Τζαμουριά ή Τζαμούρια & Χάτρεχ, τα Ελληνικά χωριά του Ερζιγγιάν

Παρέα Ελλήνων γλεντοκόπων στο Erzincan το 1937Ο ξακουστός και χιλιοτραγουδισμένος για τη λεβεντιά και τον πατριωτισμό του Πόντος, αν και από τότε που πρωτοφάνηκε στην Ιστορία, άλλαξε πολλές φορές κυρίαρχους, εξακολουθητικά δε από το 1461 μέχρι του τελευταίου ξεριζωμού του, έμεινε στη μαύρη δουλεία, εν τούτοις στο πέρασμα τόσων αιώνων διατήρησε την Ελληνικότητά του, τα ήθη και έθιμα, την θρησκεία του, και κατόρθωσε να φυλάξει αμόλυντη μέσα στην ψυχή του την ιδέα του Έθνους, της Ελλάδος.

Τζαμουριά & Χάτρεχ, τα Ελληνικά χωριά του Ερζιγγιάν. Ζούσε κατά το πλείστον κατατρεγμένος, σε άγονα και απόμερα μέρη, σε ορεινά εδάφη, ανάμεσα σε βαρβαρικά και εχθρικά στοιχεία και είναι άξιο θαυμασμού από ποια ψυχική δύναμη ήταν οπλισμένοι οι λίγοι εκείνοι Εθνικοί Ήρωες που κατόρθωναν να ζήσουν και πολλές φορές να διαπρέψουν ανάμεσα σε τόσους κινδύνους που τους περιστοίχιζαν. Χειροπιαστά συμπεράσματα βγαίνουν επιβεβαιώνοντας όλα τα παραπάνω από την περιγραφή της ζωής των πιο κάτω χωριών, την ύπαρξη των οποίων λίγοι (ακόμη και Έλληνες του Πόντου) γνωρίζουν, και την οποία περιγράφουμε εξ’ ιδίας αντιλήψεως και από διηγήσεις των επιζώντων γερόντων οι οποίοι βρίσκονται εγκαταστημένοι πλέον στα χωριά Ραχιά, Τριπόταμος, Κομνίνιον Βεροίας και Άγιος Απόστολος Κιλκίς, προσθέτοντας έτσι κατά την έκφραση του διαπρεπούς συναδέλφου κ. Ευστάθιου Αθανασιάδη, «ένα λιθάρι στο οικοδόμημα της Ποντιακής Λαογραφίας και της Ποντιακής προσπάθειας εδώ στην Ελλάδα».
Τζαμουριά. Χωριό που βρισκόταν κοντά στην πόλη Ερζιγγιάν σε απόσταση έξι (6) ωρών, το οποίο υπαγόταν διοικητικά στο Σαντζάκι Κελκίτ. Αριθμούσε σαράντα (40) ελληνικές οικογένειες και εβδομήντα (70) τουρκικές. Υπήρχε Ιερός Ναός του Αγίου Γεωργίου και Δημοτικό Σχολείο το οποίο λειτουργούσε περιοδικά αναλόγως των πολιτικών καταστάσεων της εποχής. Η αρχική τοπωνυμία του χωριού λεγόταν Πηλός και ήταν κτήμα των τιτλούχων της Αυτοκρατορίας του Πόντου. Κατά την Ελληνική Επανάσταση, το χωριό καταστράφηκε και οι κάτοικοί του εσφάγησαν από τους τούρκους. Οι λίγοι διασωθέντες σκορπίστηκαν στις πυκνοκατοικημένες ελληνικές περιοχές ενώ μερικοί διέφυγαν στη Ρωσία και το χωριό έγινε τσιφλίκι των τούρκων μπέηδων. Μετά το 1850 μετανάστευσαν αρκετές οικογένειες από το Σιμίτ της Σεβάστειας και εγκαταστάθηκαν στα Τζαμούρια εργαζόμενοι στα κτήματα των μπέηδων επειδή υπήρχε ανάγκη εργατικών χεριών. Σε διάστημα λίγων ετών εξ’ αιτίας της εργατικότητάς, της δραστηριότητας και της ευφυίας τους κατόρθωσαν να αγοράσουν χωράφια και να γίνουν αυτάρκεις και οικονομικώς ανεξάρτητοι, οπότε οργάνωσαν την κοινότητα και η πρώτη σκέψη ήταν η ίδρυση του περικαλλούς Ιερού Ναού. Είναι άξιον μνείας το ιστορικό ίδρυσης του Ιερού Ναού ώστε να καταδειχτεί πως η πρώτη σκέψη του υπόδουλου ελληνισμού μετά από κάθε αναταραχή στρεφόταν πάντοτε στη θρησκεία και από αυτήν περίμενε και αντλούσε δύναμη για να σταθεί και να μεγαλουργήσει. Έτσι κι εδώ, μετά την οικονομική ορθοπόδηση, η πρώτη σκέψη τους ήταν να ιδρύσουν εκκλησία που να αγκαλιάσει, συσφίξει και διαφυλάξει όχι μόνο αυτούς αλλά και την επόμενη, τη