Χογούζ. To Ελληνικόν Αρμενόφωνον χωρίον του Ερζιγγιάν του Πόντου

Τα Καρδουχικά Όρη στο ΕρζιγγιάνΈνα από τα ολιγάριθμα χωριά της περιφέρειας του Ερζιγγιάν ήταν και το Αρμενόφωνο χωριό Χογούζ το οποίο βρισκόταν στα νοτιο-δυτικά του Ερζιγγιάν και σε απόσταση δεκαέξι (16) ωρών. Πλησιέστερη κωμόπολη ήταν το Καϊμακαμλίκι του Κεμάχ από το οποίο απείχε έξι (6) ώρες.

Ανατολικά του χωριού και γύρω από αυτό βρίσκονταν τα τουρκικά χωριά Έριτζ, Σκεπούρτ, Χουτού, Αγανσέν, Χοτζάς, Ομακού Τζαχτζίλ και άλλα. Ελληνικά χωριά δεν είχε η περιοχή εκείνη. Αρμενικά δε πολύ μακριά. Διοικητικώς υπαγόταν στο Μουτεσαριφλίκι του Ερζιγγιάν. Χογούζ. To Ελληνικόν Αρμενόφωνον χωρίον του Ερζιγγιάν του Πόντου.Το χωριό ευρισκόμενο στις υπώρειες του όρους Τζοβούκ (αρμενική ονομασία του τμήματος των Καρδουχικών ορέων), δέσποζε σε εκτεταμένη πεδιάδα προς τα βόρεια την οποία διέσχιζε ο Ευφράτης ποταμός από ανατολικά προς τα δυτικά ο οποίος στο ένα άκρο της πεδιάδας σχημάτιζε μια μεγάλη καμπύλη και στρεφόταν προς το νότο παρακάμπτοντας το όρος Τζοβούκ. Η πεδιάδα αυτή ήταν πολύ εύφορη αλλά δεν καλλιεργείτο απ’ όλους τους κατοίκους καθώς πολλοί εξ’ αυτών επιδίδοντο περισσότερο στην κτηνοτροφία εξ’ αιτίας του γεγονότος ότι τα γεωργικά προϊόντα επωλούντο σε εξευτελιστικές τιμές λόγω της έλλειψης οδικού συγκοινωνιακού δικτύου. Δάση δεν υπήρχαν ενώ τα καρποφόρα δέντρα ήταν ελάχιστα. Η ονομασία του χωριού είναι αρμενική και αποτελείται από δύο λέξεις ΧΟ = χώμα και ΓΟΥΖ = καλό, δηλαδή Καλό χώμα. Συνολικά οι κάτοικοι υπολογίζονταν σε 1050 ανθρώπους και 130 οικογένειες. Τα σπίτια του χωριού παρά την ευρυχωρία, ήταν πυκνοκτισμένα χωρίς κανένα σχέδιο ή υποτυπώδη ρυμοτομία, συγκεντρωμένα ασφυκτικά το ένα δίπλα στο άλλο. Ίσως αυτό να οφειλόταν σε λόγους ασφάλειας για να αισθάνονται περισσότερη ελπίδα στις περιπτώσεις ένοπλων επιθέσεων και επιδρομών ιδίως από τους κούρδους. Τα περισσότερα σπίτια ήταν μονόροφα, οι τοίχοι των οποίων ήταν κτισμένοι ως συνήθως στα μέρη εκείνα της Ανατολής από ωμά πλιθιά, η δε στέγη τους ήταν επίπεδη και καλυπτόταν από πεπιεσμένο χώμα (δώμα). Η εσωτερική διαρρύθμιση των σπιτιών εξαρτιόταν από τον αριθμό των μελών της οικογένειας. Γενικά όμως αποτελούνταν από ένα ευρύχωρο διαμέρισμα που ονομαζόταν Μουσαφίρ οτασί δηλαδή δωμάτιο των επισκεπτών και στο οποίο υπήρχε τζάκι συνήθως στο βάθος απέναντι από την κύρια