Το Χαπές̆ (Χαπές) της επαρχίας Κολωνίας του Πόντου και τα 20 χωριά του (3ο Μέρος) του Σάββα Ιωακειμίδη - Αφιέρωμα στα χωριά Καϊλή Καγιά, Τζατ Ορέν και Κύρ-μπαγή ή κατά άλλους Κυρπαά.
Ονομασία. Από πού και γιατί ονομάστηκε έτσι; Είναι άγνωστο. Το μόνο γνωστό είναι ότι Hapeche, Habechistan, Habechin στην αραβοπερσική γλώσσα καλείται η Αβυσσηνία και οι κάτοικοί της.
Γεννάται όμως το ερώτημα, ποια είναι η σχέση μεταξύ του μικροσκοπικού αυτού τμήματος της γης όπου βρίσκεται η γενέτειρα μου με τη μεγάλη χριστιανική χώρα της Αφρικής; Στο ερώτημα αυτό μπορούν να απαντήσουν μόνο η ιστοριοδίφες. Φαίνεται ότι το όνομα αυτό δεν ήταν ευπρόσδεκτο στους Τούρκους. Το Χαπές̆ της επαρχίας Κολωνίας του Πόντου & τα 20 χωριά του. Γι' αυτό το λόγο, μετά την μεταπολίτευση το 1908, θέλοντες να απλοποιήσουν το συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα, τους, μετέβαλαν το τμήμα αυτό σε Ναχιέ και το ονόμασαν «Σερεφιέ ναχιγιεσή» με έδρα το νεοϊδρυθέν στο κέντρο του τμήματος χωρίον Σερεφιέ. Επικεφαλής αυτού προΐστατο ο λεγόμενος μουδίρης. Εμείς όμως εξακολουθούμε να κάνουμε χρήση του ονόματος Χαπές̆ δηλαδή το όνομα Σερεφιέ στους περισσότερους των κατοίκων τυγχάνει άγνωστο ή δύσχρηστο, καθώς συμβαίνει με πάσα αλλαγή ονομασίας. Το Χαπές̆ όπως είπαμε ήδη σε προηγούμενο μας αφιέρωμα (στο τεύχος 16 στη σελίδα 891), περιελάμβανε 20 χωριά, τα οποία βρίσκονταν όλα σχεδόν εκατέρωθεν της οδού της αγούσης εκ Σεβαστείας προς Ερζερούμ και προς τις δυτικές παρυφές του ορεινού όγκου του όρους Κιοσέ Δάγ. Τα χωριά αυτά ήταν τα εξής, της απαριθμήσεως γενομένης από το Νότο προς το Βορρά.
1) Το χωρίον Καϊλή Καγιά (εκ παραφθοράς του Καγιαλή Καγιά). Είχε τότε περί τους 150 κατοίκους και μικρή εκκλησία λιθόκτιστη. Το χωριό αυτό ως και άπαντα τα χωριά του τμήματος υπαγόταν διοικητικώς ή στον Καζά της Ζάρας, ήτο δε θερινή κατοικία του ανά το Χαπές̆ ευφήμως γνωστού Παντούκ (Παναγιώτου) Εφένδη Γεωργιάδου. Η οικογένεια Γεωργιάδου εκ της Νικοπόλεως του Πόντου καταγόμενη και περί τα τέλη του 10ου αιώνος εγκατασταθείσα στη Ζάρα πολλές προσέφερε εκδουλεύσεις εις το τότε παραγκωνισμένο και καταδυναστευόμενον χριστιανικό στοιχείο. Καθ’ όσο και ο αρχηγός Γιώρκι εφένδης και ο υιός αυτού Παντούκ εφένδης χρημάτισαν μέλη του Διοικητικού συμβουλίου του τόπου (τουρκιστί Μεντσλής ιδαρέ αζασή) υπήρξαν προστάτες τρόπο τινά των χριστιανών. Γι’ αυτό το λόγο θεωρώ καθήκον μου τους αφανείς αυτούς ήρωες και αγωνιστές οι οποίοι πολλά προσέφεραν προς τους καταδυναστευμένους Έλληνας χριστιανούς, να καταστήσω γνωστούς έστω και εις τον περιορισμένο κύκλο των αναγνωστών μου. Εκ του χωρίου τούτου κατήγετο ο συμπαθέστατος και φιλοσοφικώτατος παπα-Χαρίτων, ο οποίος καθώς άριστα ενθυμούμαι από της μικρής μου ηλικίας ως άλλος ομηρικός αοιδός περιερχόμενος στα χωριά έψαλλε στην τουρκική, συντεταγμένο και τονισμένο το ελεγείο του απαγχονισμού του Αειμνήστου Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄: «Soilegin Patichaha goinimi vursun, o Kader milletin Kanlici olmam», στίχοι οι οποίοι μαρτυρούν την τεράστια αυτοθυσία του Μεγάλου Πατριάρχου, ο οποίος προτιμά να αποθάνει παρά να παραδώσει το έθνος.