μέλλουσα γενεά, να καθοδηγήσει εις τα πάτρια, τα πατροπαράδοτα. Επειδή εκείνη την εποχή απαγορευόταν η ίδρυση ναών παρά μόνο οι επισκευές επιτρέπονταν, εσοφίσθησαν και δωροδόκησαν έναν τούρκο γέροντα κάτοικο του χωριού ο οποίος με όρκο μαρτύρησε μπροστά σε επιτροπή υπό του Καϊμακάμη μετά από αίτηση των κατοίκων ότι μία συγκεκριμένη τοποθεσία του χωριού λεγόταν Κιλσέ Μεϊτανί δηλαδή Πλατεία Εκκλησίας όπου υπήρχαν θεμέλια άγνωστης προέλευσης και ότι είχε ακούσει από τους προγενέστερους πως εκεί υπήρχε παλιός Ναός ο οποίος καταστράφηκε από τους γενίτσαρους. Η επιτροπή πείστηκε από την κατάθεση του γέροντα, αφού είδε και τα θεμέλια (και μερικές λαμπιρίζουσες λίρες) οπότε γνωμάτευσε ότι όντως εκεί υπήρχαν θεμέλια παλιού κατεδαφισμένου Ναού κι έτσι πέτυχαν την έκδοση του Φιρμανιού για την επισκευή και συμπλήρωση του παλιού Ναού. Μετά και τη συνδρομή των κατοίκων αναγέρθηκε ο περικαλλής Ιερός Ναός προς τιμή και μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Μετά το Ρώσσο-τουρκικό πόλεμο του Κάρς το 1878 και μέχρι το 1882 μετανάστευσαν περίπου είκοσι πέντε (25) οικογένειες στο Χάσκιοϊ της περιφέρειας Αρταχάν μετά από πιέσεις των εκ Κάρς εγκαταστημένων στα Τζαμούρια τούρκων προσφύγων. Αρχικά η ομιλούμενη διάλεκτος στο χωριό ήταν η Ποντιακή όταν όμως εγκαταστάθηκαν τούρκοι πρόσφυγες απαίτησαν από τον μπέη με αφάνταστη ένταση να εκδιώξει τους γκιαούρηδες γιατί τα παιδιά τους (των τούρκων) κινδυνεύουν να αφομοιωθούν ενώ παράλληλα ξεκίνησαν μεγάλο και συστηματικό διωγμό προκαλώντας μεγάλη αναταραχή και στα έργα του τσιφλικιού. Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση ο μπέης του χωριού σαφώς ενδιαφερόμενος περισσότερο για την εύρυθμη λειτουργία και τα συμφέροντα του τσιφλικιού αλλά και προκειμένου να μη στερηθεί των εργατικών χεριών, κάλεσε τους πρόκριτους της κοινότητας και τους έθεσε το δίλλημα: ” Ή τη θρησκεία σας θα αλλάξετε ή τη γλώσσα σας, αν θέλετε να παραμείνετε στο χωριό και τα κεφάλια σας να είναι ασφαλή”. Σε αυτή την κατάσταση ευρισκόμενοι οι Έλληνες του χωριού συγκάλεσαν σύσκεψη και αποφάσισαν λέγοντας στον μπέη: “Τη θρησκεία μας δε πρόκειται να την αλλάξουμε έστω κι αν κινδυνεύει η ζωή μας, αλλά τη γλώσσα μας μπορούμε να την αλλάξουμε εάν κάτι τέτοιο θα φέρει ειρήνη και θα ηρεμήσει τους φανατικούς τούρκους πρόσφυγες”. Έκτοτε λοιπόν καθιερώθηκε ως επίσημα ομιλούμενη γλώσσα η τουρκική στις οικογένειές τους, κι έτσι διατηρήθηκε ως σήμερα, οπότε έκλεισε και το ελληνικό σχολείο. Σε τέτοιες συνθήκες βρέθηκε αντιμέτωπο πολλές φορές το ελληνικό έθνος αναγκαζόμενο να αφομοιώσει γλώσσα, ακόμα και περιβολή κι έτσι πολλές φορές (δυστυχώς) συναντούμε Έλληνες εκ Πόντου να ομιλούν ως μητρική γλώσσα την τουρκική. Οι διαπρεπείς οικογένειες που διοικούσαν την κοινότητα ήταν ο Παπα-Λάζαρος Ελευθεριάδης, η οικογένεια Μιχαηλιδαίων, Ονουφριάδων, Καραλήδων και λοιπών άλλων τα ονόματα των οποίων λησμονήθηκαν. Οι πρώην κάτοικοι του χωριού αυτού σήμερα βρίσκονται εγκαταστημένοι στο Άνω Αποστολάρ του νομού Κιλκίς και μερικές οικογένειες στη Ραχιά και τον Τριπόταμο Βεροίας όπου κι εκεί η εργατικότητά τους μετέτρεψε τις ερημιές σε τόπους παραδεισένιους.