είσοδο του σπιτιού, και ράφια τριγύρω παράλληλα προς την οροφή του σπιτιού, η διακόσμηση των οποίων σε πολλά σπίτια ήταν καλλιτεχνική. Το πάτωμα αν ήταν από χώμα, τότε γύρω και παράλληλα με τους τοίχους είχα σέτια δηλαδή σανιδώματα πλάτους ενός μέτρου και ύψους μισού μέτρου στρωμένα με κιλίμια ή κετζέδες με μακρόστενα μαξιλάρια ακουμπισμένα στους τοίχους. Ο φωτισμός του δωματίου εξασφαλιζόταν από μικρά παράθυρα στη μία πλευρά και ήταν ανάλογα της χωρητικότητας του δωματίου. Παραπλεύρως αυτού του δωματίου βρισκόταν ένα άλλο απλόχωρο διαμέρισμα όπου διέμενε συνήθως η οικογένεια και στο μέσον του οποίου βρισκόταν το ταντούρ, ένα είδος μεγάλου βαρελιού κατασκευασμένου από πηλό, παραχωμένο στο δάπεδο, μέσα στο οποίο έκαιγαν τα κουσκούρι͜α (αποξηραμένη κοπριά ζώων) ως καύσιμη ύλη, αλλά και ξύλα και άχυρα. Ο καπνός ανέβαινε και έβγαινε από ένα τετράγωνο άνοιγμα στη στέγη από το οποίο φωτιζόταν όλο το δωμάτιο. Χάρτης στον οποίο επισημαίνονται η Τραπεζούντα, το Ερζιγγιάν και το Ερζερούμ Πάνω στο χείλος του ταντούρ τοποθετούσαν ένα σίδερο σε σχήμα σταυρού που ονομαζόταν χατιρτζέκ (το), όπου αράδιαζαν τα πήλινα δοχεία του μαγειρέματος. Αφού ετοίμαζαν τα φαγητά της ημέρας και πυρακτωνόταν το ταντούρ, εκεί μέσα στα τοιχώματά του κολλούσαν το ζυμάρι το οποίο προηγουμένως το είχαν ανοίξει σε φύλλα αρκετού μήκους με τη βοήθεια ενός κατάλληλου μαξιλαριού που ονομαζόταν ραπατά. Εκεί στη στιγμή ψηνόντουσαν τα φύλλα αυτά της ζύμης και τα αποσπούσαν με ένα γάντζο που λεγόταν εκίς. Κατ’ αυτό τον τρόπο παρασκεύαζαν το ψωμί της οικογένειας, το λεγόμενο λαβάς όλης της εβδομάδας. Μετά το τέλος της διαδικασίας αυτής, της παρασκευής των ειδών διατροφής της οικογένειας, έστρωναν γύρω από το ταντούρ κιλίμια ή στρώματα πάνω στα οποίο κάθονταν οι γυναίκες και τα παιδιά σε σχήμα κύκλου κατά τα χειμωνιάτικα βράδια με τα πόδια κρεμασμένα μέσα στο ταντούρ, πάνω δε στα πόδια τους έριχναν πάπλωμα ή κάποιο άλλο χοντρό σκέπασμα. Εκεί ψυχαγωγούνταν λέγοντας παραμύθια ή συζητούσαν για τις υποθέσεις τους. Στο ίδιο διαμέρισμα βρίσκονταν και τα διάφορα σκεύη του σπιτιού αραδιασμένα σε ράφια όπου στα περισσότερα σπίτια ήταν καλλιτεχνικά δουλεμένα. Παραπλεύρως αυτών των διαμερισμάτων ήταν οι αποθήκες, οι σταύλοι, οι αχυρώνες κ.