Έγνεφος, Έγνεφα, Άγνεφα, Άγνεφος, 'Γνέφη, Γνέφα, Γνεφός, Έκνηφος, Εκνήφω, Νήφων (Διαλεκτολογία Πόντου)

Πολυδεύκης και Λύσσανδρος Κακουλίδης. Φωτογραφία Ελληνοπαίδων της Τραπεζούντας. Αρχείο Μέριμνας Ποντίων Κυρίων Τραπεζούντας. Έγνεφος - Έγνεφα (Διαλεκτολογία Πόντου)

1. Επίρρημα στην Κερασούντα την Τραπεζούντα και τη Χαλδία. Στη Σαντά λέγεται άγνεφα. Από το επίθετο έγνεφος παρ’ ο και άγνεφος ήτοι αυτός που είναι σε κατάσταση εγρήγορσης. Έκφραση: "Έγνεφα είμαι".  Έγνεφος - Έγνεφα (Διαλεκτολογία Πόντου) Παρακολουθείστε το βίντεο

Print

Λεξιλόγιον Νικοπόλεως Αλεξ. Ι. Παπαδόπουλου (Λιτσασενού)

Χωρικές γαμήλιες ενδυμασίες Ελλήνων Νικοπολιτών Πόντου1. Μετένιν, τουρκική λέξη = μεταλλείο
2. Άστ’ = ενόσω
3. Εδουλεύϊσ̆κεν = δούλευε
4. Επαρινεύκουσαν = απασχολούνταν
5. Σαγιάν, τουρκική λέξη = κύρος, χάρις

Λεξιλόγιον Νικοπόλεως Αλεξ. Ι. Παπαδόπουλου (Λιτσασενού)

Print

Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου. Π.Η. Μελανοφρύδη: Χασ̆χασ̆ίτα, Βαίνω, Εμπαίνω, Πρωτόγαλον - σ̆κυρόγαλον, Σερέκ’, Νόσος, Χωμολέον. Μέρος Πέμπτο.

Gümüşhane Αργυρούπολις Πόντου 1909Χασ̆χασ̆ίτα
Χόρτο του αγρού (παπαρούνα) με το οποίο μαζί, ανακατεμένο με άλλα χορταρικά όπως τυριζίτας, στρατίτας, κιντέας, σαχταρούτσας κ.ά. παρασκεύαζαν το εύγεστο, μυρωδάτο και θρεπτικό φαγητό χάπσ̆ια το οποίο σε μερικά χωριά λεγόταν αλυκά.

Print

Ιδιωματισμοί της Ποντιακής Διαλέκτου. Π.Η. Μελανοφρύδη: Τσούνα και μιαντή. Τρικέφαλον οφίδ’. Άγιος ο Κύρτς. Τη συντέκν’ ιμ’ το χωράφ’ έτον. Άπιστον ουντάν ομνύ’ ο πιστεμένον πιστεύ’ α̤τον. Άρκον. Δ' Μέρος.

Ελληνίδες Κοτυωρίτισσες με τις επιχώριες παραδοσιακές τους ενδυμασίες.Τσούνα και μιαντή
Στην περιφέρεια Κρώμνης μεταχειρίζονταν την ύβρη αυτή: τσούνα και μιαντή, προς παντός στις γυναίκες σε σοβαρούς καβγάδες. Ήταν μια απ τις πιο σοβαρές ύβρεις και στρεφόταν κατά της ηθικής και της τιμής της υβριζόμενης η οποία παρομοιαζόταν με σκύλα αδιάντροπη, μιασμένη, βρωμερή, μολυσμένη γυναίκα.

Print

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