Το Χαπές̆ (Χαπές) της επαρχίας Κολωνίας του Πόντου (1o Μέρος) του Σάββα Ιωακειμίδη
Ο Πόντος εκτεινόμενος από την Παφλαγονία δυτικά, μέχρι την Κολχική χώρα στα ανατολικά και περιβρεχόμενος στα βόρεια από τον Εύξεινο Πόντο (Μαύρη Θάλασσα) έφθανε στα νότια μέχρι τη Σεβάστεια, περιλαμβάνων και τμήμα του λεγόμενου Καππαδοκικού Πόντου.
Τα προς το Νότο όρια του Πόντου σύμφωνα με ορισμένους, περιορίζονται από τον ποταμό Λύκο, αλλά ο καθορισμός αυτός δεν είναι ο ακριβής, εκτείνεται και πέραν τούτου. Το Χαπές̆ της επαρχίας Κολωνίας του Πόντου (1) - Σάββα Ιωακειμίδη. Ο Πόντος εκκλησιαστικώς περιελάμβανε τις επαρχίες Τραπεζούντος, Νεοκαισαρείας, Χαλδίας – Κερασούντος, Ροδοπόλεως και Κολωνίας. Η τελευταία, κατέχουσα το νότιο τμήμα του Πόντου, εξαπλωνόταν και επί ενός τμήματος του Καππαδοκικού Πόντου. Στο τμήμα αυτό βρισκόταν και το Χαπέσ̆ (Habeche). Το Χαπέσ̆, περιλαμβάνει είκοσι (20) καθαρώς ελληνικά χωρία ευρισκόμενα εκατέρωθεν της δημόσιας οδού της αγούσης από Σεβάστεια προς Ερζερούμ και μεταξύ των υποδιοικήσεων (καζάδων) Ζάρας και Σού-Σεχρί και βρισκόταν στα δυτικά του ορεινού όγκου του Κιοσ̆έ-τάγ, διακλάδωσης του Αντίταυρου. Τα χωριά, όπως άκουσα από τους προγόνους μου, ιδρύθηκαν περί τα τέλη του 18ου ή αρχές του 19ου αιώνα από αποίκους οι οποίοι ήρθαν είτε από την Αργυρούπολη είτε από τα πέριξ χωριά πιθανώς όταν έπαυσε η λειτουργία των μεταλλείων της Αργυρουπόλεως, οπότε και όσοι εργάζονταν σε αυτά αναγκάστηκαν ελλείψει εργασίας να διασκορπιστούν. Και με την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως ο αντίκτυπος της οποίας έφτασε ακόμα και στις πλέον απομακρυσμένες γωνιές της τουρκικής αυτοκρατορίας, οπότε ο τουρκικός όχλος φανατιζόμενος από τους χοτζάδες, ξεσπούσε με μανία για εκδίκηση εναντίον του δύστυχου και άμαχου ελληνικού πληθυσμού. Ο ελληνισμός του Πόντου για να αποφύγει τη μανία αυτή κατέφευγε στα όρη και τα σπήλαια και ίδρυε σε απόκεντρα και δυσπρόσιτα μέρη τις κατοικίες του και ζούμε με λίγη γεωργία και κτηνοτροφία μακριά από το βλέμμα του τούρκου τυράννου. Αυτός είναι κατά πάσα πιθανότητα ο κύριος λόγος του εποικισμού των ορεινών και κατά το πλείστον άγονων τούτων περιοχών. Τα είκοσι χωριά του Χαπέσ̆ απαριθμούνται παρακάτω κατά σειρά από το νότο προς το βορρά:
1. Καϊλί – Καγιά
2. Τζ̆άτ – Ορέν
3. Κίρ – Μπαγί
4. Αρμούτ - Τσ̆αϊρ
5. Τερέ – Κιοϊ
6. Κιόβ – Τεπέ
7. Μοναστήρ’ ή Παναγίας χωρίον
8. Κιούλ – Αλή
9. Τσ̆αμλί – Καλέ
10. Παζάρ – Πελέν
11. Κιζίκ
12. Τεγιρμέν - Τασ̆ί
13. Σενετσ̆μενί
14. Ίν – Ονού
15. Τσ̆ελέπ
16. Καγιά – Τιπί
17. Κοβατσ̆ίκ
18. Μουρασίλ
19. Κεμί - Πελί
20. Πιρέ – Τετέ.