λπ. που συγκοινωνούσαν με μικρές εσωτερικές πόρτες. Το χωριό διοικείτο από δημογεροντία εκλεγομένη από τους προύχοντες και από αυτήν οριζόταν ο καταλληλότερος ο οποίος εκπροσωπούσε το χωριό στις εξωτερικές υποθέσεις και στις σχέσεις τους με τις αρχές και τα γειτονικά χωριά. Η σώφρονα διοίκηση τους και γενικώς η άψογη συμπεριφορά του χωριού προς όλους οφειλόταν σε εκείνη τη μικρή φούχτα των Ελλήνων η οποία συνέχιζε να διαβιεί εν μέσω των αλλοφύλων. Σε δύσκολες περιστάσεις που παρουσιάζονταν, έσπευδαν να ζητήσουν την προστασία ή και τη συμβουλή του εξ’ Ερζιγγιάν ομογενούς μας Πανίκα Εφέντη Λαμτσίδη, Αντιεισαγγελέα των τουρκικών δικαστηρίων ο οποίος με το κύρος του προσέλκυε την εκτίμηση και το σεβασμό των τοπικών παραγόντων, των πασάδων, των μπέηδων, των διοικητικών, πολιτικών και στρατιωτικών του τόπου και κατάφερνε και ποδηγετήσει τον απόμερο αυτόν Ελληνισμό όπως και στα άλλα μέρη της περιοχής εκείνης. Όσοι υπερήλικες ζουν ακόμα σήμερα (εννοεί την περίοδο του 1956 κατά την οποία έγραψε το κείμενο αυτό), θυμούνται τις πολύπλοκες εκδουλεύσεις του για Εθνικά, Σχολικά, Εκκλησιαστικά ζητήματα και με σεβασμό αναπολούν το όνομα του, ενθυμούμενοι ακόμη ότι κατά την αρμενική σφαγή επί Σουλτάν Χαμίτ, γλίτωσαν χάρις στην παρέμβαση του όταν ο διοικητής έδωσε αυστηρές διαταγές στις τοπικές αρχές του Κεμάχ, για να περιφρουρηθεί η ζωή και η περιουσία των κατοίκων του Χογούζ διότι επρόκειτο περί γνήσιων Ρωμιών ομιλούντων την αρμενική γλώσσα, ουδεμία όμως εχόντων φυλετική σχέση με τους Αρμενίους, κι έτσι αποφεύχθηκε η καταστροφή του χωριού. Εκκλησιαστικώς τις παλιότερες εποχές το Χογούζ υπαγόταν στη Μητρόπολη Θεοδοσιουπόλεως (Ερζερούμ) και μέχρι το 1900, κατόπιν υπήχθη στη Μητρόπολη Εγκίν της Καππαδοκίας. Η Εκκλησία (ναός) ιδρύθηκε στη μνήμη της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου και κάθε χρόνο πανηγύριζε στις 15 Αυγούστου οπότε διασκέδαζε όλο το χωριό με συνοδεία λύρας, ζουρνά και ταουλιού. Σε διάφορα μέρη εκτός του χωριού είχαν ιδρύσει περίπου δεκαπέντε (15) παρεκκλήσια στη μνήμη όλων των αγίων και αυτό περισσότερο για να πετύχουν την απαλλαγή ισάριθμων συγχωριανών τους από την στρατιωτική υποχρέωση με τον διορισμό τους ως ιεροδιακόνων στα παρεκκλήσια αυτά. Κατά παράξενο έθιμο του τόπου διατηρούσαν δύο νεκροταφεία, στο ένα από αυτά της Παναγίας θάπτονταν οι μεγαλύτερες ηλικίες κεκοιμημένων και στο άλλο του Αγίου Θεοδώρου οι μικρότερες ηλικίες. Η λειτουργία στην Εκκλησία γινόταν στα ελληνικά