα η χριστιανική ορθόδοξη κοινότητα των Αδάνων γνώρισε σημαντική οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη, η οποία ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τις ευρύτερες εξελίξεις στην περιοχή. Η διαμόρφωση της χριστιανικής ορθόδοξης κοινότητας της πόλης των Αδάνων μπορεί να γίνει κατανοητή μέσα σε αυτό τo πλαίσιο. Η δημογραφική μεγέθυνση και η οικονομική ευρωστία της εγγράφονται μέσα σε ένα χρονικό διάστημα που έχει αφετηρία τη δεκαετία του 1840 και ως κατάληξη την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης (1923) και τον εκπατρισμό στην Ελλάδα. Τα στοιχεία τα οποία διαθέτουμε για το δημογραφικό μέγεθος της ορθόδοξης χριστιανικής κοινότητας της πόλης των Αδάνων είναι διάσπαρτα και προέρχονται από τις επίσημες οθωμανικές απογραφές, τις πληροφορίες Ευρωπαίων εμπόρων και περιηγητών, καθώς και από τα δημοσιευμένα στοιχεία που βρίσκουμε σε δημοσιεύματα που έχουν ημιεπίσημο χαρακτήρα, όπως το έργο του V. Cuinet. Υπάρχουν επίσης οι εκτιμήσεις της ίδιας της κοινότητας, που όμως δε διαφέρουν σημαντικά από τις επίσημες στατιστικές.
Σύμφωνα με τις επίσημες οθωμανικές στατιστικές, ο αριθμός των ορθοδόξων στο σαντζάκι των Αδάνων ήταν ιδιαίτερα μικρός. Στα 1881/1882 καταγράφονται 1.605 ορθόδοξοι, στα 1906 2.434 και στα 1914 3.104. Οι αντίστοιχες καταχωρίσεις για τους ορθοδόξους του βιλαετιού είναι 3.453, 11.067 και 8.537. Ο Cuinet υπολογίζει τους ορθοδόξους του βιλαετιού σε 46.200 και σε αυτούς πρέπει να προστεθούν άλλοι 20.900 Σύροι ορθόδοξοι που τους καταχωρίζει ξεχωριστά. Δεν παρέχει όμως πληροφορίες για τους ορθοδόξους του σαντζακιού των Αδάνων. Σύμφωνα με το ημερολόγιο που εξέδωσε η ορθόδοξη αδελφότητα της Μερσίνας το 1911, οι ορθόδοξοι των Αδάνων ανέρχονται σε περίπου 15.000. Λίγα χρόνια αργότερα ο Κοντογιάννης υπολογίζει τους ορθοδόξους του βιλαετιού σε 20.000. Οι αριθμοί αυτοί παρουσιάζουν αποκλίσεις και μάλλον συσκοτίζουν το πραγματικό δημογραφικό μέγεθος των ορθοδόξων. Παρότι τα δημογραφικά στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας είναι μάλλον αντιφατικά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επρόκειτο για μια κοινότητα μικρή σε μέγεθος και συγκεντρωμένη κυρίως στις πόλεις. Από τις υπάρχουσες πληροφορίες προκύπτει ότι οι ορθόδοξοι κάτοικοι της πόλης των Αδάνων φαίνεται πως ανέρχονταν σε 4.000, αυτοί της Ταρσού σε 2.000-3.000 και οι ορθόδοξοι της Μερσίνας περίπου σε 3.000. Εκτός των πόλεων αυτών η παρουσία των ορθοδόξων σε όλο το βιλαέτι των Αδάνων ήταν περιορισμένη. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους 1.664 συνοικισμούς, χωριά και πόλεις του νομού Αδάνων δε συναντήσαμε ορθοδόξους σε περισσότερους από .
Οι αποκλίσεις των δημογραφικών πληροφοριών αποτελούν μέρος του προβλήματος της διερεύνησης της δημογραφικής βάσης της κοινότητας, όχι όμως και το σημαντικότερο. Υπάρχει μια δεύτερη παράμετρος που αφορά τη σύνθεση της κοινότητας αυτής, η οποία είχε εξαιρετικά ετερόκλητο γεωγραφικά, γλωσσικά και πολιτισμικά χαρακτήρα, καθώς διαμορφώθηκε κυρίως μέσα από τη μετανάστευση ορθοδόξων από διαφορετικές περιοχές της αυτοκρατορίας. Από κάθε άποψη η κοινότητα των Αδάνων αποτελεί μικρόκοσμο της ευρύτερης ορθόδοξης κοινότητας της αυτοκρατορίας, αντανακλώντας ευθέως τον ετερόκλητο χαρακτήρα της. Ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1850 ο Βρετανός έμπορος W.B. Barker ανέφερε τις εμπορικές ανταλλαγές Κύπριων χριστιανών που μετέφεραν προϊόντα του νησιού στην Κιλικία για να τα ανταλλάξουν με σιτάρι. Η κίνηση αυτή ενισχύθηκε κατά το β΄ μισό του 19ου αιώνα, όταν χριστιανικές ορθόδοξες οικογένειες από την Κύπρο εγκαταστάθηκαν στη Μερσίνα και τα Άδανα. Μια δεύτερη πηγή μετανάστευσης προς την Κιλικία ήταν οι χριστιανικοί ορθόδοξοι και τουρκόφωνοι ως επί το πλείστον οικισμοί της Καππαδοκίας, όπως η Καισάρεια, η Νίγδη και το Ζιντζίντερε, αλλά και χωριά του Πόντου. Η μεταναστευτική κίνηση από τις περιοχές αυτές, που έχει ήδη καταγραφεί στη βιβλιογραφία, είχε προορισμό κυρίως τη δυτική Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη, αλλά ένα μέρος της κατευθύνθηκε νοτιότερα προς τις ταχύτατα αναπτυσσόμενες πόλεις του σαντζακιού των Αδάνων. Τέλος, μια τρίτη ομάδα ελληνόφωνων μεταναστών κατέφτασε στο σαντζάκι των Αδάνων από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, κυρίως από τη Χίο και τη Λέσβο. Οι μετανάστες αυτοί εγκαταστάθηκαν κυρίως στην πόλη της Μερσίνας, αλλά ορισμένοι κατέληξαν στην πόλη των Αδάνων. Οι διαφορετικές αυτές ομάδες των μεταναστών αποτέλεσαν, σύμφωνα με μια πηγή, τα δύο τρίτα περίπου της ορθόδοξης κοινότητας του σαντζακιού,15 χωρίς όμως να γνωρίζουμε με βεβαιότητα την ακριβή κατανομή τους στην πόλη των Αδάνων. Στις ομάδες αυτές πρέπει να προσθέσουμε και τους γηγενείς τουρκόφωνους ορθοδόξους, οι οποίοι αποτελούσαν το υπόλοιπο μέρος της κοινότητας. Επιπλέον, εμφανείς ήταν οι προσωρινές μεταναστευτικές κινήσεις αγροτών χριστιανών ορθοδόξων από την Καππαδοκία που πήγαιναν στον κάμπο των Αδάνων σε εποχές υψηλής ζήτησης για εργατικό δυναμικό, συνήθως την εποχή της συλλογής του βαμβακιού. Οι αγρότες αυτοί συνήθως επέστρεφαν στα χωριά τους μετά το πέρας των εργασιών, αλλά δεν πρέπει να αποκλείεται εγκατάστασή τους, μέρους τουλάχιστον, σε μονιμότερη βάση. Ανάλογες κινήσεις μουσουλμάνων αγροτών από τα σαντζάκια και τους καζάδες που περιστοίχιζαν τα Άδανα αναφέρονται συχνά σε πηγές της εποχής.Πρέπει να προστεθεί ότι η πολυπλοκότητα της δημογραφικής σύνθεσης της χριστιανικής ορθόδοξης κοινότητας των Αδάνων ενισχύεται και από έναν άλλο παράγοντα: τους Σύρους ορθόδοξους χριστιανούς, η καταγραφή των οποίων αρχίζει μετά τη δεκαετία του 1890. Μέχρι τότε δεν υπήρχε τυπική διάκριση ανάμεσα στους Σύρους ορθοδόξους, τους γηγενείς και τους νέους μετανάστες και όλοι αποτελούσαν μέρη της ίδιας θρησκευτικής κοινότητας. Η παρουσία των Σύρων ορθοδόξων στο σαντζάκι των Αδάνων φαίνεται πως σχετίζεται κυρίως με το ευρύτερο μεταναστευτικό φαινόμενο στο οποίο αναφερθήκαμε. Πάντως μέρος των αραβόφωνων ορθοδόξων πρέπει να ήταν εγκατεστημένο στην περιοχή πολύ καιρό πριν. Ο V. Cuinet αναφέρει ότι στο βιλαέτι των Αδάνων ζούσαν 20.900 Σύροι ορθόδοξοι, τους οποίους διαχωρίζει από τους υπόλοιπους ορθοδόξους του βιλαετιού,16 χωρίς ωστόσο να μας πληροφορεί σχετικά με την κατανομή τους σε γηγενείς ή μετανάστες. Το γεγονός ότι, σύμφωνα με την ίδια πηγή, μεγάλος αριθμός αραβόφωνων ορθοδόξων κατοικούσε στα αστικά κέντρα μάς κάνει να υποθέσουμε ότι πρόκειται κυρίως για ομάδες μεταναστών.
Ο όρος Σύριοι ορθόδοξοι αρχίζει να αποκτά εθνικές/εθνοτικές συνδηλώσεις μετά την εκδήλωση του Αντιοχικού ζητήματος και συνδέεται με τις διαφορετικές πολιτικές και εκκλησιαστικές επιλογές μέρους των αραβόφωνων ορθοδόξων σε σχέση με την πλειονότητα των χριστιανών ορθοδόξων στο σαντζάκι των Αδάνων. Αποκτά συνεπώς ιδιαίτερη σημασία σε μια περίοδο κατά την οποία εμφανίζονται νέες διακρίσεις στο χώρο της ορθόδοξης κοινότητας μέσα από την πολιτικοποίηση της γλωσσικής διαφοροποίησης και την ενδοκοινοτική διαμάχη που ξέσπασε. Η εξέλιξη όμως αυτή δε μειώνει τη μέχρι τότε συμβίωση των αραβόφωνων ορθοδόξων με τους υπολοίπους, τις γαμήλιες ανταλλαγές ή τις κοινωνικές σχέσεις που ανέπτυξαν. Εξάλλου η αραβοφωνία των Σύρων ορθοδόξων δεν ήταν ισχυρότερο κριτήριο διάκρισης από την τουρκοφωνία του μεγαλύτερου τμήματος της κοινότητας.
Συνέχεια στο δεύτερο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος μας στην πόλη των Αδάνων, στην επόμενη ανάρτηση μας. Ποντιακή Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com