Ο συνολικός πληθυσμός των χωριών αυτών με τους μετριότερους υπολογισμούς ανερχόταν σε περίπου πέντε χιλιάδες (5.000) κατοίκους. Ο αμιγώς αυτός ελληνικός πληθυσμός με τα αγνά του ήθη και τα ωραία του έθιμα, με το ζωηρό θρησκευτικό ενδιαφέρον και το πατριωτικό του αίσθημα, αποτελούσε μια όαση μέσα στις απέραντες εκτάσεις οι οποίες κατοικούνταν από τούρκους, Κούρδους και Αρμένιους. Αυτό που αποτελεί επιβεβλημένο καθήκον είναι να εξαρθεί σε αυτό το σημείο σαν μνημόσυνο για τους προγόνους μας ότι, όταν ήλθε η ώρα και δόθηκε η κατάλληλη ευκαιρία δεν παρέλειψαν καθόλου να εκδηλώσουν τα αγνά αυτά αισθήματα της θρησκείας και της πατρίδας. Όταν οι τούρκοι κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1914 - 1918, μετά την εξόντωση των Αρμενίων κατά τον Μάιο και Ιούνιο του 1915 και καθ’όλο εκείνο το έτος άρχισαν να εξοντώνουν και το ημέτερο στοιχείον με την εφαρμογή του λευκού θανάτου, δηλαδή δια των εκτοπίσεων, των εξοριών και συνεχών μετακινήσεων του ελληνικού πληθυσμού, προπάντων των παραλιών μερών, μάλιστα δε με τη δημιουργία των «περίφημων» εργατικών ταγμάτων «αμελέ ταπουρί», το τμήμα του Χαπέσ̆ ευρισκόμενο εισέτι μακράν της κεντρικής εστίας του πυρός, χρησίμευε σαν καταφύγιο και άσυλο για τους καταδιωκόμενους και καταδυναστευομένους αδελφούς του. Οι αγνοί και φιλόξενοι κάτοικοι του Χαπέσ̆ άνοιξαν τις αγκαλιές τους και μετά θέρμης δέχτηκαν να περισυλλέξουν, να προστατεύσουν και να φιλοξενήσουν τους ομογενείς τους Έλληνες, ουχί κατά μονάδας και δεκάδας, αλλά κατά εκατοντάδες. Ουχί δε επί ένα ή δύο μήνες, αλλά επί ένα και δύο χρόνια. Πολλές φορές μάλιστα συγκέντρωναν τους φυγάδες εις ορισμένον απόκεντρον χωρίον κι από εκεί με τη συνοδεία ενόπλων ομογενών τους οδηγούσαν στις πατρίδες τους. Πολλοί που είχαν την καταγωγή τους από τις παράλιες πόλεις Σαμψούντας, Κερασούντας, Τριπόλεως, Μεταλλείου Σίμ και Πάφρας και επιζώντες ακόμη, ζωηρά θα διατηρούν την ανάμνηση της πρόθυμης φιλοξενίας των κατοίκων των χωριών του Χαπέσ̆. Σκελετωμένους από την πείνα και τις κακουχίες, ρακένδυτους, γεμάτους ψείρες, τους περισυνέλλεξαν, τους έθρεψαν, τους στέγασαν και τους έσωσαν από βέβαιο θάνατο. Το γεγονός αυτό μαθών ο τότε μητροπολίτης Αμασείας, ο αείμνηστος Γερμανός Καραβαγγέλης έσπευσε με ιδιαίτερη εγκύκλιο επιστολή του να τους ευχαριστήσει. Πλην όμως των ανωτέρω, οι κάτοικοι των χωρίων του Χαπέσ̆ καθόλου δεν υστερούσαν στις εκδηλώσεις της φιλομουσίας και της προόδου. Κάθε χωριό φιλοτιμείτο να έχει ένα ωραίο σχολείο με έναν ή δύο διδασκάλους, την εκκλησία του, τις γιορτές και τις πανηγύρεις του. Οι ασχολίες, τα έθιμα και πολλά άλλα ενδιαφέροντα την λαογραφία ζητήματα θα αποτελέσουν τη συνέχεια της μικρής αυτής εισαγωγής. Χαπές ή Επές Πόντου - Η Ιστορία του τόπου και των ανθρώπων του.
Το Χαπές̆ της επαρχίας Κολωνίας του Πόντου - Σάββα Ιωακειμίδη - Ποντιακή Εστία, τεύχος 16ον
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com