πλην του Ευαγγελίου και του Αποστόλου τα οποία αναγιγνώσκονταν στην τουρκική όπου αμφότερα ήταν γραμμένα με ελληνικούς χαρακτήρες. Χειροτονούσαν ιερείς από τους εγγράμματους του χωριού οι οποίοι συνήθως ήταν τέκνα των εύπορων οικογενειών, στέλνονταν στην Κωμόπολη του Εγκίν όπου μάθαιναν γραφή και ανάγνωση από εκκλησιαστικά βιβλία, ψαλτήρι, οκτάηχο κτλ καθώς και τα της λειτουργίας, επίσης και λίγα τουρκικά και επιστρέφοντες στο χωριό λάμβαναν καθοδηγητικό πλέον ρόλο στη διακυβέρνηση του τόπου. Έτσι, κατά σειρά διετέλεσαν ιερείς όσων τα ονόματα κατόρθωσαν να διατηρήσουν στη μνήμη τους οι σημερινοί υπέργηροι κάτοικοι του χωριού, Παπα Συμεών Παπαδόπουλος και μετά ο αδερφός του Παπα Χαράλαμπος, έπειτα ο Παπα Βασίλειος Σπυριάδης και μετά την κοίμηση του χειροτονήθηκε ο γαμπρός του Παπα Νικόλας Παπαδόπουλος από την γενιά των προαναφερθέντων και ο οποίος υπήρξε τελευταίος ιερεύς που χειροτονήθηκε μέχρι της εγκατάστασής τους στο νέο χωριό τους τα Διαβατά της Θεσσαλονίκης. Η διάσωση και διαφυγή των κατοίκων του χωριού Χογούζ από τον εξανδραποδισμό, την εξορία και τις βαρβαρότητες των τουρκικών στρατιωτικών αρχών το 1916 οφείλεται στη δραστηριότητα, την εξυπνάδα και προνοητικότητα του παπα Νικόλα ο οποίος έμαθε περί της μυστικής διαταγής του τουρκικού επιτελείου σύμφωνα με την οποία διατάχτηκε η απομάκρυνση των κατοίκων του Χογούζ στα ενδότερα της τουρκίας διότι οι Χριστιανοί δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη στο σημαντικό εκείνο γεωγραφικό σημείο μεταξύ τουρκικού και ρωσικού μετώπου. Μόλις έμαθε τις προθέσεις τους περί μετατοπίσεως τους κάτι που θα σήμαινε γενική καταστροφή, ήρθε σε επαφή και συνεννόηση με τους φύλαρχους των Κούρδων οι οποίοι έναντι αμοιβής δέχτηκαν να κατέβουν τριακόσιοι (300) ένοπλοι από τα βουνά υπό τον Μεμίς Αγά. Περικύκλωσαν το χωριό και αιχμαλώτισαν την τουρκική φρουρά σκοτώνοντας τον επικεφαλής τούρκο αξιωματικό ο οποίος αντιστάθηκε και αφού παρέλαβαν τους κατοίκους του χωριού με τα δυνάμενα μεταφορικά μέσα μετέφεραν τα υπάρχοντα τους εν μέσω δριμύτατου Χειμώνα, οδηγήθηκαν μέσα από τα κουρδικά χωριά από δύσβατα ορεινά μέρη αφού παρέκαμψαν τα πολεμικά μέτωπα και τους έφεραν στις προφυλακές της ρωσικής στρατιάς. Τους παρέλαβαν οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις και με δικά τους μεταφορικά μέσα τους μετέφεραν στο Ερζιγγιάν όπου