Χάτρεχ. Χωριό που βρίσκεται κοντά στη δημόσια οδό που ενώνει την Αργυρούπολη με την Παϊπούρτη (Βαϊβούρτη – Bayburt). Οι κάτοικοι του χωριού ήταν δεκατρείς (13) ελληνικές οικογένειες και πενήντα (50) τουρκικές. Διατηρούσαν Δημοτικό Σχολείο και Ιερό Ναό προς τιμή του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Οι κάτοικοι του χωριού Χάτρεχ προέρχονταν από το χωριό Ταντουρλούχ της Αργυρούπολης και εργάζονταν ως κολλήγοι (ακτήμονες γεωργοί) στα τουρκικά τσιφλίκια. Με τον καιρό όμως κατάκτησαν την οικονομική ζωή του τόπου και τα πανδοχεία (χάνια), τα παντοπωλεία, οι μύλοι κτλ περιήλθαν στα χέρια τους. Ομιλούμενη γλώσσα ήταν η Ποντιακή. Οι οικογένειες που διοικούσαν την κοινότητα ήταν των Μαυριδαίων και Ακριτιδαίων. Σήμερα είναι εγκαταστημένοι στο χωριό Κομνήνιον της Βέροιας (ίσως και αλλού).

Στο συνημμένο ένθετο βίντεο χρησιμοποιήθηκαν οι μουσικές δημιουργίες:
1. Murat Salim Tokaç - Nihavend Taksim
2. Murat Salim Tokaç - Tarla Dönünşü
3. Murat Salim Tokaç - Hüseyni Taksim

"Τζαμουριά ή Τζαμούρια & Χάτρεχ, τα Ελληνικά χωριά του Ερζιγγιάν". Κείμενο: Κ. Λαμψίδης Δημοδιδάσκαλος. Πηγή: Λαογραφικόν Περιοδικόν Ποντιακή Εστία τεύχος 37 (Φίλωνος Κτενίδου), Θεσσαλονίκη, Ιανουάριος 1953.

Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com 

Pin It

Print

Add comment


Security code
Refresh

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