2)Το χωρίον Τζατ Ορέν (που σημαίνει συμβολή ρυάκων), κατείχε το νοτιότατο άκρον του τμήματος και ήταν πολύ απομονωμένο των λοιπών χωριών. Είχε και τούτο 150 περίπου κατοίκους και ναό. Οι κάτοικοι του διεκρίνοντο ως άριστοι κυνηγοί και ως παλαιστές. 3) Το χωρίον Κύρ-μπαγή ή κατά άλλους Κυρπαά. Είναι η γενέτειρα του χαράσσοντος τας γραμμάς ταύτας και είναι ο τόπος όπου είδα το πρώτο φως του ήλιου και διήλθον τα πρώτα έτη της παιδικής μου ηλικίας. Αν και διέρχομαι ήδη το 65ον έτος της ηλικίας μου μετά παιδικής απλότητος ενθυμούμαι το πατρικό μου σπίτι, τους πέριξ αγρούς και τα λιβάδια, τους λόφους και τους κάμπους του χωριού και τόσα άλλα τοπία όπου παίζαμε μικροί μαζί με τους συνομηλίκους μου. Ως άλλος Οδυσσέας θα επιθυμούσα «και καπνόν εισέτι αναθρώσκοντα να ίδω». Οι κάτοικοι του χωριού λόγω της θέσεως του επειδή βρισκόταν στην κεντρική αρτηριακή οδό που συνέδεε τα μεγάλα κέντρα της Σεβάστειας και του Ερζερούμ ως εκ τούτου, ερχόμενοι σε επαφή με κόσμο πλέον ανεπτυγμένον, ευρίσκοντο οπωσδήποτε σε ψηλότερο πνευματικό επίπεδο έναντι των άλλων χωριών. Είχαν ναό επ’ ονόματι του Αγίου Γεωργίου τιμώμενον και σχολείο με τα 2 ενίοτε και 3 διδασκάλων εις το οποίον εκτός των εις τας τέσσαρας τάξεις του τότε τετρατάξιου δημοτικού σχολείου διδασκομένων μαθημάτων διδάσκονταν και μαθήματα της πρώτης και δευτέρας αστικού σχολείου. Εδιδάσκοντο δηλαδή τα αρχαία από την χρηστομάθεια του αείμνηστου Ραγκαβή, της οποίας τα πρώτα μαθήματα άρχιζαν με τα σοφότατα γνωμικά της Α’ Κλίσεως: «Πασών των αρετών ηγεμών εστί η ευσέβεια», «Αρχή Σοφίας, φόβος Κυρίου», «Ο πλούτος θνητός, η δόξα αθάνατος» και ούτω καθεξής από δε τας ξένας γλώσσας, εδιδάσκοντο στοιχεία της τουρκικής και γαλλικής, ώστε οι κάτοικοι του χωριού αυτού ως και άλλων περί των οποίων παρακατίοντες θα ομιλήσουμε αν και ζούσαν κάτω από σκληρές βιοτικές συνθήκες, ακόμα και πολιτικές, ακόμα και όσο διάστημα ήταν ραγιάδες δεν έπαυον κατά το μέτρον των δυνάμεών τους να καλλιεργούν και τα γράμματα. Αλλά εκείνα τα οποία παρέμειναν ζωηρά και ανεξίτηλα στη μνήμη μου είναι οι πατροπαράδοτες θρησκευτικές και ηθικές αρετές της ευσεβείας, της κοινωνικής αλληλεγγύης, της φιλοξενίας και της φιλοπατρίας. Δεν θα λησμονήσω ποτέ το ωραίο εκείνο έθιμο των απλοϊκών εκείνων χριστιανών οι οποίοι όταν κατά την ώρα του εσπερινού σήμαινε (χτυπούσε) η καμπάνα του χωριού και είχαμε καμπάνα οξύφωνον, η οποία ακουγόταν σε αρκετή απόσταση, όπου και αν ευρίσκοντο και με οποιαδήποτε εργασία και αν ασχολούνταν, αμέσως τη διέκοπταν και έκαναν την προσευχή τους. Εις δε τις Κυριακές και τις λοιπές εορτές, όλοι έσπευδαν εις το ναό πλήν των ασθενών, αν και δεν είχαν πλήρη κατανόηση των εν Ναώ τελουμένων. Όσο δε αφορά και εις τας προς αλλήλους σχέσεις των, εφήρμοζαν το ευαγγελικόν: «Χαίρετε μετά χαιρόντων και κλαίετε μετά κλαιόντων». Γι’ αυτό σε οποιοδήποτε γεγονός κοινωνικής ή οικογενειακής εκδηλώσεως ευάρεστον ή δυσάρεστον, γέννηση, βάφτιση, γάμο, ασθένεια, θάνατο, σύσσωμοι έσπευδαν να συμμετέχουν σε αυτόν ως να ήταν μέλη της μιας οικογένειας. Και τι και πόσα δεν δίνεται να πει κανείς για τη φιλοξενία και την περίθαλψη των ασθενών από τους ανθρώπους εκείνους; Εκάστη οπωσδήποτε ευπορούσα οικογένεια θεωρούσε καθήκον της να έχει και το ξενώνα της (το λεγόμενον μουσαφίρ οδασή). Εκεί ο ξένος διαβάτης έβρισκε στέγη, θέρμανση, τροφή και στρώμα από τα καθαρότερα. Κατά την αναχώρηση προεπέμπετο από τον οικοδεσπότη μετά πάσης φιλοφρονήσεως. Πόση όμως κατάχρησις της καλόκαρδης φιλοξενίας δεν γινόταν από άξεστους και αγροίκους τούρκους; Προπάντων από τους λεγόμενους Δελήδες κατά τους χρόνους της πλέον σκληρής και απάνθρωπης τυραννίας του κατακτητού; Άπειρα είναι τα ανέκδοτα (ως μη δημοσιευμένα) της τυραννίας αυτών. Φθάνοντες εις το χριστιανικό χωρίον ζητούσαν στρώματα τα οποία δεν έθιξε ο ακάθαρτος αερισμός, εάν δε τούτο δεν ήτον δυνατόν ετίθετο εις ενέργεια ο αλύπητος ξυλοδαρμός. Μετά δε της φιλοξενίας κατά την αναχώρηση τους ζητούσαν και το ενοίκιο των οδόντων, το περίφημο (δίσ̆ κιρασή), διότι καθώς έλεγαν κατέβαλον κόπο δια να φάγουν τον άρτον του φιλοξενίσματος. Θα ηδύνατο κανείς πολλάς ταύτας αγριότητας να αναφέρει, αλλά για να μη ξύσουμε παλιές πληγές και διαταράξουμε την αρξαμένη ελληνοτουρκική φιλία (αν και γράφουμε ιστορία), θέτουμε τελεία και παύλα. Εκτός της φιλοξενίας, ορμεμφύτως ούτως ειπείν είχον ανεπτυγμένον και το αίσθημα της φιλοπατρίας. Είχαν πλήρη συνείδηση της καταγωγής τους ως Ελλήνων δυνατή, την οποία και εκαυχώντο και ήταν υπερήφανοι πολλές φορές ήκουον αυτούς εν τω ενθουσιασμώ αυτών να αναφωνούν «Έλληνες είμεθα». Ως ελάχιστο δείγμα της φιλοπατρίας και φιλογενείας των ανθρώπων εκείνων δύναμαι να παραθέσω το εξής γεγονός, το οποίο συνάντησα κατά τη μικρή μου ηλικία. Κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 αιχμάλωτος τις, δραπετεύει από το Διαρβεκίρ (την αρχαία Αμίδη) και έφτασε στο χωριό μας. Μετά πόσης χαράς υποδέχθηκαν αυτόν και πόσο τον περιποιήθηκαν και τον φιλοξένησαν δεν δύναμαι να περιγράψω. Το χωριό σχεδόν πανηγύριζε, διότι φιλοξενούσε Έλληνα. Όταν δε θέλησε να επιστρέψει στην Ελλάδα, αφού έλαβαν τα κατάλληλα και ενδεδειγμένα μέτρα για τη φυγάδευση του, μεταμφίεσαν αυτόν σε έναν απλό χωρικό, του κατασκεύασαν εγχώριον ενδυμασίαν, επρομηθεύθησαν πλαστό διαβατήριο και παρέδωκαν αυτόν εις έμπιστον πρόσωπος να τον οδηγήσει μέχρι τα Κοτύωρα.
Το Χαπές̆ και τα 20 χωριά του. Το Χαπές̆ της επαρχίας Κολωνίας του Πόντου (3) – Σάββας Ιωακειμίδης - Αφιέρωμα στα χωριά Καϊλή Καγιά, Τζατ Ορέν και Κύρ-μπαγή ή κατά άλλους Κυρπαά. Πηγή: Ποντιακή Εστία τεύχος 32-33, Θεσσαλονίκη 1952
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com