εκεί τους παρέλαβε ο ρωσικός ερυθρός σταυρός μέχρι την Οκτωβριανή επανάσταση. Μετά αφέθηκαν στην τύχη τους για να περιέλθουν και πάλι στα χέρια των τούρκων και ακολούθησαν τα στρατεύματα που υποχωρούσαν κατά τον Ιανουάριο του 1918. Στους δρόμους αποδεκατίστηκαν και όσοι εξ’ αυτών κατάφεραν να ζήσουν, ανθρώπινα ράκη, ακρωτηριασμένα από κρυοπαγήματα σκορπίστηκαν σε διάφορες πόλις του εσωτερικού της Ρωσίας. Το 1921 -22 ένα τμήμα αυτών των Ελλήνων, η τότε διοίκηση της δημοκρατίας του Πόντου τους πέρασε στην Τραπεζούντα για σκόπιμους πολιτικούς λόγους όπου έπαθαν άλλο αποδεκατισμό. Όσοι απόμειναν στο τέλος με επικεφαλής τον δραστήριο παπα Νικόλα έφυγαν στην Κωνσταντινούπολη κι από εκεί στα Διαβατά Θεσσαλονίκης. Όσοι υπέργηροι ζούν σήμερα στα Διαβατά θυμούνται τις ταμπέλες των εμπορικών καταστημάτων εκείνων των λίγων διασωσμένων εκ Χογούζ Ερζιγγιάν με τίτλο «Ερζιγγιάν», ή «Το ωραίο Ερζιγγιάν» να στολίζουν τις εισόδους των επιχειρήσεών τους. Με τον αείμνηστο παππού Γεώργιο Κοσμίδη από το Χογούζ του Ερζιγγιάν στα Διαβατά Θεσσαλονίκης 25 Ιουλίου 2021Μία τέτοια φωτογραφία μπορώ να μοιραστώ κι εγώ προσωπικά μαζί σας. Φωτογραφίζομαι με τον αείμνηστο πλέον κύριο Γιώργο Κοσμίδη (93 ετών πρίν δύο χρόνια) στην Ιερά πανηγύρι της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Παρασκευής στα Διαβατά της οποία το Ιερό αναλόγιο υπηρετώ τα τελευταία χρόνια. Ο αείμνηστος παππούς Γιώργος Κοσμίδης ήλκει την καταγωγή του απ’ το Ερζιγκέν (Ερζιγκιάν ή Ερζιγγιάν), την αρχαία Ερζίγκη του Πόντου. Ήταν καλλιφωνότατος και υψίφωνος και υπηρέτησε το αναλόγιο του παλιού ιερού ναού του Αγίου Δημητρίου Διαβατών (κτίσμα του 1850) επί σειρά ετών. Επισυνάπτω φωτογραφία εποχής του Ιερού Ναού όταν όλη η περιοχή των Διαβατών ήταν έρημη. Πολλές φορές τον ρώτησα να μου πει λίγα πράγματα απ’ αυτά που γνώριζε από τους γονείς και συγγενείς του για τη ζωή και τη δράση τους στο Ερζιγγιάν και το μόνο που έκανε ήταν να με κοιτάζει βαθιά στα μάτια και να κατεβάζει το κεφάλι. Πόσες φορές αντίκρυσα αυτή τη συμπεριφορά από βασανισμένα γεροντάκια στα χωριά μας και μετά από χρόνια δικαιολόγησα τη στάση τους αυτή καθώς οι σκληρές αναμνήσεις, οι φτώχειες, οι πόλεμοι, οι εξορίες, τα δεινά και κακοπαθήματα με ασθένειες και θανάτους προσφιλών τους προσώπων δεν τους άφηνε περιθώριο να στερεώσουν λόγο ή αφήγηση. Αιωνία σου η μνήμη κύριε Γιώργο. 
