Γεωγραφικόν και Ιστορικόν Λεξικόν Επαρχίας Χαλδίας 43ον: Χρυσούλ, Χόψ͜ια ή Χόψα ή Χοπούζ ή Κοπούζ, Ψωμάντων ή Εκμεκτσιλή, Σουλαμίς, Ωραιόκαστρον ή Χάτς

Αργυρούπολις Πόντου GümüşhaneΤο Χρυσούλ. Το χωριό αυτό βρίσκεται στο ποτάμι της Άτρας μεταξύ των δύο άλλων χωριών Μοναστήρι και Δεβρεντζή κι έχει Ιερό Ναό του Αγίου Θεοδώρου. Το χωριό αυτό ανήκε στην Αργυροπολίτικη οικογένεια των Ουστόγλιδων και είχε αγοραστεί από τον Αρχιμεταλλουργό Γρηγόριο Ι. Ουστόγλου του Κιουτζούκ Ουστά και είχε ομογενείς οικογένειες καθώς και ερείπια αρχαίου μεγαλοπρεπούς ναού.

Από το χωριό αυτό κατάγεται ο πρώτος ιδρυτής της μονής Παναγίας Δεβρεντσή Αμανάτιος Μιχαηλίδης.

Η Χόψ͜ια (Χόψα ή και Χώψα̤) τουρκιστί Χοπούζ και Κοπούζ κατά παραφθορά της ελληνικής ονομασίας. Προτιμότερη γραφή είναι η λέξη Χόψα όπως την είχε αναγράψει και ο Υπομνημονογράφος της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων Αθανάσιος Παπαδόπουλος ο Κεραμεύς στα Ανάλεκτα της Βιβλιοθήκης των Ιεροσολύμων (Πετρ. Τομ. Δ΄1891-1912) απ’ όπου την πήρε και ο ακαδημαϊκός Νίκος Δ. Βέης δημοσιεύοντας στο ΙΔ΄ τεύχος του Αρχείου του Πόντου (σελ.138). Η Χόψα είναι ένα από τα αρχαία εκείνα ακριτικά χωριά τα οποία κτίστηκαν πρίν τον 11ο αιώνα στην παραμεθόριο γραμμή του Βυζαντινού Κράτους ως προπύργια κατά των εξ Ασίας βαρβαρικών φυλών όπως ανέφερε ο Αθανάσιος Παπαδόπουλος ο Κεραμεύς στο έκτο αρχαιολογικό ρωσικό συνέδριο, εκ μέρους του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως το 1884 στην Οδησσό (τόμος ΙΑ΄ σελ.79-85) και όπως επιβεβαιώνεται από τα τοπωνύμια και τα ονόματα των οικογενειών. Τέτοια χωριά στην επαρχία της Χαλδίας ήταν: Η Χόψα, η Αυλήαννα, η Άδυσσα, η Κλήτη (ή Τσίτη), η Ιτέα, τα Καταφύγια, η Καβάλα, ο Αενκάστρες, το Μεσοχώρ’, το Κορτσάφ, η Ταρσός, η Ρέξενα, τα Σάταλα και άλλα. Αυτό γίνεται φανερό και οφθαλμοφανές από τα ερείπια αρχαίων φρουρίων και καστελίων τα οποία συστηματικών ιδρυμένα δεν ήταν απλά πρόχειρα οχυρώματα σε απότομους βράχους αλλά κτισμένα κατά τους ρυθμούς της οχυρωματικής τέχνης των Βυζαντινών φρουρίων με υπόγειους διαδρόμους, φρεάτια, δεξαμενές, σκάλες και άλλα αμυντικά μέσα επιμελούς και επιτόπιας μελέτης, μέσα στα οποία ανακαλύφθηκαν πάρα πολλά νομίσματα Κωνσταντινάτα και Κομνηνάτα. Από τη Χόψα διερχόταν η μεγάλη οδική αρτηρία από την Τραπεζούντα και Μεσοχαλδία η οποία οδεύει προς Καππαδοκία τα ερείπια της οποίας διακρίνονταν ως τις ημέρες μας από τις πέτρες και τις πλάκες οι οποίες βρίσκονταν ευθυγραμμισμένες και σε τάξη. Μετά την άλωση της Τραπεζούντας, το χωριό ερημώθηκε και συνοικίσθηκε όπως λέγουν α) ο λόγιος ιερεύς παπα-Δαβίδ εκ Φυτιάνων και β) ο εκ Χόψιας παπα-Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος) από δέκα (10) οικογένειες ομογενών Ελλήνων από την παραθαλάσσια Λαζική πολίχνη Χόπα, γνώμη την οποία παραθέτει με ενδοιασμό ο συγγραφέας μας κ. Κανδηλάπτης. Το χωρίον Χόψα αποτελείται κυρίως από τρία επιμέρους χωριά:
1. Την Κυρίως Χόψαν
2. Τη Γολή και
3. Το Φετικιάρ

