Κολλημένε - Χαριφερά - Κατσίν - Εχπούλ'. Ερμηνεία & Ετυμολογία των λημμάτων
Κολλημένε
Ερμηνεία : καμένε, κολασμένε, καταραμένε
Ετυμολογία : α) εκ του κολλώ = συνάπτω, β) κολασμένε = κόλασις, ρήμα εις την Ποντιακή : κολατίγουμαι = αμαρτάνω, και κολατισμένος (στην Κρώμνη) ενώ κολλημένος (στη Ματσούκα) : «Μώ ντ’ εκόλτσες με εσύ» = Άχ, μ’ έκανες να αμαρτήσω, γ) καταραμένε = εκ του αποκολληθέντος, αποχωρισθέντος