Οι κάτοικοι του Χογούζ διατηρούσαν τα ήθη και έθιμα όπως και σε όλα τα μέρη του Πόντου τα οποία μετέδιδαν από γενιά σε γενιά με θρησκευτικό ζήλο. Στις γάμους, αρραβώνες και βαπτίσεις τραγουδούσαν τούρκικα τραγούδια. Τα μοιρολόγια στις κηδείες πάλι στην τουρκική γλώσσα λέγονταν. Η ενδυμασία των ανδρών αποτελούνταν από λευκή μάλλινη βράκα (σαλβάρι) και αντί για σακάκι φορούσαν ένα είδος κεντημένου γιλέκου (όπως των κρητικών) το οποίο λεγόταν σαλτά. Κάλυμμα δε για την κεφαλή χρησιμοποιούσαν είδος κωνοειδούς φεσιού από συμπιεσμένο λευκό μαλλί που ονομαζόταν κετσές και για την υπόδηση τους είχαν γεμενιά ή τσαρούχια. Οι ενδυμασίες των γυναικών ήταν όπως και της Μακεδονίας με μικρή παραλλαγή. Οι πλούσιες διακοσμούσαν τις ενδυμασίες τους με χρυσές λίρες, πεντόλιρα ή μικρότερης αξίας νομίσματα συναρμολογημένα καλλιτεχνικά, επίσης με βραχιόλια, σκουλαρίκια και μετωπικά. Το γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων δεν ήταν καθαρά αρμενικό αλλά ένα μείγμα αρμενικών, παρεφθαρμένων ποντιακών, τουρκικών, ακόμα και περσικών που μόνο οι γλωσσολόγοι είναι αρμόδιοι να το εξηγήσουν και να το κατατάξουν ως μια από τις λαλούμενες γλώσσες της Ασίας. Φωτογραφικό ντοκουμέντο του παλιού Ιερού Ναού του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου στα Διαβατά Θεσσαλονίκης  (κτίσμα του 1850)Πότε και πως βρέθηκε ο ελληνισμός στο απόμερο αυτό σημείο των Καρδουχικών ορέων μεταξύ Κούρδων και τούρκων δεν μπορούν ούτε οι υπέργηροι κάτοικοι να εξηγήσουν και να διαλευκάνουν. Μόνο η παράδοση διέσωσε την πληροφορία από γενιά σε γενιά ότι την εποχή των Γενίτσαρων σε απροσδιόριστο χρόνο το χωριό τους υπέστη επίθεση και λεηλασία. Μετά την ολοκληρωτική οικονομική τους καταστροφή και της τρομοκράτησής τους από τους φόνους που διαπράχθηκαν με θύματα πολλούς συγχωριανούς τους, σύσσωμοι αποφάσισαν να μεταναστεύσουν προς τα παράλια του Αιγαίου για να βρίσκονται μεταξύ συμπαγούς ελληνικού στοιχείου και εγκαταστάθηκαν στο Κέϊβε, χωριό που βρίσκεται μεταξύ Σμύρνης και Προύσας, οι κάτοικοι του οποίου μέχρι σήμερα διατηρούν ως μητρική τους γλώσσα το γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων του Χογούζ. Μετά τη μετανάστευση τους εκ των τριακοσίων (300) συνολικά οικογενειών των Χοβουζλούδων στο Κέϊβε, μόνο επτά (7) οικογένειες έμειναν εκεί στο Χογούζ οι οποίες λόγω της φτώχειας τους δε μπόρεσαν να ακολουθήσουν τις υπόλοιπες οικογένειες, έμειναν εκεί και αποτέλεσαν την απαρχή της καταγωγής των μετέπειτα Χοβοζλίδων των εκατόν τριάντα (130) οικογενειών όπως αναφέραμε και στην αρχή του κειμένου μας. Αυτά μεταδόθηκαν προφορικά και δεν είναι απολύτως εξακριβωμένα. Εδώ στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν με την υπόδειξη του παπα Νικόλα στα Διαβατά Θεσσαλονίκης εκατόν τρείς (103) οικογένειες οι οποίες ασχολούνταν με την γεωργία και τη λαχανοκαλλιέργεια.
Βέροια 22 Δεκεμβρίου 1955. Κ. Λαμτσίδης, Δημοδιδάσκαλος.

"Χογούζ. To Ελληνικόν Αρμενόφωνον χωρίον του Ερζιγγιάν του Πόντου". Κείμενο Κ. Λαμτσίδη, δημοδιδασκάλου Βέροιας. Πηγή: Ποντιακή Εστία Τεύχος 74-75 Φεβρουάριος - Μάρτιος 1956

Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com 

Pin It

Print

Add comment


Security code
Refresh

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