και βρίσκεται στο ομώνυμο ποτάμι το οποίο πηγάζει από το Καγκέλ Δάγ, οροσειράς του Αγίου Παύλου και λαμβάνει διάφορες ονομασίες αναλόγως από ποια χωριά διέρχεται και συμβάλει στον ποταμό Κάνι κοντά στην Τσαερά. Στα νερά του αλιεύονται νοστιμότατα ψάρια με κορυφαίες τις πέστροφες (αλά παλούκ στα τουρκικά). Η Κυρίως Χόψα όπως είπαμε παραπάνω είναι αρχαίο χωριό και κατά την περίοδο της ανταλλαγής των πληθυσμών είχε εβδομήντα (70) οικογένειες από εκατόν εξήντα (160) που αριθμούσε παλιότερα, και ακόμη έντεκα (11) τουρκικές. Το έδαφος του χωριού είναι επίπεδο. Οι κάτοικοι της Χόψας είναι φιλόθρησκοι και φιλόμουσοι. Είχαν λαμπρό Ιερό Ναό των Αγίων Βασιλέων και Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης του οποίου το περικαλλές τέμπλο κατασκεύασε δι’ εξόδων του ο εξ Αργυρουπόλεως αρχιλεπτουργός (σκάφτης) Χατζη Σάββας Τσαουσίδης. Το χωριό είχε και Δημοτικό Σχολείο με δύο διδασκάλους. Εξ’ αιτίας των κακών κυβερνητών της τουρκίας, το χωριό υπέστη τα πάνδεινα καθώς και πολλές καταστροφές. Αρχικά στα μέσα του 18ου αιώνα εξ’ αιτίας του τερέμπεη Ταχμάζ βεη στου οποίου τα κτήματα αναγκάζονταν να εργάζονται οι ημέτεροι Έλληνες και εξ’ αιτίας του αισχρού γιού του, οι δικοί μας αναγκάστηκαν νύχτα να εγκαταλείψουν την πατρώα γη. Πήραν τα υποζύγια τους και έφυγαν άλλοι μεν προς το Αλά Νταγούν άλλο δε προς το μεταλλείον Πολάτ και άλλοι προς το Άκ Δάγ της Άγκυρας. Ελάχιστοι επανήλθαν στην εστία τους χάρις στις παρακλήσεις του Ταχμάζ βέη. Λίγο αργότερα, το 1839, με την πολιτική μεταρρύθμιση του Σουλτάνου Μετζήτ και την κήρυξη του Τανζιμάτ, καταλύθηκε η πολιτική εξουσία των τερεπέηδων και ο κυβερνήτης εκείνης της επαρχίας Αληβέης Ουτζητσόγλης ο Α΄ φονεύθηκε στα χωρικά όρια της Χόψιας επειδή θεωρήθηκε επαναστάτης. Οι δε γιοί του Αλήβεη νόμισαν ως υπαίτιους του φόνου του πατρός τους τον εν Χόψια οίκο των Παχατούριδων οπότε κατακρεούργησαν εντός του ιερού ναού πατέρα και υιό Παχατουρίδη οι οποίοι και οι δύο ήσαν ιερείς. Τότε συνέβη και η δεύτερη μετοικεσία από τη Χόψια προς το Μπογάζ Μαδέν, το Αλά Ντάγ και την Κερασούντα κι απόμειναν στο χωριό μόνο εννέα (9) οικογένειες:
Κιζιρίδη, Τσαουσίδη, Χριστοφορίδη, Κεπεσίδη, Αμοιρά, Παχατούρ και άλλες και με την πάροδο του χρόνου οι οικογένειες αυτές αυξήθηκαν σε εβδομήντα (70) οι οποίες κι έλαβαν το δρόμο της προσφυγιάς κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Επίσης πολλά υπέστησαν οι Έλληνες κάτοικοι της Χόψας από τον τιμαριωτικό οίκο των Ουτζιντζογλίδων βέηδων ο οποίος τους ανάγκαζε να εργάζονται δωρεάν στα κτήματα τους στο Φετικιάρ μέχρι το 1898 οπότε ο αλήστου μνήμης νομάρχης Τραπεζούντος Κατρήβεης έθεσε τελεία και παύλα σε αυτές τις βιαιοπραγίες. Η Χόψια είχε διακόσια (200) στρέμματα με λεπτοκαρυές (φουντουκιές) και ανεπτυγμένη κτηνοτροφία, έξοχα παρχάρια με ονομαστή ο Λοκμάν γιαγλεσί όπου ανέβαιναν για να παραθερίσουν οι κάτοικοι της Κερασούντας και Τσανικίας ακόμα και οι βέηδες του Τορουλίου. Οι Χοψενοί ήσαν πολύ φιλοπάτριδες κι ενώ ταξίδευαν, πάντα επέστρεφαν στην πατρίδα τους για να αναπνεύσουν τον καθαρό αέρα και να πιούν τα γλυκά και κρυστάλλινα της νερά. Κανείς δεν ξεχνά το περί την Χόψιαν αδόμενο άσμα: «Χόψα̤ μ’ τα κρύα τα νερά σ’, Χόψα̤ μ’ τα χρυσά τα τόπι͜α σ’..». Όπως είπαμε παραπάνω οι Χοψενοί ήταν κορυφαίοι κτίστες κατασκευάζοντας γέφυρες, ναούς, λουτρά, τεμένη και στρατώνες. Δακτυλοδεικτούμενος σε όλη την Ανατολή ήταν ο Χαράλαμπος Τσαουσίδης ο οποίος μαζί με τον Ιμεραίο Κοσμά Κοσμίδη κατασκεύασαν τον Μιστί τον Ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου κατά το σχέδιο του Ιερού Ναού της Του Θεού Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, επίσης τον Ιερό Ναό και το Κωδωνοστάσιο της Μεταμορφώσεως της Κερασούντας, τον τάφο του Καπετάν Γεωργίου Κωνσταντινίδη πασά ισόβιου δημάρχου Κερασούντος του οποίου πατρίδα υπήρξε η Χόψια από την ως άνω αναφερόμενο οικογένεια των Κυζιριδαίων (Κιζιρίδη). Επίσης πατρίδα του ηγουμένου Γουμεράς Ιακώβου (1860-1885), του ηγουμένου Χουτουράς και Πρασάρεως Ιακώβου Τσαουσίδη και νυν Μητροπολίτου Νευροκοπίου και Ζίχνης Αγαθάγγελου Τσαούση και του συγγραφέα των “Μακεδονικών” έπαρχου Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος Κωνσταντίνου Χριστοφορίδη και πολλών άλλων κληρικών του Ιεροσολυμητικού θρόνου.

ΚελΚίτ περιφέρειας Χαλδίας Πόντου Kelkit GumushaneΤου Ψωμάντων (Εκμεκτσιλή στα τουρκικά). Χωριουδάκι με οκτώ (8) ομογενείς οικογένειες και έξι (6) τουρκικές. Βρίσκεται στο ποτάμι Γιαγλίτερες. Οι ημέτεροι Έλληνες του χωριού διατηρούσαν Ιερό Ναό του Αγίου Θεοδώρου.

Του Ψωμάντων (Εκμεκτσιλή στα τουρκικά). Χωριό με τριάντα (30) ομογενείς οικογένειες από ογδόντα (80) που είχε κάποτε. Βρίσκεται στον ποταμό Καραμουσταφά και απέναντι από το χωριό Άγιος Μιχαήλ σε πετρώδες έδαφος. Είχε Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου και παρεκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου που ιδρύθηκε κατά παράδοση από κάποιον Ιωάννη Ψωμά, οι πρόγονοι του οποίου κατάγονταν από τις σαράντα (40) οικογένειες παροίκων της Μονής Σουμελά όπως έχουμε αναφέρει στη συγγραφή του χωρίου Χαβραία. Πάνω από το χωριό υπάρχουν ερείπια αρχαίου ακριτικού τείχους το οποίο προστάτευε την από Τραπεζούντος προς Χερροίανα και Ερζιγγιάν λεωφόρο. Κάτω από το φρούριο υπήρχε βρύση με καθαρότατο και παγωμένο νερό στη οποία υπήρχε η εξής άπταιστος και ακεραία επιγραφή: “† Πίετε εις μνήμην Χαραλάμπους Μελισσηνού Δρουγαρίου(*) Χαλδίας ασξβ΄ (1262)» την οποία αντέγραψα κατά το 1905 όταν μαζί με τον αείμνηστο διδάσκαλο Ιωάννη Π. Ελευθεριάδη συγγραφέα του Ιστορικού Σχεδιάσματος της Επαρχίας Χαλδίας επισκεφθήκαμε ως εξωτερική επιτροπή τα χωριά του ποταμού αυτού. Οι κάτοικοι του χωριού αυτού, οι περισσότεροι ξενιτεύονταν ως άριστοι κτίστες, κατασκευάζοντας πολλά καλλιτεχνικά δημόσια κτίρια στη Μικρά Ασία (όπως οι Ιμεραίοι, οι Τσολοχ̆ενίτες, οι Αδυσσενοί, οι Μαυρενοί, οι Χοψενοί και άλλοι) αλλά ακόμη και το 1898 στη Σπάρτη της Κιλικίας τα περικαλλή λουτρά της πόλεως όπως δείχνει η επιγραφή στα τουρκικά της προσόψεως η οποία αναγράφει: “Γιαπμούς Κιουμουχχανέ Καζασιντάν Εκμεκτσιλή καριγεσιντέν Ουστάπαση Μιχαήλ ογλού Δημήτρη” κατά τις προφορικές ειδήσεις που μου έδωσε ο από εκεί καταγόμενος και εν Αλεξανδρουπόλει του νομού Έβρου υπάρχων συνταξιούχος δημοδιδάσκαλος κ. Δημήτριος Παπαγερασίμου. Κάτω από το χωριό Ψωμάντων και στο ποτάμι του Καραμουσταφά σε πολύ γραφική τοποθεσία ο εξ Αργυρουπόλεως εθνάρχης και άρχοντας Χατσή Κωνσταντίνος Χατζή Ιωαννίδης έκτισε μεγαλόπρεπη έπαυλη με μύλο και κήπους όπου να μοιάζει ο τόπος ως παράδεισος. Υπήρξε ο τόπος εκείνος το θέρετρο των αειμνήστων διδασκάλων της πατρίδας μας Γεωργίου Κυριακίδη, Γεωργίου Ζανταρίδη, και Γεωργίου Χ. Ευθυβούλη.

Το Σουλαμίς. Χωρίον της περιφέρειας Κουασίου με δώδεκα (12) ομογενείς οικογένειες και Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου.

Το Ωραιόκαστρον, κοινώς Χάτς και Χάτσιν και όχι Χάτσ̆ = Σταυρός όπως κάποιοι ελλιπείς ιστορικά λέγουν και γράφουν. Άλλωστε με αυτή την ονομασία «Χάτς» είναι ευρέως γνωστό το χωρίον και έτσι αναφέρεται στα Ποντικά σελ.102 από τον Περικλή Τριανταφυλλίδη, και ο Σάββας Ιωαννίδης στην Ιστορία και Στατιστική Τραπεζούντος σελ. 124 και ο από Τραπεζούντος αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος Φιλιππίδης στο Αρχείον Πόντου Τόμος Δ΄ και Ε΄ σελ. 165, ο Ανέστης Κ. Οικονομίδης στην Γεωγραφία της επαρχίας Χαλδίας σελ. 13 και ο Δημ. Κ. Παπαδόπουλος Σταυριώτης στην Ιστορία και Γεωγραφία Σταυρίου σελ. 12. Ο σεβαστός υπουργός Λεωνίδας Ιασονίδης άριστος γνώστης της αραβοπερσικής διαλέκτου, μου δήλωσε ότι στην Ανατολή η λέξη Χάτσ’ προφέρεται βαριά όχι όπως το τουρκικό όνομα Χάτσι αλλά όπως το Χατσ̆ή. Μετά την άλωση της Τραπεζούντας το χωριό κατοικήθηκε από πρόσφυγες Αρμενίους εκ Τραπεζούντος και το πιθανότερο είναι να διετέλεσε έδρα της επισκοπής Αρδάσης και Μούζενας όπως γράφει ο Χρύσανθος Φιλιππίδης εξ ονόματος της άλλοτε διαλαμψάσης επισκοπής Χαβτζίτσιν η οποία υπαγόταν στη Μητρόπολη Νεοκαισάρειας. Αργότερα οι Αρμένιοι μετοίκησαν στη μεγάλη Αρμενία κι ερημώθηκε το χωριό οπότε περί τα μέσα του 18ου αιώνα κατοικήθηκε από κατοίκους διαφόρων χωριών της Μούζενας. Τούτο επιμαρτυρείται και από τα δημοσιεύματα του Αθανασίου Παπαδόπουλου του Κεραμέως στην Πετρούπολη το 1891-1915 με τίτλο Ανάλεκτα Ιεροσολυμητικής Σταχυολογίας σελ. 403 τα οποία αναδημοσιεύθηκαν στο Αρχείον Πόντο τόμος ΙΔ΄σελ. 124-160 από τον ακαδημαϊκό Νίκο Βέη όπου λεπτομερώς αναγράφει όλα τα χωριά της επαρχίας Χαλδίας όπου καμία μνεία δεν γίνεται για το χωριό αυτό. Κοντά στο χωριό Ωραιόκαστρον μεταξύ δυσπροσπέλαστων φαραγγιών, βράχων και γκρεμών κατά τον Σάββα Ιωαννίδη, κατέφυγε η βασιλόπαιδα Άννα Δαβίδ Κομνηνή με τη συνοδεία της και μετά την άλωση της Τραπεζούντας έκτισε εκεί τις κατοικίες τους. Υπάρχει εκεί και εκκλησία των Ταξιαρχών όπου βρίσκεται η εξής δυσανάγνωστη επιγραφή της εποχής εκείνης, επί του κονιάματος προς την Αγία Τράπεζα: “Οράς το δείγμα του θεαρέστου βίου και της ακραιφνού πίστεως…η Άννα Δαβίδ …συν τοις τέκνοις αυτής…είδον γάρ ούτοι τον ναόν του Ταξιάρχου άμοφον, αλλοίωσιν ηλλοιωμένον, εκκλησίας ένδοθεν ημαυρωμένης…και λοιπόν εφρόντισαν αμαρτωλών χάριν τε λύτρον και βροτών σωτηρίαν…πάντων προσκυνούντων δουλικώς….Σωφρονίου εξάρχου και πρεσβυτέρου Νικολάου, ιστοριογράφου». Κατά τον Π. Τριανταφυλλίδη άλλοτε το χωριόν είχε εκατό (100) ομογενείς οικογένειες ενώ κατά την ανταλλαγή επέμειναν σαράντα (40). Ο Ιερός Ναός ετιμάτο στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και υπήρχε επίσης και Σχολείο. Υπήρξε πατρίδα του διάσημου ευγενούς Κοσμά Βέη Πολυχρονίδη ο οποίος κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο διετέλεσε τροφοδότης του τουρκικού στρατού του οποίου η ευεργετική δράση στα πατριωτικά ζητήματα υπήρξε μεγάλη. Την ονομασία Ωραιόκαστρο την έλαβε από τον αείμνηστο φίλο και δισέγγονο του Αλεξ. Πολυχρονίδη, Χαραβατίδη. Οι κάτοικοι του Ωραιόκαστρου με τον ερχομό τους στην Ελλάδα κατοίκησαν το τουρκικής προέλευσης γραφικό προάστειο της Θεσσαλονίκης Δαούλ Μπελίν και του έδωσαν την ονομασία Ωραιόκαστρον αντί του αρμενικού Χάτσιν.

Τέλος του περισπούδαστου πονήματος του αειμνήστου κ. Γεωργίου Κανδηλάπτη(Κάνι) με τίτλο Γεωγραφικόν και Ιστορικόν Λεξικόν της Επαρχίας Χαλδίας του Πόντου. 

(*)Δρουγάριος – Δουγγάριος = στρατηγός των συνόρων.

Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com 

Pin It

Print

Add comment


Security code
Refresh

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